Το παράδειγμα του μποξέρ
Υπάρχει μια ευρέως γνωστή φράση στο ελληνικό λεξιλόγιο που τη συνδέουμε με ηθικές αξίες όπως το φιλότιμο, την ντομπροσύνη, την εντιμότητα κοκ. Η φράση αυτή είναι η εξής: ο λόγος μου συμβόλαιο! Κι έτσι ακριβώς πρέπει να είναι, δηλαδή ο λόγος μας να είναι συμβόλαιο, να μην ξεχνούμε δηλαδή ό, τι και όσα υποσχεθήκαμε. Από την άλλη όμως, όπως κάθε συμβόλαιο έτσι κι εδώ θα πρέπει να υπάρχουν και κάποιοι όροι και κάποιες προϋποθέσεις που θα πρέπει να τηρούνται και από τις δύο πλευρές, και από αυτόν που σε καθησυχάζει λέγοντάς σου να μην ανησυχείς, γιατί ο λόγος του είναι συμβόλαιο, αλλά και από τη δική σου πλευρά προκύπτουν κάποιες υποχρεώσεις, ώστε να μη «σπάσει» αυτό το συμβόλαιο.
Συνήθως, ξεχνάμε τις δικές μας υποχρεώσεις και μένουμε στην κουβέντα του άλλου που μας διαβεβαίωσε ότι δε θα μας προδώσει, ότι θα είναι εκεί για εμάς, εφόσον ο λόγος του είναι συμβόλαιο. Ενίοτε, δε διστάζουμε να κατηγορήσουμε κιόλας αυτόν που μας είπε αυτή την φράση, η οποία στην ουσία είναι μια υπόσχεση, μια υπόσχεση που κάποιες φορές δεν κρατήθηκε. Έχουμε όμως αναρωτηθεί ποτέ γιατί δεν κρατήθηκε αυτή η υπόσχεση; Έχουμε αναρωτηθεί σχετικά με το τι κάναμε εμείς από τη δική μας πλευρά για να κρατήσει ο άλλος αυτή του την υπόσχεση; Μήπως θεωρήσαμε ότι εμείς δε χρειάζεται να κάνουμε απολύτως τίποτα, γιατί δεν είμαστε εμείς που δεσμευτήκαμε από μια κουβέντα, αλλά ο άλλος; Ναι, όσο κι αν μας φαίνεται παράξενο, η φράση αυτή εκτός από υπόσχεση, εμπεριέχει και μια ή και παραπάνω δεσμεύσεις. Έχουμε, λοιπόν, αναρωτηθεί εάν στηριχθήκαμε σε αυτή τη φράση του άλλου και τον θεωρήσαμε δεδομένο;
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη παγίδα στις διαπροσωπικές σχέσεις από το να θεωρείς κάποιον άνθρωπο δεδομένο. Είναι μια αυταπάτη και μια μεροληψία που μας οδηγεί στο να μην προσπαθούμε να βελτιωθούμε, να μην προσπαθούμε για να βοηθήσουμε τις σχέσεις μας να γίνουν καλύτερες, να νιώθουμε κι εμείς, αλλά κι ο άλλος καλά μέσα στη σχέση μας. Συνήθως, όταν βλέπουμε κάποιον ως δεδομένο, θεωρούμε ότι μπορούμε να του μιλάμε όπως θέλουμε, ακόμη και για πράγματα που δεν είναι έτοιμος ή που δεν θέλει να ακούσει. Ξεπερνούμε τα όρια και δε σεβόμαστε την προσωπικότητά του, τις ψυχικές του αντοχές, ξεχνούμε όσα έχει κάνει ή όσα έχει προσφέρει σε εμάς, απομονώνουμε και μεγεθύνουμε ένα του σφάλμα βλέποντας το δέντρο και χάνοντας το δάσος. Εξαντλούμε όλη μας την αυστηρότητα πάνω του ή ξεσπούμε τα νεύρα μας πάνω του και το χειρότερο είναι ότι δικαιολογούμε τη συμπεριφορά μας πιστεύοντας ότι το άτομο αυτό είναι δεδομένο και ντόμπρο και ειλικρινές κι ότι μας το έχει υποσχεθεί κιόλας!
Εμείς όμως, ήμασταν μαζί του εντάξει; Ή μήπως χρησιμοποιούσαμε αυτό το άτομο σαν έναν σάκο του μποξ όπου χτυπούσαμε ανελέητα για να μπορέσουμε να εκτονώσουμε πάνω του τις δικές μας εντάσεις, τα δικά μας άλυτα προβλήματα ή και κόμπλεξ; Ακόμη κι όταν αυτό το άτομο θελήσει να φύγει από τη ζωή μας ύστερα από τόση κακομεταχείριση, ακόμη και τότε δε διστάζουμε να το κατηγορούμε και να το διαβάλλουμε σε συγγενείς και φίλους ότι εμείς δε φταίξαμε, ότι ο άλλος φταίει που δεν κράτησε το λόγο του, δίχως να μας περάσει από το μυαλό το πώς του φερόμασταν, το αν είμαστε εμείς οι ηθικοί αυτουργοί, δηλαδή αυτοί που προκάλεσαν την φυγή του.
Εξακολουθούμε να κάνουμε αυτό που κάναμε πάντα, γαντζωμένοι στον ρόλο που είχαμε, δηλαδή στον ρόλο εκείνου που χτυπάει τον σάκο του μποξ. Μόνο που αυτή τη φορά ο σάκος του μποξ δεν είναι εκεί μπροστά μας κι έτσι έστω και από απόσταση προσπαθούμε να δώσουμε κι άλλα χτυπήματα. Παρουσιαζόμαστε στους άλλους ως το θύμα, ως οι απολύτως αθώοι, ως οι βαθύτατα τραυματισμένοι ψυχικά και ηθικά και δίνουμε αμέτρητες παραστάσεις υποκρισίας, λύπησης και μιζέριας σε ένα δράμα του οποίου το σενάριο εμείς το γράψαμε κι εμείς το σκηνοθετήσαμε. Ο σκοπός είναι ένας, να στρέψουμε τους πάντες εναντίον αυτού που για εμάς ήταν ο σάκος του μποξ, να τον χτυπήσουν και άλλοι, να συμπαρασταθούν δηλαδή στο δήθεν δράμα μας.
Δεν προβαίνουμε σε καμία αυτοαξιολόγηση, σε καμία αυτοκριτική. Για όλα φταίει οι άλλος κι αντί για συγγνώμη, αντί να συνθλιβούμε από το βάρος όσων κάναμε και όσων είπαμε, ζητάμε και τα ρέστα. Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι ο σάκος του μποξ έχει φύγει μακριά, κι ότι συνεχίζει να ζει ατενίζοντας το μέλλον με ελπίδα, ότι ήδη κάτι έχει αλλάξει, ότι έχει ξεφύγει από τα άμεσα χτυπήματα. Όμως εμείς, ως άλλοι μποξέρ αντί για το μέλλον, κοιτάμε το παρελθόν μη μπορώντας να εξηγήσουμε γιατί χάσαμε τον σάκο του μποξ. Κι έτσι, απαρηγόρητοι συνεχίζουμε να ζούμε στη σκιά του άλλου, ψάχνοντας τρόπους εκδίκησης, δηλητηριάζοντας την ίδια μας τη ζωή με το μίσος και τον φθόνο που μας κατατρύχει.
Εν κατακλείδι, ένα «συμβόλαιο» εμπεριέχει εκτός από υποσχέσεις, επίσης υποχρεώσεις που αν δεν τηρηθούν, στην καλύτερη περίπτωση «σπάει». Οι δεσμοί, ακόμη κι αυτοί του αίματος, σπάνε αν δεν τους προσέξουμε, αν μόνο απαιτούμε να παίρνουμε, δίχως να δίνουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου