«Η μετατόπιση της
έμφασης στις κλινικές μελέτες από τον πρωτεύοντα στον δευτερεύοντα ναρκισσισμό
αντανακλά τη μετατόπιση στην ψυχαναλυτική θεωρία από τη μελέτη του Αυτό στη μελέτη
του εγώ και συγχρόνως μια αλλαγή στον τύπο των ασθενών που επιζητούν ψυχιατρική
θεραπεία. Πράγματι, η μετατόπιση από την ψυχολογία των ενστίκτων στην ψυχολογία
του εγώ έγινε εν μέρει επειδή αναγνωρίστηκε ότι οι ασθενείς, που άρχισαν να
παρουσιάζονται για θεραπεία στις δεκαετίες του 1940 και 1950, ‘πολύ σπάνια
έμοιαζαν να πάσχουν από τις κλασικές νευρώσεις που τόσο επισταμένα περιέγραψε ο
Φρόυντ’. Τα είκοσι πέντε περασμένα χρόνια, έχει γίνει ολοένα πιο κοινός ο
μεταιχμιακός ασθενής, που αντιμετωπίζει τον ψυχίατρο όχι με σαφή συμπτώματα
αλλά με διάχυτες ανικανοποιήσεις. Δεν υποφέρει από εξαντλητικές καθηλώσεις ή
φοβίες ή από τη μετατροπή καταπιεσμένης σεξουαλικής ενέργειας σε νευρικές
ενοχλήσεις, απεναντίας, παραπονιέται για ‘ασαφείς, διάχυτες απογοητεύσεις με τη
ζωή’ και αισθάνεται ότι ‘η άμορφη ύπαρξή του είναι μάταιη και άσκοπη’.
Περιγράφει ‘ανεπαίσθητα βιωμένα κι ωστόσο διαβρωτικά αισθήματα κενότητας και
κατάθλιψης’, ‘βίαιες παλινδρομήσεις της αυτοεκτίμησης’ και μια ‘γενική
ανικανότητα να συνεχίσει να ζει’. Κερδίζει ‘μια αίσθηση μεγαλύτερης
αυτοεκτίμησης μόνο προσκολλώμενος σε ισχυρές, θαυμαζόμενες μορφές που την
αποδοχή τους λαχταρά και από τις οποίες χρειάζεται να νιώσει ότι τον
υποστηρίζουν’. Μολονότι εκπληρώνει τις καθημερινές του υποχρεώσεις και διακρίνεται
κιόλας, η ευτυχία του ξεφεύγει και η ζωή συχνά του φαίνεται ότι δεν αξίζει να
την ζει» (σελ. 47).
«Η ψυχανάλυση, μια
θεραπεία που γεννήθηκε από την πείρα με σοβαρά καταπιεσμένα και ηθικώς άκαμπτα
άτομα που είχαν ανάγκη να συμφιλιωθούν με έναν αυστηρό εσωτερικό ‘τιμητή’,
βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη, ολοένα πιο συχνά, με έναν ‘χαοτικό και
καταδυναστευόμενο από τις ενορμήσεις χαρακτήρα’. Πρέπει να ασχοληθεί με
ασθενείς που ‘εκδραματίζουν’ τις συγκρούσεις τους αντί να τις καταστέλλουν ή να
τις μετουσιώνουν. Οι ασθενείς αυτοί, καίτοι συχνά ευχάριστοι, τείνουν να
καλλιεργούν μια προστατευτική ρηχότητα στις συναισθηματικές σχέσεις. Στερούνται
την ικανότητα να πενθούν, επειδή η ένταση της οργής τους εναντίον χαμένων
αντικειμένων αγάπης, ιδιαίτερα εναντίον των γονέων τους, τους εμποδίζει να
ξαναζήσουν ευτυχισμένες εμπειρίες ή να τις αποθησαυρίσουν στη μνήμη. Σεξουαλικά
ελευθερογαμικοί και όχι καταπιεσμένοι, δυσκολεύονται ωστόσο να ‘επιμεληθούν τη
σεξουαλική ενόρμηση’, ή να προσεγγίσουν το σεξ με παιγνιώδες πνεύμα. Αποφεύγουν
τους στενούς δεσμούς που θα μπορούσαν να ελευθερώσουν έντονα συναισθήματα
οργής. Οι προσωπικότητές τους συντίθενται σε μεγάλο βαθμό από άμυνες εναντίον
αυτής της οργής και εναντίον των συναισθημάτων στοματικής στέρησης που
προέρχονται από το προοιδιπόδειο στάδιο ψυχικής ανάπτυξης.
Συχνά οι ασθενείς
αυτοί υποφέρουν από υποχονδρία και παραπονιούνται για μια αίσθηση εσωτερικής
κενότητας. Συγχρόνως καλλιεργούν φαντασιώσεις παντοδυναμίας και μια ισχυρή
πεποίθηση στο δικαίωμά τους να εκμεταλλεύονται άλλους και να ικανοποιούνται.
Αρχαϊκά, τιμωρητικά και σαδιστικά στοιχεία δεσπόζουν στο υπερεγώ των ασθενών
αυτών και οι ασθενείς συμμορφώνονται στους κοινωνικούς κανόνες περισσότερο από
τον φόβο της τιμωρίας παρά από μια αίσθηση ενοχής. Βιώνουν τις ανάγκες και τις
ορέξεις τους, κατακλυσμένοι από οργή, ως βαθιά επικίνδυνες και παράγουν άμυνες
εξ ίσου πρωτόγονες με τους πόθους που προσπαθούν να σιγάσουν.
Με βάση την αρχή
ότι η παθολογία αντιπροσωπεύει μια προεκταμένη εκδοχή της φυσιολογικότητας, ο
παθολογικός ναρκισσισμός τον οποίο συναντούμε σε χαρακτηρολογικές διαταραχές θα
έπρεπε να μας πει ορισμένα πράγματα για τον ναρκισσισμό ως κοινωνικό φαινόμενο.
Μελέτες διαταραχών προσωπικότητας στα σύνορα νεύρωσης και ψύχωσης, καίτοι είναι
γραμμένες για κλινικούς και δεν ισχυρίζονται ότι ρίχνουν φως σε κοινωνικά ή
πολιτισμικά ζητήματα, απεικονίζουν έναν τύπο προσωπικότητας που θα πρέπει να
είναι άμεσα αναγνωρίσιμος, σε πιο καλυμμένη μορφή, σε παρατηρητές της σύγχρονης
πολιτισμικής σκηνής: εύκολος στο να διαχειρίζεται τις εντυπώσεις που δίνει
στους άλλους, άπληστος για θαυμασμό, αλλά περιφρονητικός προς εκείνους που
χειραγωγεί για να του τον δώσουν, ανειρήνευτα πεινασμένος για συναισθηματικές
εμπειρίες με τις οποίες πασχίζει να γεμίσει ένα εσωτερικό κενό, τρομοκρατημένος
απέναντι στο γήρας και τον θάνατο.
Οι πιο πειστικές
εξηγήσεις της ψυχικής προέλευσης αυτού του μεταιχμιακού συνδρόμου πλησιάζουν τη
θεωρητική παράδοση που εδραίωσε τη Μέλανι Κλάιν. Στις ψυχαναλυτικές έρευνες σε
παιδιά που έκανε, η Κλάιν ανακάλυψε ότι πρώιμα αισθήματα παράφορης οργής, που
κατευθύνονται ιδιαίτερα εναντίον της μητέρας και δευτερευόντως εναντίον της
εσωτερικευμένης εικόνας της μητέρας ως αδηφάγου τέρατος, καθιστούν αδύνατο για
το παιδί να συνθέσει ‘καλές’ και ‘κακές’ γονικές εικόνες. Μέσα στον φόβο του
για επιθετικότητα από τους κακούς γονείς –προβολές της δικής του οργής-
εξιδανικεύει τους καλούς γονείς που θα έρθουν να το σώσουν.
«Χρόνια
βαριεστημένος, ακούραστος στην αναζήτηση ακαριαίας οικειότητας –συναισθηματικής
διέγερσης χωρίς εμπλοκή και εξάρτηση- ο ναρκισσιστής είναι ελευθερογαμικό και
συχνά πανσεξουαλικός, αφού η σύντηξη προγενετικών και οιδιπόδειων ενορμήσεων
στην υπηρεσία της επιθετικότητας ενθαρρύνει πολύμορφη διαστροφή. Οι κακές εικόνες
που έχει εσωτερικεύσει του προκαλούν, κι αυτές, χρόνια ανησυχία για την υγεία
του, και η υποχονδρία, με τη σειρά της, τον κάνει να συμπαθεί ιδιαίτερα τη
θεραπεία και τις θεραπευτικές ομάδες και κινήματα.
Ως ψυχιατρικός
ασθενής, ο ναρκισσιστής είναι εκλεκτός υποψήφιος για ατέρμονη ανάλυση. Αναζητά
στην ανάλυση μια θρησκεία ή τρόπο ζωής και ελπίζει να βρει στη θεραπευτική
σχέση εξωτερική στήριξη για τις φαντασιώσεις παντοδυναμίας και αιώνιας νιότης
που καλλιεργεί. Ωστόσο, η δύναμη των αμυνών του τον κάνει να ανθίσταται στην
επιτυχή ανάλυση. Η ρηχότητα της συναισθηματικής του ζωής συχνά τον εμποδίζει να
αναπτύξει στενή σχέση με τον αναλυτή, έστω και αν ‘συχνά χρησιμοποιεί τη
διανοητική του γνώση για να συμφωνήσει λεκτικά με τον αναλυτή και
ανακεφαλαιώνει με δικά του λόγια ό,τι έχει αναλυθεί κατά τις προηγούμενες
συνεδρίες. Χρησιμοποιεί τη νόηση περισσότερο για να υπεκφύγει παρά για να
ανακαλύψει τον εαυτό του, καταφεύγοντας σε ορισμένες από τις ίδιες στρατηγικές
συσκότισης που εμφανίζονται στα εξομολογητικά κείμενα των πρόσφατων δεκαετιών.
Ο ασθενής χρησιμοποιεί τις αναλυτικές ερμηνείες αλλά τους αφαιρεί γοργά τη ζωή
και το νόημα, έτσι ώστε να απομείνουν κούφιες λέξεις χωρίς νόημα. Έπειτα, οι
λέξεις δίνουν ένα αίσθημα ανωτερότητας. Καίτοι οι ψυχίατροι δεν θεωρούν πια τις
ναρκισσιστικές διαταραχές εγγενώς μη αναλύσιμες, πολύ λίγοι είναι αισιόδοξοι
ότι υπάρχουν προοπτικές επιτυχίας» (σελ. 50).
«Κατά τον
Κέρνμπεργκ, το μεγάλο επιχείρημα για να επιχειρήσουμε την προσπάθεια, απέναντι
στις πολλές δυσκολίες που παρουσιάζουν οι ναρκισσιστικοί ασθενείς, είναι ο
σαρωτικός αντίκτυπος του ναρκισσισμού στο δεύτερο ήμισυ της ζωής τους- η
βεβαιότητα των τρομερών βασάνων που τους περιμένουν. Σε μια κοινωνία που
φοβάται το γήρας και τον θάνατον, η γήρανση τρομοκρατεί ιδιαίτερα εκείνους που
φοβούνται την εξάρτηση και που ο αυτοσεβασμός τους απαιτεί τον θαυμασμό ο
οποίος συνήθως δίδεται στη νιότη, την ομορφιά, τη διασημότητα ή τη γοητεία. Οι
συνήθεις άμυνες εναντίον των καταστροφών του γήρατος –ταύτιση με ηθικές ή
καλλιτεχνικές αξίες πέρα από τα άμεσα συμφέροντά μας, διανοητική περιέργεια, η
παρηγορητική συναισθηματική θέρμη που προέρχεται από ευτυχισμένες σχέσεις στον
παρελθόν- δεν μπορούν να κάνουν τίποτε για τον ναρκισσιστή. Αδυνατώντας να
ποριστεί όποια ανακούφιση έρχεται από την ταύτιση με την ιστορική συνέχεια, του
είναι απεναντίας αδύνατο ‘να αποδεχτεί το γεγονός ότι μια νεότερη γενεά κατέχει
τώρα πολλές από τις παλαιότερα αγαπημένες του ικανοποιήσεις της ομορφιάς, του
πλούτου, της εξουσίας και ιδίως της δημιουργικότητας. Να μπορούν να χαρούν τη
ζωή σε μια διαδικασία που εμπλέκει μια αυξανόμενη ταύτιση με την ευτυχία και τα
επιτεύγματα των άλλων ανθρώπων, ξεφεύγει τραγικά από την ικανότητα των
ναρκισσιστικών προσωπικοτήτων» (σελ. 50-51).
Σύμφωνα με τον
Λας, «κάθε εποχή αναπτύσσει τις προσιδιάζουσες μορφές παθολογίας της, που
εκφράζουν σε μεγαλοποιημένη μορφή την υποβαστάζουσα χαρακτηροδομή της. Τον καιρό του Φρόυντ, η υστερία και η
ψυχαναγκαστική νεύρωση οδηγούσαν στα άκρα τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας που
συνδέονταν με την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων σε ένα πρωιμότερο στάδιο της ανάπτυξής
της- κτητικότητα, φανατική αφοσίωση στη δουλειά και άγρια καταπίεση της
σεξουαλικότητας. Στον καιρό μας, οι προσχιζοφρενικές, μεταιχμιακές διαταραχές ή
διαταραχές της προσωπικότητας έχουν τραβήξει ολοένα και περισσότερο την
προσοχή, μαζί με τη σχιζοφρένεια. Αυτή η ‘αλλαγή στη μορφή των νευρώσεων έχει παρατηρηθεί και περιγραφεί
ήδη από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο από έναν αυξανόμενο αριθμό ψυχιάτρων. Σύμφωνα
με τον Πέτερ Λ. Τζιοβατσίνι, οι κλινικοί γιατροί βρίσκονται μονίμως αντιμέτωποι
με τον φαινομενικά αυξανόμενο αριθμό ασθενών που δεν ταιριάζουν στις τρέχουσες
διαγνωστικές κατηγορίες και που πάσχουν όχι από σαφή συμπτώματα, αλλά από
ασαφή, κακοπροσδιορισμένα παράπονα. (…). Η αυξανόμενη σπουδαιότητα των
χαρακτηρολογικών διαταραχών φαίνεται να σηματοδοτεί μια υποβαστάζουσα αλλαγή
στην οργάνωση της προσωπικότητας, από τη λεγόμενη ενδοστρέφεια στον ναρκισσισμό»
(σελ. 51).
Ο Μάικλ Μπέλντοχ
παρατηρεί: «ότι ήταν η υστερία και οι ψυχαναγκαστικές νευρώσεις για τον Φρόυντ
και τους πρώιμους συνεργάτες του… κατά τις αρχές του 20ου αιώνα,
είναι οι ναρκισσιστικές διαταραχές για τον κοινό ψυχαναλυτή κατ’ αυτές τις
τελευταίες δεκαετίες πριν τη νέα χιλιετία. Οι σημερινοί ασθενείς εν γένει δεν πάσχουν
από υστερικές παραλύσεις των ποδιών ούτε από καταπιεστική παρόρμηση να πλένουν
διαρκώς τα χέρια τους, απεναντίας, ίσα ίσα ο καθαυτό ψυχικός τους εαυτός έχει
μουδιάσει ή αυτό πρέπει να τρίβουν και να ξανατρίβουν σε μια εξαντλητική και
ατελεύτητη προσπάθεια να καθαριστούν». «Οι ασθενείς αυτοί πάσχουν από διάχυτα
συναισθήματα κενότητας και από μια βαθιά διαταραχή του αυτοσεβασμού», συμπληρώνει
ο Λας (σελ. 52).
Ο Λας επισημαίνει
επίσης, «η εξασθένηση των κοινωνικών δεσμών, που προέρχεται από την κρατούσα
κατάσταση της κοινωνικής πρόνοιας, αντανακλά συγχρόνως μια ναρκισσιστική άμυνα
εναντίον της εξάρτησης. Μια πολεμόχαρη κοινωνία τείνει να παράγει άνδρες και
γυναίκες που είναι κατά βάθος αντικοινωνικοί. Δεν θα έπρεπε, συνεπώς, να μας
ξαφνιάζει που βρίσκουμε ότι, παρόλο που ο ναρκισσιστής συμμορφώνεται στους
κοινωνικούς γνώμονες από φόβο εξωτερικής τιμωρίας, θεωρεί συχνά τον εαυτό του
εκτός νόμου και βλέπει και τους άλλους με τον ίδιο τρόπο, ‘’ως βασικά
ανέντιμους και αναξιόπιστους ή αξιόπιστους μόνο εξ αιτίας των εξωτερικών
πιέσεων’’. ‘’Τα αξιακά συστήματα των ναρκισσιστικών προσωπικοτήτων είναι
γενικώς φθαρτά σε αντίθεση προς την άκαμπτη ηθική της ψυχαναγκαστικής
προσωπικότητας’’, γράφει ο Κέρνμπεργκ» (σελ. 60).
Και ο Λας
συμπεραίνει: «Ώστε η ηθική της αυτοσυντήρησης και της ψυχικής επιβίωσης ριζώνει
όχι απλώς στις αντικειμενικές συνθήκες του οικονομικού πολέμου, του αυξανόμενου
ποσοστού εγκλημάτων και του κοινωνικού χάους, αλλά στην υποκειμενική εμπειρία
του κενού και της απομόνωσης. Αντανακλά την πεποίθηση –εξ ίσου προβολή
εσωτερικών ανησυχιών και αντίληψη του πώς είναι τα πράγματα- ότι ο φθόνος και η
εκμετάλλευση κυριαρχούν ως και στις πιο στενές σχέσεις. Η λατρεία των
προσωπικών σχέσεων, που γίνεται ολοένα και πιο έντονη όσο υποχωρεί η ελπίδα
πολιτικών λύσεων, κρύβει την πλήρη απογοήτευση από τις προσωπικές σχέσεις, όπως
ακριβώς η λατρεία της αισθησιακότητας συνεπάγεται την απάρνηση της
αισθησιακότητας σε όλες εκτός από τις πιο πρωτόγονες μορφές της. Η ιδεολογία
του προσωπικού μεγαλώματος, επιφανειακά αισιόδοξη, ακτινοβολεί βαθιά απελπισία
και παραίτηση. Είναι η πίστη των ανθρώπων χωρίς πίστη» (σελ. 60).
Κρίστοφερ Λας. 2008.
Η κουλτούρα του ναρκισσισμού. Αθήνα: Νησίδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου