«Η εκλογή συντρόφου θα είναι
ασφαλώς η πιο αποφασιστική πράξη στη ζωή κάθε ανθρώπου. Όταν ένας άνδρας και
μια γυναίκα αποφασίζουν να παντρευτούν, κάνουν κάτι περισσότερο από το να
παίρνουν μια κοινή απόφαση: αφήνονται στο ρεύμα μιας διαπροσωπικής διεργασίας,
που είναι ισχυρότερη από τον καθένα τους. Η εκλογή συντρόφου παρουσιάζει
απίστευτη ‘ακρίβεια’ στον τρόπο με τον οποίο σμίγει τις ουσιαστικές δυνάμεις
καθεμιάς από τις δύο ζωής –την προϊστορία τους, την παρούσα κατάστασή τους,
τους πόθους τους για το μέλλον. Άσχετα
από τη χαρά ή τον πόνο, ο σκοπός της καθεμιάς από αυτές συνοψίζεται στην
εκλογή του συντρόφου» (316-317).
Κάθε άτομο έχει ανάγκη στην
εκλογή συντρόφου να διακρίνει κάτι οικείο και κάτι νέο. Η αναγνώριση του
οικείου ανακινείται μέσα και στους δύο συντρόφους, όταν βρίσκονται μαζί και
οδηγεί στην αμοιβαία έλξη. Η σχέση που δομούν τους βοηθά να αισθάνονται
ασφαλείς. «Όσο πιο ικανοποιητική στάθηκε η εμπειρία από την ανάπτυξή του, τόσο
περισσότερες πιθανότητες έχει κανείς να διαλέξει ένα σύντροφο, που θα του
παρέχει κάποια αίσθηση συνέχειας αυτής της εμπειρίας. Καθένας, όποια κι αν
στάθηκε η φύση αυτής της πρώιμης ζωής του στην οικογένεια, έχει βαθιά μέσα του
ριζωμένη την ανάγκη να διατηρήσει την αίσθηση της ταυτότητας, που αναπτύχθηκε
στα πρώτα του χρόνια. Υπάρχουν πάντοτε στενοί σύνδεσμοι ανάμεσα στην πατρική
οικογένεια του ατόμου και στον νέο του σύντροφο» (σελ. 317).
«Μα κι αν ακόμα υπήρξε
ικανοποιητική η εμπειρία της ανάπτυξής μας, νιώθουμε όλοι κάπως δυσαρεστημένοι
από τον εαυτό μας κι από την πατρική μας οικογένεια. Προσπαθούμε ασύνειδα να
παντρευτούμε κάποιον, που θα προσθέσει στη ζωή μας νέα, προσωπικά
χαρακτηριστικά, νέες εμπειρίες, νέους τρόπους συνάφειας. Σχηματίζοντας τη δική
μας οικογένεια θέλουμε να λύσουμε μερικά προβλήματα που υπήρχαν στην
οικογένεια, όπου μεγαλώσαμε. Αν στην πατρική μου οικογένεια δεν μπορούσαμε να
καβγαδίσουμε απροκάλυπτα, εγώ θα θέλω να παντρευτώ κάποια, που οι δικοί της
μπορούσαν να τσακώνονται. Αν είμαι δειλός εσωστρεφής, έχω πολλές πιθανότητες να
παντρευτώ κάποια αγχώδη εξωστρεφή. Διαλέγοντας σύντροφο προσπαθούμε να φέρουμε
στη ζωή μας νέες πληροφορίες για τη ζωή. Λαχταρούμε να πετύχουμε την ολοκλήρωσή
μας –την ψυχολογική μας πληρότητα- και βλέπουμε τον γάμο σαν μέσο για την ικανοποίηση
μέρους αυτού του πόθου.
Γιατί μερικοί διαλέγουν
συντρόφους που τους προκαλούν πανικό και που ενσαρκώνουν μάλιστα μερικούς από
τους χειρότερους φόβους τους; Δώσαμε κιόλας μια απάντηση στο ερώτημα αυτό: η
ανάγκη για κάποια αίσθηση ταυτότητας είναι τόσο ισχυρή, ώστε να παραμερίζονται
ζητήματα πόνου ή χαράς. Το παιδί συχνά προσηλώνεται στον γονιό που το
κακομεταχειρίζεται, αντί να καταφύγει σε ίδρυμα προστασίας ανηλίκων και
μεγαλώνει για να κακομεταχειριστεί κι αυτό αργότερα τα δικά του παιδιά. Ο δρόμος
που ξέρουμε είναι… ο δρόμος που ξέρουμε.
Μερικοί γάμοι γίνονται με το
εξαρχής ανομολόγητο και ασύνειδο σχέδιο για μελλοντικό διαζύγιο. Η πολλαπλή
προέλευση του σχεδίου συνδέεται άμεσα με πολύπλοκα προβλήματα, που υπάρχουν
στις δύο οικογένειες. Αν λάβει κανείς υπόψη του πόση αγωνία συνεπάγεται αυτή η
διαδικασία, θα του φανεί παράξενο που δυο άτομα έρχονται σε μια συμφωνία με
κρυφό σκοπό να τη διαλύσουν. Ίσως όμως να μην έβρισκαν άλλον τρόπο για να
λύσουν κάποιο πρόβλημα» (σελ. 317-318).
«Τα ζευγάρια φτάνουν στην κρίση
του διαζυγίου από διάφορους δρόμους, τόσο πολλούς και με τόσες περιστροφές,
ώστε να μην μπορούμε να τους χαράξουμε εδώ. Άλλοι χωρίζουν σε έξι μήνες κι
άλλοι σε σαράντα χρόνια, μα η μέση διάρκεια του γάμου, που τελειώνει με
διαζύγιο, είναι εφτά με οχτώ χρόνια. Οι διαζευγμένοι αναφέρουν πολλά και
διάφορα παράπονα» (σελ. 318).
«Στην αρχή του έγγαμου βίου τους,
οι σύντροφοι συχνά αισθάνονται αρκετή ανασφάλεια και συγχωνεύουν τις ικανότητες
και τις ανάγκες τους σε μια ενότητα με έντονη αμοιβαία εξάρτηση. Για ένα
διάστημα η συμφωνία είναι αποδοτική. Αισθάνονται και οι δύο ασφάλεια και
προστασία μ’ αυτή τη δήθεν ‘θεραπευτική’ συμφωνία τους» (σελ. 318).
«Όταν γεννιέται μέσα τους η
συναίσθηση πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά, νιώθουν στην αρχή τις ανησυχίες τους
σαν ένα στρίμωγμα, έναν ασφυκτικό περιορισμό εξαιτίας του γάμου. Για τη
διατήρηση μιας έντονης εξάρτησης χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια. Οι δύο
σύντροφοι, αφού δε διακινδυνεύουν να φτάσουν στην απόρριψη, αποφασίζουν ότι
πρέπει να καταπνίξουν πολλά συναισθήματά τους, για να μη δυσαρεστήσουν τον
άλλο. Για ένα διάστημα συμβιβάζονται αρκετά εύκολα σ’ ότι αφορά τις ανάγκες
τους για να ευχαριστήσουν ο ένας τον άλλο. Ύστερα όμως από μερικά χρόνια γάμου,
αρχίζουν να αισθάνονται τον συμβιβασμό αυτό σαν τεράστιο δίχτυ απαιτήσεων, που
μέσα του νιώθουν κι οι δυο μικροί κι ασήμαντοι. Στην πραγματικότητα το δίχτυ
των αξιώσεων, που νιώθουν ότι τους απορροφά, είναι η αμφίπλευρη εξάρτηση, μα
εκείνο πιστεύουν ότι δεσμοφύλακας είναι ο Γάμος. Αργά ή γρήγορα αισθάνονται και
εγκατάλειψη. » (σελ. 318-319).
«Οι σοβαρές εντάσεις βοηθούν το
ζευγάρι να αισθάνεται στενότερα τον δεσμό του. Μα για τον ίδιο λόγο νιώθει
καθένας τους και μοναξιά, καθώς διαπιστώνει πόσο περιορισμένη είναι η ικανότητά
του να βοηθήσει τον άλλο. Αν έχουν κι οι δύο πρώιμο ιστορικό απορρόφησης ή
εγκατάλειψης κι αν δεν πέρασαν στην πατρική τους οικογένεια την κατάλληλη
διεργασία εξατομίκευσης, μπορεί οι συνηθισμένες στον γάμο εντάσεις να
αφυπνίσουν μέσα τους λανθάνοντες τρόμους της παιδικής ηλικίας. Αρχίζουν να
αισθάνονται τον γάμο τους σαν πιστό αντίγραφο της πατρικής τους οικογένειας και
τότε κινδυνεύουν να τους ωθήσει αυτό σε μερικές από τις πιο ανησυχητικές
εκδηλώσεις της επανόδου στην παιδική ηλικία. Πολλοί δέχονται να αντιμετωπίσουν
την περίπτωση διαζυγίου μόνο και μόνο για να διαφυλάξουν κάτι εξαιρετικά
σπουδαίο για αυτούς, όσο και εύθραυστο: την αίσθηση της ταυτότητας» (σελ. 320).
Τα ζευγάρια μπορούν να
προσαρμοστούν σε ποικίλα ζητήματα, που αφορούν απορρόφηση και εγκατάλειψη. Όταν
οι πιέσεις μέσα στον γάμο γίνονται πιο έντονες, οι δύο σύντροφοι βιώνουν τον
φόβο της απορρόφησης ή νιώθουν απόρριψη και οι δύο ταυτόχρονα, καθώς ο ένας
αναμένει τη βοήθεια του άλλου. Όσο πιο πολλοί αποκλίνουν οι φόβοι του ενός από
τους φόβους του άλλου τόσο πιο δύσκολο είναι να νιώσουν αλληλοκατανόηση. Οι
αμυντικοί μηχανισμοί του καθενός μεγεθύνουν τις διαστάσεις του προβλήματος που
βιώνουν, ενώ καταλήγουν ο καθένας να μιλά μια διαφορετική γλώσσα και να
αναρωτιέται αν ζει στον ίδιο κόσμο με τον άλλο.
Νάπιερ & Χουίτεκερ. (1987).
Οικογένεια μαζί όμως αλλιώτικα. Εκδόσεις Κέδρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου