Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020

Ο άνθρωπος και η φυλακή του…


Σε ορισμένες περιπτώσεις επιλέγουμε εμείς οι ίδιοι να εγκλωβίσουμε τον εαυτό μας μέσα σε μια φυλακή, μη γνωρίζοντας τι μπορούμε να κάνουμε την απεριόριστη ελευθερία μας. Ενώ μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε, να πάμε ότι θέλουμε… πολλές φορές καταλήγουμε να μην κάνουμε τίποτα και να μην πάμε πουθενά… 


Μπαίνοντας στη φυλακή, θα πρέπει να καθορίσουμε ένα νέο πρόγραμμα, ένα ωράριο για την καθημερινότητά μας… «Ωστόσο, παρά το μεγαλείο της ικανοποίησης των πρώτων ημερών και την απόλυτη αφοσίωση στη φυλακή της λήθης μου, άρχισε απρόσμενα να μου λείπει ο κόσμος πίσω από τα κάγκελα του παραθύρου μου» (σελ. 257).  


 «Πόσο δύσκολο μου ήταν τελικά να αντιμετωπίσω την αλήθεια! 


Ήθελα να επιστρέψω σε όλα εκείνα που είχα υποτιμήσει: στη ζωή και στους ανθρώπους. Ήθελα να βγω. Ορκίζομαι πως το ήθελα. Αλλά θυμήθηκα ότι το κλειδί ήταν έξω εκεί που δεν έφταναν τα χέρια μου, ακόμα πεταμένο δίπλα στην άκρη του δρόμου. Στην πραγματικότητα, σκέφτηκα, αρκούσε να ζητήσω το κλειδί από κάποιον περαστικό, για να βρεθώ ξανά ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα.


Στην αρχή παρακάλεσα με χαμηλή φωνή, μετά με δυνατή και τέλος φωνάζοντας, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία στην παράκλησή μου. Ο κόσμος περπατούσε βιαστικός, σαν να μην με έβλεπε, σαν να μην ήξερε πως η ελευθερία μου βρισκόταν στα χέρια του.

Ποτέ δεν υπέφερα τόσο. Η φυλακή μου, ιδανικό καταφύγιο άλλων εποχών, με είχε απομονώσει από τη ζωή. 


Ξαφνικά ακούστηκαν ακανόνιστα βήματα στα αριστερά του παραθύρου μου. Μια ηλικιωμένη πλησίασε αργά και σταμάτησε δίπλα στο κλειδί της φυλακής μου. 


Οι αισθήσεις μου ήταν τεταμένες σε σημείο έκρηξης. Είχε δει το κλειδί, αναμφιβόλως. Ακολούθησα το βλέμμα της… Φαντάσου να μην το καταλάβει και να εξαφανιστεί μαζί με το κλειδί για πάντα, σκέφτηκα.


‘Ε… ακούστε… εσείς… Το κλειδί είναι δικό μου…’ της φώναξα. Αν μου ανοίξετε, σας χαρίζω αυτό το μέρος… με ακούτε;’


Αλλά εκείνη δεν μ’ άκουγε.


Αργά αργά άπλωσε το χέρι της –όπως φοβόμουν- προς το κλειδί. 


Πριν φτάσει, όμως, να το αγγίξει, σκόνταψε κι έπεσε στον δρόμο χτυπώντας στο κεφάλι.

‘Βοήθεια’, φώναξε. ‘Δεν μπορώ να σηκωθώ’.


Κανείς δεν πήγαινε να τη βοηθήσει. Ο δρόμος ήταν έρημος.

‘Βοήθεια’ φώναξε. ‘Δεν μπορώ να σηκωθώ’.


Κανείς δεν πήγαινε να τη βοηθήσει. Ο δρόμος ήταν έρημος.

‘Βοήθεια!’ ικέτευσε με τρεμάμενη φωνή.


Μόνο εγώ μπορούσα να τη βοηθήσω. Δεν συγκρατήθηκα άλλο. Έτρεξα προς την πόρτα και, παρόλο που ήξερα πως η κλειδαριά μου ήταν απαραβίαστη, ρίχτηκα πάνω της με όλο το βάρος του σώματός μου.


Πριν καταλάβω τι συνέβαινε, βρέθηκα ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο.

Η πόρτα δεν είχε ποτέ κλειδωθεί!


Εγώ ήμουν που ποτέ δεν είχα προσπαθήσει να την ανοίξω. Είχα περιοριστεί να ζητάω βοήθεια απ’ έξω…


Τα βογγητά και οι αναστεναγμοί της ηλικιωμένης με επανέφεραν από τους συλλογισμούς μου. Πλησίασα και τη βοήθησα να σηκωθεί. Την έβαλα να καθίσει στα σκαλιά της φυλακής κι έτρεξα να της φέρω ένα ποτήρι νερό. 



Μόλις τελείωσα την περιποίηση των τραυμάτων της, η ηλικιωμένη ανέκτησε τις δυνάμεις της, με ευχαρίστησε φιλώντας μου τα χέρια κι έφυγε». (σελ. 258-260).  




Μπουκάι, Χόρχε. (2012). Βασίσου πάνω μου. Αθήνα: Opera.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου