Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Η συμβολική γλώσσα των παραμυθιών: Η Κοκκινοσκουφίτσα

 Με βάση τον Έριχ Φρομ

 

«Η Κοκκινοσκουφίτσα αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα των απόψεων του Φρόιντ, ενώ παράλληλα είναι μια παραλλαγή του θέματος της σύγκρουσης αρσενικού- θηλυκού που βρίσκουμε στην τριλογία του Οιδίποδα και στον μύθο της δημιουργίας» (σελ. 235).

 

Το γνωστό σε όλους παραμύθι: Η Κοκκινοσκουφίτσα και ο κακός ο λύκος, αναλύεται στη συνέχεια:

«Τα περισσότερα σημεία του συμβολισμού αυτού του παραμυθιού μπορούν να γίνουν εύκολα κατανοητά. Το μικρό σκουφάκι από κόκκινο βελούδο είναι ένα σύμβολο εμμηνόρυσης. Το μικρό κοριτσάκι που ακούμε τις περιπέτειές του έχει γίνει ώριμη γυναίκα και τώρα αντιμετωπίζει το σεξουαλικό πρόβλημα.

Η προειδοποίηση να μη βγει από το μονοπάτι για να μην πέσει και σπάσει το μπουκάλι είναι καθαρά μια προειδοποίηση ενάντια στον σεξουαλικό κίνδυνο και για να μην χάσει την παρθενιά της.

Βλέποντας το κορίτσι ο λύκος ανοίγει η όρεξή του και προσπαθεί να την πλανέψει κάνοντας να δει τριγύρω και να ακούσει πόσο γλυκά κελαηδούν τα πουλάκια. Η Κοκκινοσκουφίτσα σηκώνει τα μάτια της και ακολουθώντας την προτροπή του λύκου μπαίνει ολοένα και βαθύτερα στο δάσος. Αυτό το κάνει με κάποια χαρακτηριστική δικαιολογία: για να πείσει τον εαυτό της πως δεν κάνει τίποτα κακό, συλλογίζεται ότι η γιαγιά της θα χαρεί με τα λουλούδια που μπορεί να της πάει.

Αλλά αυτή η παρέκκλιση από τον ίσιο δρόμο της αρετής θα τιμωρηθεί αυστηρά. Ο λύκος, μασκαρεμένος σε γιαγιά, καταπίνει την αθώα Κοκκινοσκουφίτσα. Χόρτασε την πείνα του και πέφτει να κοιμηθεί.

Ως εδώ το παραμύθι φαίνεται να έχει ένα απλό ηθικοπλαστικό θέμα, τον κίνδυνο του σεξ. Δεν είναι όμως τόσο απλό. Ποιος είναι ο ρόλος του άνδρα και πώς παρουσιάζεται το σεξ;

Ο αρσενικός παρουσιάζεται σαν ένα ανελέητο πανούργο ζώο και η σεξουαλική πράξη σαν μια κανιβαλιστική πράξη, στην οποία το αρσενικό καταβροχθίζει το θηλυκό. Η άποψη αυτή δεν υποστηρίζεται από τις γυναίκες που τους αρέσουν οι άντρες και χαίρονται το σεξ. Είναι μια έκφραση ενός έντονου ανταγωνισμού ενάντια στους άντρες και το σεξ. Αλλά το μίσος και η προκατάληψη ενάντια στους άνδρες εκφράζονται πιο καθαρά στο τέλος της ιστορίας. Και εδώ πάλι, πρέπει να θυμηθούμε ότι η ανωτερότητα της γυναίκας βρίσκεται στην ικανότητά της να γεννάει παιδιά.

Πως τότε γελοιοποιείται ο λύκος; Δείχνοντας ότι αποπειράθηκε να παίξει τον ρόλο της γυναίκας που κυοφορεί, έχοντας ζωντανά όντα στην κοιλιά του. Η Κοκκινοσκουφίτσα βάζει πέτρες στην κοιλιά του, ένα σύμβολο στειρότητας, και ο λύκος γκρεμοτσακίζεται και πεθαίνει.

Η πράξη του, σύμφωνα με τον πρωτόγονο νόμο των αντίποινων, τιμωρείται ανάλογα με το έγκλημα του: Σκοτώνεται με πέτρες, το σύμβολο της στειρότητας, που λοιδορούν τον από μέρους του σφετερισμό του ρόλου της έγκυας γυναίκας.

Το παραμύθι αυτό, στο οποίο κύρια πρόσωπα είναι οι γυναίκες τριών γενεών (ο κυνηγός στο τέλος του το συμβατικό πρόσωπο του πατέρα χωρίς πραγματική βαρύτητα) μιλάει για τη σύγκρουση αρσενικού- θηλυκού. Πρόκειται για μία ιστορία θριάμβου των μίσανδρων γυναικών, που τελειώνουν με τη νίκη τους, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο με ότι συμβαίνει με τον μύθο του Οιδίποδα που επιτρέπει στον αρσενικό να βγει νικηφόρος από αυτή τη μάχη» (σελ. 235-240).

 

Πηγή:

Έριχ Φρομ. 1975. Η ξεχασμένη γλώσσα. Εκδόσεις Μπουκουμάνη.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Διαβάζοντας το βιβλίο του Φρομ: «Η ξεχασμένη γλώσσα»

«Μία εκπληκτική μελέτη που εξετάζει με διεισδυτικότητα ένα θέμα που απασχολεί την ανθρωπότητα από την προϊστορική εποχή, την παγκόσμια γλώσσα των ονείρων. Για τους ανθρώπους του παρελθόντος που ζήσανε στους μεγάλους πολιτισμούς της Ανατολής και της Δύσης, οι μύθοι και τα όνειρα ήταν οι πιο σημαντικοί τρόποι έκφρασης, για τούτο και η αδυναμία κατανόησής τους θα ισοδυναμούσε με αγραμματοσύνη.

 

Ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός -που τόνισε υπερβολικά την επιστήμη και τον ρεαλισμό- δεν έδωσε σημασία στις ονειρικές εμπειρίες. Έτσι μόνο τις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαίτερα με το έργο του Φρόιντ, οι άνθρωποι άρχισαν να συνειδητοποιούν τη σημασία των ονείρων.

Σε τούτο το καινούργιο βιβλίο ο Έριχ Φρομ παρουσιάζει μια ιστορία της ερμηνευτικής των ονείρων, εξετάζοντας πολλές περιπτώσεις της σύγχρονης ψυχαναλυτικής εργασίας που γίνεται με βάση τα όνειρα. Μελετώντας παράλληλα τον μύθο του Οιδίποδα και άλλους μύθους και παραμύθια σε αυτή την ανάλυση, ο Φρομ διαφέρει και από τον Φρόυντ και από τον Γιούνγκ συνδέοντας την ερμηνεία του με τη σύγχρονη ζωή, με τρόπο συναρπαστικό αλλά και πολύτιμο στη χρησιμότητά του.

Φρόυντ και Γιουνγκ

Ο ορισμός μου για το όνειρο σαν κάποιο είδος πνευματικής δραστηριότητας κάτω από την κατάσταση του ύπνου, μολονότι βασίζεται στη θεωρία του Φρόυντ για τα όνειρα, έρχεται με τη θεωρία αυτή σε οξύτατη αντίθεση από πολλές απόψεις. Η υπόθεσή μου είναι ότι τα όνειρα μπορεί να είναι η έκφραση των πιο ταπεινών και πιο παράλογων, αλλά και των υψηλότερων και πιο πολύτιμων λειτουργιών του πνεύματός μας. Ο Φρόυντ πιστεύει ότι τα όνειρα είναι πάντοτε και οπωσδήποτε η έκφραση του παράλογου μέρους της προσωπικότητάς μας. Παρακάτω θα προσπαθήσω να δείξω ότι στις τρεις αυτές θεωρίες (το όνειρο σαν αποκλειστικά παράλογη παραγωγή, σαν αποκλειστικά λογική παραγωγή ή σαν ούτε το ένα ούτε το άλλο) τις συναντάμε στην ιστορία της ερμηνευτικής των ονείρων από το μακρινό παρελθόν.

Έχοντας υπόψη ότι η ερμηνευτική των ονείρων του Φρόυντ είναι η αρχική, η πιο γνωστή και η πιο σημαντική συμβολή στη σύγχρονη επιστήμη της ερμηνευτικής των ονείρων, θα αρχίσω με την περιγραφή και την εξέταση της ερμηνευτικής του Φρόυντ πριν προχωρήσω στην τωρινή ιστορία των τριών αυτών θεωριών πριν από τον Φρόυντ.

Η ερμηνευτική των ονείρων του Φρόυντ βασίζεται στην ίδια αρχή που υπογραμμίζει ολόκληρη την ψυχολογική του θεωρία: την έννοια ότι μπορούμε να έχουμε τάσεις και αισθήματα και επιθυμίες που αποτελούν κίνητρα για τις πράξεις μας και που ωστόσο δεν έχουμε την επίγνωσή τους. Αποκαλούμε αυτές τις τάσεις σας ασυνείδητες και με αυτό είναι ότι όχι μόνο δεν έχουμε επίγνωση για αυτές, αλλά και ότι ένας πανίσχυρος ‘’έλεγχος’’ μας προστατεύει από το να αποκτήσουμε την επίγνωσή τους. Για έναν οποιοδήποτε αριθμό αιτιών, που ο σπουδαιότερος από αυτούς είναι ο φόβος μήπως χάσουμε την επιδοκιμασία γονιών και φίλων, απωθούμε τις επιθυμίες αυτές, που η επίγνωσή τους θα μας έκανε να νιώθουμε ένοχοι ή να φοβόμαστε την τιμωρία.

Ωστόσο, το να απωθούμε τις επιθυμίες αυτές από τη συνείδησή μας, δεν σημαίνει ότι παύουν να υπάρχουν. Στην πραγματικότητα, συνεχίζουν να υπάρχουν τόσο έντονα, που βρίσκουν έκφραση σε πολυάριθμες μορφές, αλλά με τέτοιο τρόπο, που δεν αντιλαμβανόμαστε ότι έχουν τρυπώσει από την πίσω πόρτα. Το συνειδησιακό μας σύστημα πιστεύει ότι έχει ξεφορτωθεί τα τέτοια ανεπιθύμητα αισθήματα και επιθυμίες και τρομοκρατείται με την ιδέα ότι μπορεί να βρίσκονται μέσα μας. Έτσι, όταν πραγματικά επανεμφανίζονται και δείχνουν την παρουσία τους, είναι παραμορφωμένα και μασκαρεμένα σε τέτοια έκταση που η συνειδητή μας νόηση δεν είναι σε θέση να τα αναγνωρίσει» (σελ. 56-57).

 

Πηγή:

Έριχ Φρομ. 1975. Η ξεχασμένη γλώσσα. Εκδόσεις Μπουκουμάνη.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

 

Η καλοσύνη κατά τον Μέγγιο

Φαντάσου για μια στιγμή ότι περπατάς σε ένα χωράφι όπου παίζουν κάποια παιδιά. Ξαφνικά ακούς ένα ουρλιαχτό. Ένα αγόρι εξαφανίστηκε, καθώς γλίστρησε σε ένα εγκαταλειμμένο πηγάδι. Τώρα κρέμεται από την άκρη προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατηθεί για να μην πέσει μέσα.

Δίχως να διστάσεις τρέχεις για να σώσεις το παιδί, το φτάνεις και το σέρνεις έξω.

«Ο Μέγγιος χρησιμοποίησε την παραβολή του παιδιού στο πηγάδι για να τονίσει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια δυνατότητα να γίνουν καλοί. Γνωρίζουμε ότι αυτό ισχύει, έλεγε, επειδή δεν υπάρχει πουθενά ούτε ένας άνθρωπος που δεν θα έτρεχε αμέσως να βοηθήσει αυτό το παιδί. Και ο λόγος για τον οποίο θα το έκανε δεν θα ήταν για την αναγνώριση, για τις αμοιβές ή για τον έπαινο και την ευγνωμοσύνη των γονιών του παιδιού. Θα ήταν μια αυθόρμητη αντίδραση που θα είχε ο καθένας οπουδήποτε και θα πήγαζε από μια αγνή επιθυμία απλά να σώσει το παιδί.

Ο Μέγγιος θεωρούσε ότι «η τάση της ανθρώπινης φύσης είναι προς την καλοσύνη, όπως η τάση του νερού είναι να κυλάει προς τα κάτω. Όπως δεν υπάρχει νερό που κυλάει προς τα κάτω, δεν υπάρχουν και άνθρωποι που δεν διαθέτουν καλοσύνη».

Αλλά η καλοσύνη αυτή υπάρχει δυνάμει. Η ανθρώπινη φύση είναι δυνητικά καλή αλλά μπορεί να χαθεί, να στρεβλωθεί, να αλλοιωθεί από αυτά που συναντά» (σελ. 104-105).

Ο Μέγγιος ήθελε οι άνθρωποι να κατανοούν βαθιά μέσα τους το αίσθημα της καλοσύνης, ώστε να κατανοούν το πώς να γίνουν καλοί. Πώς είναι να νιώθει κανείς σωματικά το να είναι καλός; Τι κάνει κανείς σε καθημερινή βάση για να αποκτήσει αυτό το αίσθημα;

Για να απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις, ο Μέγγιος δίδασκε ότι η αρχική καλοσύνη μας είναι όπως οι μικροί βλαστοί. Όλοι οι βλαστοί έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν σε κάτι μεγαλύτερο. Η προϋπόθεση όμως είναι να καλλιεργηθούν καταλλήλως σε έναν θρεπτικό περιβάλλον.

Παρομοίως, ο καθένας μας έχει μέσα του καλοσύνη στα αρχικά της στάδια και έτσι, ο καθένας ξεκινά τη ζωή του εξίσου προικισμένος με τη δυνατότητα να γίνει ένας σοφός που είναι ικανός να δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου όλοι θα ευδοκιμήσουν.

Αλλά έχουμε την τάση είτε να παραμελούμε τους βλαστούς μας, ξεχνώντας να τους ποτίσουμε ή να τους θρέψουμε, είτε να λειτουργούμε με υπερβολικό ζήλο: τους αρπάζουμε και τους τραβάμε για να τους κάνουμε να μεγαλώσουν. Όχι μόνο διαταράσσουμε τη φυσική καλοσύνη μας, αλλά γινόμαστε επίσης δυστυχισμένοι και υποτασσόμαστε εύκολα στα χειρότερα ένστικτά μας, όπως η ζήλια, ο θυμός και η μνησικακία.

Έτσι όμως βλάπτουμε τόσο τη δική μας ανθρώπινη φύση όσο και τους γύρω μας. Με το να εκδηλώνουμε το χειρότερο που έχουμε μέσα μας, βγάζουμε από τους άλλους τη χειρότερη πλευρά του εαυτού τους και τους κάνουμε να σκοτώνουν και εκείνοι τους δικούς τους βλαστούς. Οι περισσότεροι αποτυγχάνουμε να πραγματώσουμε τη δυνατότητά μας, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο να συμβαίνει» (σελ. 105-106).

 

Πώς σχετίζεται η καλοσύνη με την λήψη λογικών αποφάσεων;

«Εξωτερικεύουμε τις μεγάλες δυνατότητες που διαθέτει η ανθρώπινη φύση, όταν τελειοποιούμε τις συναισθηματικές αποκρίσεις μας. Καλλιεργώντας συνεχώς τον εαυτό μας μέσα από τις αλληλεπιδράσεις μας με τους άλλους και δουλεύοντας συνεχώς για να θρέψουμε τους βλαστούς της καλοσύνης οδηγούμαστε τελικά στο να κατανοούμε πως να παίρνουμε τη σωστή ηθική απόφαση σε κάθε δεδομένη κατάσταση» (σελ. 107).

Μια μεγγιανή προσέγγιση ως προς την ενοποίηση της γνωστικής και συναισθηματικής πλευράς σου θα ήταν να προσέξεις τις συναισθηματικές αποκρίσεις σου και μετά να προσπαθήσεις να τις αλλάξει προς το καλύτερο, να χρησιμοποιήσεις τον νου σου για να καλλιεργήσεις τα συναισθήματά σου και να αποκτήσεις συνείδηση του τι πυροδοτεί τα συναισθήματά σου και τις αντιδράσεις σου σε καθημερινή βάση.

Ποιες είναι οι συνήθειες που έχουν σχηματιστεί, οι εδραιωμένες αφηγήσεις μέσα από τις οποίες αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο;» (σελ. 109).

Η καλλιέργεια της καρδιάς-νου είναι μια πράξη που κατευθύνεται προς τα έξω και έχει ως σκοπό όχι να μας αποκόψει από τον κόσμο, αλλά να μας εμπλέξει βαθύτερα σε αυτόν, έτσι ώστε να μπορούμε να βελτιώσουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας μέσα από κάθε αλληλεπίδραση. Έχει να κάνει και με το να εστιάζουμε την προσοχή μας, όχι όπως το κάνουμε με βάση την έννοια της ενσυνείδησης, αλλά με μια κομφουκιανή έννοια.

[…] Η ζωή γίνεται μια σειρά από ανεπεξέργαστες αποκρίσεις που έχουν μετατραπεί σε μοτίβα, τα οποία συχνά καταλήγουν να γίνουν αρνητικά. Πολλά από όσα εκλαμβάνουμε συχνά ως συνειδητές αποφάσεις είναι απλώς αναπαραγωγή παλιών μοτίβων συμπεριφοράς.

Εάν καλλιεργήσουμε τα συναισθήματά μας, με την πάροδο του χρόνου και με την εμπειρία που αποκτούμε μπορούμε να μάθουμε να αισθανόμαστε τις προδιαθέσεις των άλλων με μεγαλύτερη ακρίβεια, να εκτιμούμε τι συμβαίνει πραγματικά σε μια συγκεκριμένη κατάσταση και να δουλεύουμε για να αλλάξουμε το αποτέλεσμα. […] Μπορούμε να εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας για να έχουμε πάντα συνείδηση αυτών των περιπλοκών και να γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε για να τις αλλάξουμε.

«Η εκπαίδευση της καρδιάς-νου σημαίνει τελειοποίηση της κρίσης μας. Το να βλέπουμε τη μεγαλύτερη εικόνα, να κατανοούμε τι πραγματικά κρύβεται πίσω από τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου και να θυμόμαστε ότι διαφορετικά συναισθήματα, όπως η αγωνία, ο φόβος, ή η χαρά θα φέρουν προς τα έξω διαφορετικές πλευρές των ανθρώπων που έχουμε την τάση να τους θεωρούμε άκαμπτους. Η αίσθηση του ορθού πράττειν γίνεται μια πιο πολύπλοκη και αναπτυγμένη μορφή του ενστίκτου εκείνου που θα σε ωθούσε να σώσεις ένα παιδί που κινδυνεύει να πέσει σε ένα πηγάδι. Όπως δεν θα χρειαζόταν να αναρωτηθείς συνειδητά τι πρέπει να κάνεις για ένα παιδί που βρίσκεται σε κίνδυνο, έτσι δεν θα χρειαζόταν να αναρωτηθείς πώς να κινηθείς στις καθημερινές συναναστροφές σου, εάν είχες καλλιεργήσει την καρδιά νου» (σελ. 113).

 

«Θυμήσου ότι αυτός που νομίζεις ότι είσαι και ειδικά αυτό που νομίζεις ότι είσαι εσύ όταν παίρνεις αποφάσεις είναι απλά ένα σύνολο μοτίβων συμπεριφοράς στα οποία έχεις προσκολληθεί. Όπως μπορείς να γίνεις ένας απαισιόδοξος άνθρωπος απλά επειδή θεωρείς τον εαυτό σου απαισιόδοξο, έτσι μπορείς να παίρνεις αποφάσεις που διαμορφώνουν το ποιος γίνεσαι ακριβώς επειδή νομίζεις ότι αντικατοπτρίζουν το ποιος είσαι. Μόλις όμως το κάνεις αυτό, περιορίζεσαι προτού ακόμα ξεκινήσεις» (σελ. 114).

 

Πηγή:

Μάικλ Πιούετ & Κριστίν Γκρος-Λο. 2024. Το Μονοπάτι. Διδάγματα της κινεζικής φιλοσοφίας για μια καλύτερη ζωή. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Περί αποφάσεων

Μέγγιος

 

«Το πώς ζούμε και λαμβάνουμε αποφάσεις εξαρτάται κατά βάση από το εάν πιστεύουμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο συνεκτικό και σταθερό ή σε έναν κόσμο απρόβλεπτο και ασταθή.

Πώς μπορούμε όμως να ζούμε μια καλή ζωή αν παραιτηθούμε από την ιδέα ότι ο κόσμος έχει μια τάξη και είναι δίκαιος και ότι πετυχαίνουμε στη ζωή μας όταν την χαρτογραφούμε; Πώς μπορούμε να κάνουμε σχέδια για οτιδήποτε, να αποφασίζουμε για οτιδήποτε, εάν ζούμε σε έναν απρόβλεπτο κόσμο;» (σελ. 96).

 

Συνεκτικοί και απρόβλεπτοι κόσμοι

«Όταν κάνουμε σχέδια για το μέλλον, έχουμε την τάση να υποθέτουμε ότι το μέλλον είναι προβλέψιμο. Φυσικά, στα λόγια δεχόμαστε ότι η ζωή μπορεί να αλλάξει, ανά πάσα στιγμή και ότι τίποτα δεν είναι βέβαιο. Παρόλα αυτά, εκπλησσόμαστε όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως περιμέναμε. Και αυτό γιατί όσον αφορά το πώς ζούμε τη ζωή μας, συμπεριφερόμαστε συνήθως ωσάν να υπήρχαν ορισμένοι σταθεροί παράγοντες στους οποίους μπορούμε να βασιστούμε, σε έναν κόσμο που είναι συνεκτικός και αυτή η παραδοχή επηρεάζει τις αποφάσεις μας» (σελ. 97).

Ο Μέγγιος θεωρούσε ότι ο κόσμος είναι απρόβλεπτος. Πίστευε ότι η σκληρή δουλειά δεν οδηγεί απαραίτητα στην ευημερία και οι κακές πράξεις δεν τιμωρούνται σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αναγκαίο. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις για τίποτα, ο κόσμος δεν διαθέτει καμία σταθερή πρωταρχική συνοχή στην οποία θα μπορούσε κανείς να βασιστεί. Ο Μέγγιος πίστευε ότι ο κόσμος είναι θρυμματισμένος και βρίσκεται σε μια αιώνια αταξία που απαιτεί συνεχή εργασία. Και μόνο όταν κατανοήσουμε ότι τίποτα δεν είναι σταθερό θα μπορούμε να πάρουμε αποφάσεις και να ζήσουμε τη ζωή μας με τη μεγαλύτερη ευρύτητα (σελ. 99).

Ο ίδιος «πίστευε ότι μόνο τότε μπορεί κανείς να γίνει ηθικός, όταν δεν σκέφτεται ότι υπάρχει κάποιο συνεκτικό σύστημα ανταμοιβών και τιμωριών. Εντέλει, εάν πιστεύεις ότι υπάρχει ένα τέτοιο σύστημα, δεν θα προσπαθείς να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, αλλά θα πράττεις με τέτοιο τρόπο που θα σου προσφέρει οφέλη για τον εαυτό σου. Το μεγάλο κοινωνικό όραμα του Μο Τζι για τη δημιουργία ενός τέλειου κόσμου καθολικής μέριμνας θα οδηγούσε, παραδόξως, σε έναν κόσμο γεμάτο από εγωιστές που σκέφτονται μόνο το συμφέρον τους» (σελ. 100).

«Ο Μέγγιος φοβόταν ότι οι προσπάθειες να διαμορφωθεί η ανθρώπινη συμπεριφορά με έναν τέτοιο υπολογιστικό τρόπο θα είχαν ως συνέπεια να αποκοπεί το γνωστικό από το συναισθηματικό μέρος μας.

Από μια ρεαλιστική σκοπιά, πώς θα μπορούσαμε πότε να αγαπάμε το παιδί ενός άγνωστου όσο αγαπάμε το δικό μας; Φυσικά, το να αφαιρέσουμε τα συναισθήματα από την εξίσωση ήταν ακριβώς η θέση του Μο Τζι: Η νόηση θα πρέπει να μας επιτρέψει να αποφασίσουμε ορθολογικά τι είναι καλό και τι όχι, μακριά από καπρίτσια και επιθυμίες. Αλλά ο Μέγγιος πίστευε ότι αυτό που ξεχωρίζει τους καλούς ανθρώπους από τους άλλους είναι ότι δεν έχουν χάσει την επαφή με τη συναισθηματική τους πλευρά. Αντιθέτως, διατηρούν τις συναισθηματικές αποκρίσεις τους και τις καλλιεργούν εντατικά και με προσοχή. Και με τον τρόπο αυτό γνωρίζουν τι είναι σωστό να πράξει κανείς σε κάθε περίσταση- ποια είναι η σωστή απόφαση που πρέπει να ληφθεί.

[…] Οι περισσότεροι, όπως ο Μο Τζι θεωρούμε τον κόσμο συνεκτικό. Ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν πάνε πάντα με βάση το σχέδιο, αλλά έχουμε την τάση να υποθέτουμε πως υπάρχει ένας γενικός τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος. Αν δουλέψεις σκληρά θα τα πας καλά στο σχολείο. Εάν λάβεις καλή εκπαίδευση, θα βρεις μια δουλειά που θα σε ευχαριστεί. Αν παντρευτείς τον έρωτα της ζωής σου, θα ζήσεις μια παραμυθένια ζωή» (σελ. 100-101).

«Μπορούμε συνεχώς να βελτιώνουμε τη συναισθηματική αντίληψή μας με τέτοιο τρόπο που να συντονίζεται με τη νόησή μας, ώστε να παίρνουμε αποφάσεις που διανοίγουν το μέλλον, αντί να το περιορίζουν. Δεν ζούμε σε ένα αμετάβλητο κόσμο και για τον λόγο αυτό το τελευταίο πράγμα που θα πρέπει να κάνουμε είναι να αγνοούμε τα συναισθήματα. Αυτά μας επιτρέπουν να συλλαμβάνουμε όλες τις αποχρώσεις μιας κατάστασης και να βρίσκουμε τον δρόμο μας, όποιο και αν ήταν το σημείο εκκίνησης. […]

Ο μόνος τρόπος για να έχουμε πλήρη επίγνωση της πολυπλοκότητας των καταστάσεων είναι να καλλιεργήσουμε την ικανότητά μας να κατανοούμε το πώς οι πράξεις μας είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε θετικές τροχιές και πίστευε πως όλοι έχουμε γεννηθεί με τη δυνατότητα να το κάνουμε- με τη δυνατότητα για καλοσύνη» (σελ. 102-104).

 

Πηγή:

Μάικλ Πιούετ & Κριστίν Γκρος-Λο. 2024. Το Μονοπάτι. Διδάγματα της κινεζικής φιλοσοφίας για μια καλύτερη ζωή. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

 

Πώς να βοηθήσετε τα παιδιά να αντιμετωπίσουν τον θάνατο και τη θλίψη;

Προσεγγίστε το θέμα ήπια, με αλήθεια και με συμπόνια...

 



Όταν συζητάμε για τον θάνατο με παιδιά είναι καλύτερο να λέμε την αλήθεια- όχι όλες τις λεπτομέρειες, αλλά τα βασικά, καθώς οι ευφημισμοί μπορούν να τα μπερδέψουν. Οι πιο συνηθισμένες αντιδράσεις που έχουν τα παιδιά μετά τον θάνατο είναι τα όνειρα που βλέπουν με τον νεκρό και η αδυναμία συγκέντρωσης.

Ο θάνατος και η θλίψη είναι καθολικές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Ακόμα κι έτσι, οι περισσότεροι από εμάς κινούμαστε προς μία από δύο διαφορετικές κατευθύνσεις: να το προσεγγίσουμε, να το αντιμετωπίσουμε, να το επεξεργαστούμε και να δουλέψουμε πάνω σε αυτό ή να το αποφύγουμε, να το αρνηθούμε και να προσπαθήσουμε να το καλύψουμε.

Η αποφυγή είναι απαραίτητη για να μην κατακλυζόμαστε από αρνητικά συναισθήματα, αλλά αυτό θα πρέπει να γίνεται παροδικά, σαν μικρά διαλείμματα από την κατάσταση της θλίψης. Όμως, και η προσέγγιση της θλίψης είναι απαραίτητη για να φτάσουμε στην αποδοχή. Η κατεύθυνση προς την κατά μέτωπο αντιμετώπιση του πένθους είναι πιο δύσκολη όταν πρόκειται να μιλήσουμε με παιδιά για έναν θάνατο που έχει συμβεί.  

Τι θα μπορούσαμε να πούμε σε ένα 4χρονο ή 5χρονο που πέθανε η μητέρα του ή κάποιο αδερφάκι του; Ότι πήγε ταξίδι, ότι κοιμάται συνέχεια, ότι βρίσκεται σε κάποιο νοσοκομείο, ότι πήγε για δουλειά κάπου αλλού; Δηλαδή ότι επέλεξε να τον εγκαταλείψει ή ότι κοιμήθηκε και παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση; Πόσο ανακουφιστικό μπορεί να είναι αυτό για ένα παιδί;

Η θλίψη δεν είναι ένα θετικό συναίσθημα και το παιδί που νιώθει θλίψη δεν θα είναι καλά. Είναι όμως προτιμότερο να περάσει αυτή την κατάσταση θλίψης παρά να παραμείνει σε μια ασαφή και μη πραγματική κατάσταση.

Τα παιδιά θα θέλουν να μάθουν για λεπτομέρειες που αφορούν το σώμα, καθώς δεν μπορούν να καταλάβουν τι συμβαίνει με το σώμα μετά τον θάνατο.

‘’Τι θα νιώσει ή τι θα φάει ο νεκρός κάτω από τη γη;’’.

Να είστε σαφείς, απλοί και ειλικρινείς με τις απαντήσεις σας.

«Το σώμα όταν πεθάνει δεν εργάζεται πια. Δεν κινείται, δεν ακούει, δεν αναπνέει, ούτε κοιμάται. Απλώς έχουν όλα σταματήσει. Δεν πονά καθόλου. Ούτε αισθάνεται».

Μία ακόμη ερώτηση που έρχεται αυθόρμητα στα παιδιά είναι:

«Εσύ θα πεθάνεις; Εγώ θα πεθάνω;»

Δεν μπορούμε να προστατεύσουμε τα παιδιά από αυτές τις σκληρές αλήθειες, αλλά μπορούμε να τα απαλύνουμε με τη συμπόνια και τη στοργή μας.

Να πάμε τα παιδιά στην κηδεία;

Υπάρχουν παιδιά που έχουν παράπονο γιατί οι γονείς δεν τα άφησαν να πάνε σε μια κηδεία και υπάρχουν παιδιά που παραπονιούνται ότι οι γονείς τα υποχρέωσαν να παραβρεθούν σε μια κηδεία. Οπότε δεν υπάρχει μια απάντηση στο τι είναι καλό να κάνουν οι γονείς. Αυτό που μπορούν να κάνουν είναι να ενημερώσουν το παιδί με ειλικρίνεια και να το ρωτήσουν αν επιθυμεί να πάει ή όχι στην κηδεία, οπότε ρωτούν τα παιδιά και τα αφήνουν να αποφασίσουν. Αν το παιδί αποφασίσει ότι θέλει να πάει στην κηδεία θα  πρέπει να υπάρχει κοντά του ένας ενήλικας που θα ασχολείται αποκλειστικά με τις ανάγκες του παιδιού.

Εκτός από την τελετή, θα μπορούσαμε και στο σπίτι να προσφέρουμε κάποιους τρόπους για να τιμήσουμε ή να θυμηθούμε το νεκρό άτομο, όπως να ανάψουμε ένα κερί, να φτιάξουμε ένα λεύκωμα, να ξεφυλλίσουμε τις φωτογραφία ή να γράψουμε μια κάρτα ή να πούμε μια ιστορία για το νεκρό.

 

Συχνές αντιδράσεις των παιδιών μετά τον θάνατο:

Αναδιήγηση γεγονότων θανάτου ή κηδείας.

Όνειρα με τον νεκρό.

Παλινδρόμηση σε συμπεριφορές μικρότερης ηλικίας, όπως να κοιμάται με γονείς, να βρέχει το κρεβάτι του, να πίνει γάλα με το μπουκάλι.

Αναζήτηση φίλων που έχουν βιώσει παρόμοια απώλεια.

Υπερβολική ανησυχία για τη δική τους υγεία ή για την ασφάλεια των γονιών τους.

Απουσία συγκέντρωσης στην εργασία για το σπίτι ή στην τάξη.

Αίσθημα ότι ο νεκρός είναι μαζί τους κατά κάποιο τρόπο.

Καμία αντίδραση ή να φαίνεται ότι δεν αισθάνεται κάτι για την απώλεια.

 

Σε πρακτικό επίπεδο τι μπορούμε να κάνουμε για το παιδί που πενθεί;

Είναι σημαντικό να αφιερώνουμε χρόνο στο παιδί, να του δίνουμε τη δυνατότητα να μας μιλήσει όταν θέλει και για όσα επιθυμεί, να είμαστε δίπλα στο παιδί. Δεν χρειάζονται πολλές ερωτήσεις, είναι προτιμότερο να ξεκινάμε συζητήσεις για να γνωρίζει ότι δεν υπάρχουν θέματα- ταμπού και όσα σκέφτεται μπορεί να τα μοιραστεί μαζί μας. Θα πρέπει να ακούμε περισσότερο από όσο μιλάμε: για να ακούσουμε όμως θα πρέπει να ακολουθήσουμε τους ρυθμούς του παιδιού, να περιμένουμε όταν το παιδί θέλει να μας μιλήσει, αρκεί να ξέρει ότι εμείς είμαστε εκεί και ό,τι θέλει μπορεί να το μοιραστεί μαζί μας.

Όταν το παιδί επιλέγει να μοιραστεί κάτι μαζί μας δεν το σχολιάζουμε, δεν το αποδοκιμάζουμε και δεν το κρίνουμε. Δε θα βοηθήσει σε κάτι να του πούμε: μην σκέφτεσαι έτσι, μην νιώθεις έτσι. Σκέψου θετικά: δεν μπορεί να σκεφθεί θετικά εφόσον βιώνει μια απώλεια και δεν μπορεί να προσποιηθεί ότι όλα είναι καλά στη ζωή του. Μπορούμε να του πούμε ότι είναι λογικό να κλαίει, να νιώθει στεναχώρια, να χάνεται σε αναμνήσεις. Δεν χρειάζεται βιασύνη, ούτε πίεση, ο κάθε άνθρωπος βιώνει με τον δικό του τρόπο την απώλεια. Δεν αποτρέπουμε το παιδί από το να κάνει ερωτήσεις, δεν αποφεύγουμε να απαντήσουμε, δεν του δίνουμε το μήνυμα ότι μας ενοχλεί ή ότι μας φέρνει σε δύσκολη θέση.

 

Πηγή:

https://www.psychologytoday.com/intl/blog/playful-parenting/202301/how-to-help-children-cope-with-death-and-grief. How to Help Children Cope With Death and Grief. Approach the topic gently, with truth and compassion.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.