Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Διαβάζοντας το βιβλίο: Τεχνικές γνωστικής θεραπείας

Του Robert L. Leahy

Ένας οδηγός για τον επαγγελματία

 

Διαβάζοντας το βιβλίο: Τεχνικές γνωστικής θεραπείας

«Αυτό το σπουδαίο και μοναδικό βιβλίο έχει προσφέρει σε πολλές δεκάδες χιλιάδες επαγγελματίες έναν πλούτο τεκμηριωμένων εργαλείων για τη μεγιστοποίηση της δύναμης της γνωστικής θεραπείας και την προσαρμογή της στον εκάστοτε θεραπευόμενο. Ο κορυφαίος στο είδος του, Robert Leahy περιγράφει τρόπους που μπορούν να βοηθήσουν τους θεραπευόμενους να εντοπίσουν και να τροποποιήσουν τις προβληματικές σκέψεις τους, τις πυρηνικές πεποιθήσεις τους, καθώς και τα πρότυπα της ανήσυχης σκέψης, της αυτοκριτικής και της αναζήτησης αποδοχής. Τους βοηθά επίσης να αξιολογήσουν τα προσωπικά τους σχήματα, να αντιμετωπίσουν τα επώδυνα συναισθήματα και να αναλάβουν δράση για την επίτευξη των στόχων τους.

Τέλος, είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι κάθε τεχνική συνοδεύεται από παραδείγματα περιπτώσεων και αποσπάσματα διαλόγων. Στην έκδοση περιλαμβάνονται: σημαντικός αριθμός επιπρόσθετων τεχνικών και εργαλείων, καθώς και 123 χρηστικά έντυπα, κεφάλαια πάνω στα προβλήματα λήψης αποφάσεων, τις ψυχαναγκαστικές σκέψεις και τη διαχείριση θυμού. Η πιο πρόσφατη θεωρία και έρευνα, καθώς και οι πρωτοποριακές τεχνικές που προέρχονται από Θεραπεία Αποδοχής και Δέσμευσης, τη Συμπεριφορική Ενεργοποίηση, τη Διαλεκτική Συμπεριφορική Θεραπεία, τη Θεραπεία Συναισθηματικών Σχημάτων και τη Μεταγνωστική Θεραπεία» (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).

 

Τροποποίηση της ανάγκης για αποδοχή

Ένα βασικό στοιχείο της κατάθλιψης και του άγχους είναι η υπερβολική ανάγκη για αποδοχή/ έγκριση. Το άτομο που έχει υπερβολική ανάγκη για αποδοχή είναι πιθανό να εμφανίζει ένα πλήρες φάσμα αυτόματων διαστρεβλώσεων στη σκέψη. Σε αυτές περιλαμβάνονται το διάβασμα της σκέψης (πιστεύει ότι είμαι βαρετός), η προσωποποίηση (χασμουρήθηκε, επειδή είμαι για τα μπάζα), η καταστροφοποίηση (είναι απαίσιο όταν οι άλλοι δε με συμπαθούν), η πρόβλεψη του μέλλοντος (θα με απορρίψουν), η υπεργενίκευση (αυτό μου συμβαίνει συνέχεια), η ετικετοποίηση (είμαι βαρετός) και άλλες σκέψεις.

Επιπλέον, το άτομο μπορεί να έχει υπό όρους κανόνες οι παραδοχές, όπως οι ακόλουθες: πρέπει συνεχώς να διατηρούν το ενδιαφέρον των άλλων, πρέπει να έχω συνεχώς την αποδοχή των άλλων, αν οι άλλοι δεν με συμπαθούν, τότε σίγουρα έχω κάποιο ελάττωμα, δεν μπορείς να απολαύσει τη ζωή αν δεν αρέσεις σε όλους και αν κάποιος δεν σε συμπαθεί, τότε πρέπει να τον αποφεύγεις.

Επιπλέον, αυτές οι παραδοχές και σκέψεις συχνά σχετίζονται με βασικά προσωπικά σχήματα, όπως η θεώρηση του εαυτού ως ελαττωματικού, ανίκανου ή ανίκανου να λειτουργήσει ανεξάρτητα. Ο κλινικός θεραπευτής θα πρέπει επίσης να αξιολογήσει πιθανές προβληματικές στρατηγικές αντιμετώπισης, όπως είναι η ανήσυχη σκέψη, ο μηρυκασμός, η αποφυγή, η διαφυγή, η αναζήτηση διαβεβαιώσεων και η κατάχρηση αλκοόλ ή ουσιών για τη μείωση του κατάσταση άκου άγχους.

Ο Beck πρότεινε ότι μία διάσταση της προσωπικότητας που σχετίζεται με την ευαλωτότητα στην κατάθλιψη είναι η κοινωνιοτροπία, η οποία χαρακτηρίζεται από υπερβολική ανησυχία για ότι απειλεί τη σταθερότητα ή την ασφάλεια μιας σχέσης. Η διάσταση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την αυτονομία, η οποία χαρακτηρίζεται από ανησυχίες για την επίτευξη ή την επίδοση, οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τις διαπροσωπικές σχέσεις. Και τα δύο στυλ, όταν φτάνουν στα άκρα, αποτελούν ευαλωτότητες, με την κοινωνιοτροπία να ενεργοποιείται από την απώλεια ή την απειλή μιας σχέσης, ενώ τα ζητήματα αυτονομίας να ενεργοποιούνται από απειλές στα επιτεύγματα ή την ατομική λειτουργία ή απώλεια αυτών.

Ο κλινικός θεραπευτής θα πρέπει να αξιολογήσει τον βαθμό που οι γενικές κοινωνιότροπες τάσεις ενδέχεται να βρίσκονται πίσω από το σύνολο των προβλημάτων που θεραπευόμενου. Για παράδειγμα, οι κοινωνιοτρόποι θεραπευόμενοι είναι πιθανό να σημειώσουν υψηλότερη βαθμολογία στις μετρήσεις, της εξαρτημένης και της αποφευκτικής προσωπικότητας και μπορεί συχνά να εμφανίζουν οριακά ή μεταιχμιακά χαρακτηριστικά, στους οποίους οι απειλές σε μια σχέση μπορεί να πυροδοτήσουν προβληματική απορρύθμιση.

Τα ζητήματα κοινωνιοτροπίας συνήθως αποτελούν τη βάση της διαταραχής κοινωνικού άγχους και μπορεί να ευθύνονται για υπερβολικές προσπάθειες ανίχνευσης απειλών, απόσυρση, υποταγή και κοινωνική αποφυγή. Επομένως, η ανάγκη για έγκριση μπορεί να θεωρηθεί μόνο μέρος μιας πιο σύνθετης διατύπωσης περίπτωσης» (σελ. 563-564).

 

Πηγή:

Robert Leahy. 2023. Τεχνικές γνωστικής θεραπείας. Ένας οδηγός για τον επαγγελματία. University Press.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

 

Διαβάζοντας το βιβλίο: Η Αφροδίτη με τζην

«Για γενιές ολόκληρες οι μητέρες και οι κόρες τους προσπαθούν να πουν αυτά που πρέπει, ή μερικές φορές δεν λένε απολύτως τίποτα, όταν έρθει η ώρα να συζητήσουν για την αγάπη και το σεξ.

Το βιβλίο αυτό προσφέρει βοήθεια στις μητέρες που τα χάνουν μπροστά σε ερωτήσεις όπως: ‘’μαμά τι είναι το γαλλικό φιλί’’; Κάθε μητέρα νιώθει άγχος, μόλις η κόρη της αρχίσει να ενδιαφέρεται για τα αγόρια.

 

Σε αυτές τις σελίδες η Nathalie Bartle, με την πολύχρονη επιστημονική της εμπειρία, την απλότητα, την καθαρή της σκέψης και το χιούμορ της καταπιάνεται με μερικά από τα πιο δύσκολα θέματα της σεξουαλικής εκπαίδευσης.

Τι ξέρουν τα κορίτσια μας για το σεξ;

Πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να αρχίσουμε να μιλάμε μαζί τους για αυτό το θέμα;

Με ποιον τρόπο θα ανοίξουμε τέτοιες συζητήσεις;

Σήμερα οι έφηβοι δέχονται μεγάλη πίεση να γίνουν σεξουαλικά δραστήριοι. Στην ηλικία των 19, περισσότερα από το 50% των κοριτσιών στις ΗΠΑ έχουν ήδη σεξουαλικές σχέσεις. Διαφήμιση, περιοδικά, κινηματογράφος, τηλεόραση μέχρι και το Ίντερνετ μας κατακλύζουν καθημερινά με παραστάσεις που έχουν σχέση με το σεξ. Οι γονείς πιστεύουν ότι τα παιδιά τους σήμερα έχουν αρκετές γνώσεις πάνω σε αυτό το θέμα.

Οι έρευνες όμως έδειξα ότι οι γνώσεις τους, στη μεγάλη πλειοψηφία των εφήβων, είναι δυστυχώς ανακριβείς. Πολλές κοπέλες πιστεύουν ότι το AIDS είναι το μόνο σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα. Άλλες νομίζουν ότι δεν μπορούν να μείνουν έγκυες την πρώτη φορά. Και βέβαια η ευθύνη για τη σωστή ενημέρωση των εφήβων ανήκει στους γονείς και στους κοινωνικούς φορείς που προσφέρουν πληροφορίες και συμβουλές» (από το οπισθόφυλλο).

 

Τα μικρά κορίτσια γίνονται νεαρές Αφροδίτες

«Λίγο πριν κλείσει η κόρη μου τα έντεκα, η οικογένειά μας μετακόμισε από το Νιούτον της Μασαχουσέτης στο Γκάλβεστον του Τέξας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να πάει η Κατερίνα στην έκτη τάξη ενός άλλου σχολείου, που ήταν πολύ διαφορετικό από το μικρό, γνώριμο δημοτικό σχολείο της παλιάς γειτονιάς μας. Όταν φτάσαμε με τ’ αυτοκίνητο στο καινούριο της σχολείο, την πρώτη μέρα, έμεινα κατάπληκτη όταν είδα πόσο μεγάλοι φαίνονταν οι μαθητές εκεί. Θυμάμαι ότι σκέφτηκα πως όλα τα κορίτσια φαίνονταν πολύ ώριμα σωματικά-  σίγουρα πολύ πιο ώριμα από το εντεκάχρονο κοριτσάκι μου, που φορούσε την αγαπημένη της τζιν καμπάνα και ίσια παπούτσια.

Τις δύο πρώτες εβδομάδες, η Κατερίνα έκλαιγε σχεδόν κάθε πρωί, παρακαλώντας να μην πάει σχολείο και μερικές φορές κάνοντας εμετό.  Συναντηθήκαμε με τους συμβούλους και τον διευθυντή του σχολείου, για να βρούμε τρόπους να τη στηρίξουμε ψυχολογικά και να τη βοηθήσουμε να νιώσει πιο άνετα. Είπε πως την τρόμαζαν οι μετακινήσεις από αίθουσα σε αίθουσα μεταξύ των μαθημάτων και ότι φοβόταν πως δεν θα κατάφερνε να βρει τη σωστή αίθουσα πριν χτυπήσει το κουδούνι. Και πώς ίσως χρειαζόταν να πάει στην τουαλέτα και να αργούσε στο μάθημα.

Για κάποιες ημέρες στα διαλείμματα περιφερόμουν στους διαδρόμους με γυαλιά και μαντίλι στο κεφάλι, ακολουθώντας σαν σκιά την Κατερίνα που κυκλοφορούσε ανάμεσα στα μεγαλύτερα παιδιά, ευγνωμονώντας με για τη συμπαράσταση, χωρίς ωστόσο σε καμία περίπτωση να δείξει ότι αντιλαμβάνεται την παρουσία μου.

Σιγά- σιγά τα πράγματα καλυτέρευσαν για την κόρη μου στο καινούργιο της σχολείο. Τα ίσια παπούτσια και οι καμπάνες πετάχτηκαν στο πίσω μέρος της ντουλάπας και ο τρόπος ντυσίματός της άρχισε να μιμείται το ντύσιμο των πιο μεγάλων κοριτσιών. ‘Ομως, ενώ η Κατερίνα γινόταν όλο και πιο ευτυχισμένη, ανακάλυπτα πως κατά κάποιο περίεργο τρόπο, εγώ γινόμουν δυστυχής.

Σίγουρα χαιρόμουν που προσαρμοζόταν στο καινούριο της σχολείο και άρχισε να αισθάνεται πιο άνετα, όμως κάποια σημάδια που φαίνονταν να προμηνύουν το τέλος της παιδικής της ηλικίας της Κατερίνας, με άφηναν με ένα γλυκόπικρο συναίσθημα.

Όταν μια μητέρα ενός δεκατετράχρονου κοριτσιού από το Τζέφερσον μου είπε: ‘’εξακολουθώ να βλέπω μπροστά μου το μικρό κοριτσάκι μου κι όταν σκέφτομαι ότι έχει σεξουαλικότητα, μου φαίνεται πολύ παράξενο. Κατά κάποιο τρόπο είναι ακόμα ένα μικρό βρώμικο παιδάκι. Ούτε μπάνιο δεν κάνει πολλές φορές, αν δεν της το πώς εγώ, και κάποιες φορές παίζει ακόμα με τα παιχνίδια της. Και να βλέπεις πως έρχεται να με…’’. Είχε χάσει τον ειρμό της σκέψης της. Καταλάβαινα όμως ακριβώς πώς αισθανόταν.

Κάτι που πολλές μητέρες ανέφεραν ήταν πως τα μικρά κορίτσια μας μεγαλώνουν ξαφνικά και με πολύ γρήγορο ρυθμό. Η Μάρι Ρόμπινς για παράδειγμα, είπε πως η Βίκι απλά έμπαινε στην εφηβεία, στα δεκατρία της, αν και όλες οι φίλες της είναι ήδη εκεί, εδώ κι ένα ή δύο χρόνια. Εξακολουθεί να έχει παιδικό σώμα, αν και έχει ύψος ένα και εξήντα εφτά.

Η Βίκι, όπως πολλά κορίτσια του σχολείου της ταλαντευόταν γιατί ήταν στο μεταίχμιο, ανάμεσα στις χαρές της παιδικής ηλικίας και την προεφηβική συμπεριφορά. Αν τη βάλεις σε μια παρέα 10χρονων, 11χρονων και 12χρονων παιδιών ταιριάζει μια χαρά, εξήγησε η μητέρα της. Αν παίζουν με κούκλες δεν έχει κανένα πρόβλημα να παίξει. Και είκοσι20 λεπτά αργότερα, αν άλλαζε η σύνθεση της παρέας στο δωμάτιο και ήταν όλοι έφηβοι, θα ήταν μια χαρά και μαζί τους.

Αυτή η αμφιταλάντευση ανάμεσα στα παλιά παιδικά ενδιαφέροντα και τα παράφορα συναισθήματα της εφηβείας, μπορεί, δικαιολογημένα, να φέρει σε αμηχανία εμάς, τις μητέρες. Πώς μπορούμε να ξέρουμε, αν πρέπει να συζητήσουμε μαζί τους για κούκλες ή για ροκ συγκροτήματα; Κι αν η στενή σχέση που είχαμε με τα μικρά μας κορίτσια ήταν πολύτιμη για μας, μπορεί να μας είναι δυσκολότερο να τα βλέπουμε να συναναστρέφονται μεγαλύτερους εφήβους, να παρακολουθούμε τη ριζική αλλαγή στις γκαρνταρόμπες τους και να ακούμε την ομιλία τους να διανθίζεται με λέξεις της μόδας. Παρόλα αυτά, δεν χρειάζεται να ανησυχείτε, γιατί αυτή είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, ο τρόπος που τα κορίτσια προσαρμόζονται στην εφηβεία, όπως τον έχουν κατ’ επανάληψη περιγράψει οι μητέρες τους» (σελ. 71-72).

 

Πηγή:

Nathalie Bartle. 2002. Η Αφροδίτη με τζην. Εκδόσεις Θυμάρι.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Ο εαυτός κατά τον William James

Σύμφωνα με τον William James, υπάρχουν δύο αντιλήψεις του εαυτού, ο εαυτός ως εγώ ή εμπειρικός εαυτός (Me) και ο εαυτός ως Εγώ ή εαυτός που ασκεί το γνωρίζειν ή καθαρό ego.

Ο εμπειρικός εαυτός ή εγώ περιλαμβάνει όλα όσα ονομάζει το άτομο ως δικά του, δηλαδή όλα όσα μπορεί να αποκαλεί δικά του, αυτά που του ανήκουν και τα οποία έχει καταφέρει να αποκτήσει, εσωτερικά και εξωτερικά. Ο εμπειρικός εαυτός αποτελείται από τον υλικό εαυτό (τα αγαθά), από τον κοινωνικό εαυτό (αυτός που είναι γνωστός στους άλλους) και τον πνευματικό εαυτό (η συνείδηση του ατόμου). Πρόκειται για το υποκειμενικό βίωμα, την εμπειρία του ατόμου, τον εαυτό ως αντικείμενο της εμπειρίας.

Από την άλλη, ο James αναφέρεται στο Εγώ ή τον εαυτό που ασκεί το γνωρίζειν, περιγράφοντας έναν ανώτερο εαυτό, που υπερβαίνει τον εμπειρικό εαυτό. Το Εγώ είναι ο εαυτός ως υποκείμενο της εμπειρίας.

Η διάκριση του James αντιστοιχεί στην περιγραφή του φαινομενικού εαυτού, που συνδέεται με το περιεχόμενο της συνείδησης που σχετίζεται με τον εαυτό και του μεταφυσικού εαυτού, που αντιπροσωπεύει το πρόβλημα της υποκειμενικότητας του συνόλου της συνειδητής εμπειρίας.

Το εγώ ως ένα αντικείμενο της εμπειρίας στηρίζεται στη φαινομενολογία της αυτοσυνείδησης. Οι λέξεις εγώ και εαυτός, στον βαθμό που προκαλούν συναίσθημα και υποδηλώνουν συναισθηματική αξία είναι αντικειμενικοί προσδιορισμοί, δηλαδή όλα τα πράγματα που έχουν τη δύναμη να παράγουν σε ένα ρεύμα συνείδησης ενθουσιασμό ενός συγκεκριμένου είδους. Πρόκειται για μια μορφή βιωματικής ποιότητας της ιδιότητας του εαυτού, που περιλαμβάνει τα φυσικά αντικείμενα, τα πολιτιστικά τεχνουργήματα, τα ανθρώπινα όντα και τις νοητικές διαδικασίες. Με βάση το εγώ, δεν μιλάμε για το σπίτι μας ή το σώμα μας, αλλά μόνο για τις συνειδητές αναπαραστάσεις τους. Θα μπορούσε να περιγραφεί και ως σύνολο του περιεχομένου της συνείδησης που βιώνεται ως αυτοσυσχετιζόμενη. Ο εαυτός μπορεί να γίνει κατανοητός ως ένα υποσύνολο ενός συνόλου όλων αυτών των πιθανών εμπειριών.  

 

Πηγή:

Wozniak, M. (2018). “I” and “Me”: The Self in the context of consciousness. Frontiers in Psychology, 9, 1656. 

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.