Βαδίζω τον δρόμο μου.
Τον δρόμο μου, που έχει μια μόνο
λωρίδα κυκλοφορίας: τη δική μου.
Στ’ αριστερά μου, ένας αιώνιος
τοίχος χωρίζει τον δρόμο μου από τον δρόμο κάποιου που βαδίζει δίπλα μου, απ’
την άλλη πλευρά του τοίχου.
Που και που, σ’ αυτόν τον τοίχο
βρίσκω μια τρύπα, ένα παράθυρο, μια σχισμή… Και μπορώ να κοιτάξω τον δρόμο του
γείτονα ή της γειτόνισσάς μου.
……………………………………………………….
Δεν διστάζω. Είμαι πια σχεδόν
δίπλα στην αγαπημένη μου.
Δεν μπορώ να κάνω πίσω…
Ματωμένος, κουτσός, στηριγμένος
στον μπαλτά και με το ένα χέρι εξαρθρωμένο, μ’ ένα αφτί κι ένα πόδι λιγότερο
συναντιέμαι με την αγαπημένη μου.
«Να ‘μαι. Επιτέλους, πέρασα. Με
κοίταξες, σε κοίταξα, σε ερωτεύτηκα. Πλήρωσα όλα τα τιμήματα για σένα. Όλα επιτρέπονται
στον έρωτα και στον πόλεμο. Δεν έχουν σημασία οι θυσίες. Άξιζε τον κόπο, αν
έγιναν για να συναντηθώ μαζί σου, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε μαζί… Μαζί,
για πάντα…»
Αυτή με κοιτάζει και της ξεφεύγει
ένας μορφασμός.
«Έτσι, όχι… Έτσι, δεν θέλω… Εμένα
μου άρεσες όταν ήσουν ολόκληρος».
Αφήγηση μιας ιστορίας του Χόρχε
Μπουκάι από το βιβλίο "Ιστορίες να σκεφτείς", Αθήνα: Opera, σελ.
57-60.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου