Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Σταματήστε να κωλυσιεργείτε... ΤΩΡΑ

  


«Αποφεύγοντας κάτι ή αναβάλλοντάς το, δε δίνεται στον εαυτό σας την ευκαιρία να διαψεύσει τις αρνητικές πεποιθήσεις σας. Εκείνη τη στιγμή σας φαίνεται πιο εύκολο να το αποφύγετε, αλλά η ανακούφιση που νιώθετε είναι βραχυπρόθεσμη. Για λίγο καιρό, η έγνοια σας μπορεί να μειωθεί, αλλά αναγκάζεται τον εαυτό σας σε πιο επώδυνη δουλειά μακροπρόθεσμα, και επιπλέον βάζετε στο παιχνίδι τις ενοχές και τις τύψεις. Θα νιώθετε άσχημα επειδή δεν κάνατε αυτό που θέλατε ή που έπρεπε να κάνετε και φυσικά θα τα βάζετε με τον εαυτό σας, με συνέπεια το αρχικό πρόβλημα να μοιάζει αξεπέραστο. Στο σημείο αυτό ενεργοποιείται και η αντίδραση πάλης ή φυγής, αφού το ζήτημα που αναβάλλεται λαμβάνει απειλητικές διαστάσεις και αισθάνεστε ότι δεν μπορείτε να αντεπεξέλθετε. Έτσι όχι μόνο διατηρείτε τα επίπεδα του άγχους και της αγωνίας που είχατε ήδη, αλλά τα αυξάνεται κιόλας» (σελ. 157-158).


«Πολλοί είναι οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να αποφεύγετε κάτι, αλλά οι σημαντικότεροι είναι συνήθως οι εξής: ο φόβος της αποτυχίας, ο φόβος μήπως κάνετε λάθος επιλογή ή πάρετε λανθασμένη απόφαση, επειδή θέλετε να κάνετε τα πάντα τέλεια, ο φόβος μήπως χάσετε τον έλεγχο, ο φόβος της αλλαγής, η προσπάθεια να αποφύγετε την πιθανότητα να αυξηθεί το άγχος και η αγωνία σας, επειδή δεν έχετε χρόνο» (σελ. 159-160).

 


"Το μικρό βιβλίο της ηρεμίας", των Jessamy Hibberd & Jo Usmar (2014), Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 155-168.

Αυτοκτονικότητα των νέων και αντιμετώπιση με το μοντέλο της Σατίρ

Στο εν λόγω άρθρο θα  αναλύσουμε ένα μοναδικό θεραπευτικό μοντέλο που προτείνει η Virginia Satir, και που δίνει τη δυνατότητα στους ψυχολόγους να συνδεθούν με τους έφηβους και να επιδράσουν θετικά στη ζωή τους, αλλάζοντας τις σκέψεις τους για αυτοκτονία, έτσι ώστε να επιλέξουν να ζήσουν.

Η Satir ισχυριζόταν ότι είναι δικαίωμα του ατόμου να αισθάνεται τα συναισθήματά του, αλλά δεν είναι απίθανο τα συναισθήματα αυτά να μην γίνονται αποδεκτά από την οικογένεια του ατόμου, η οποία συνήθως προβάλλει μια άρνηση απέναντι στην εμφάνιση αυτών των συναισθημάτων. Η κατάσταση αυτή, πολλές φορές οδηγεί σε ένα μούδιασμα του νέου απέναντι στη βιωμένη εμπειρία του και στα συναισθήματά του. Έτσι, το μυαλό του κατακλύζεται από αρνητικά συναισθήματα όπως πόνος, εγκατάλειψη, φόβος, ενοχές, αυτοτιμωρία, σύγχυση, απογοήτευση, κατάθλιψη και τελικά σκέψεις για αυτοκτονία. Ο θυμός, η οργή, η επίκριση των άλλων και η ανάγκη για εκδίκηση συχνά παρουσιάζονται σαν επιλογές αντίδρασης και μαζί με την βαθιά αίσθηση απόρριψης που κυριαρχεί, το άτομο οδηγείται στην βίωση του συναισθήματος ότι δεν μπορεί να λάβει βοήθεια και υποστήριξη από πουθενά. Συνεπώς, το πώς οι έφηβοι βλέπουν τον εαυτό τους, τους άλλους και τον κόσμο, επηρεάζει τις αποφάσεις τους για τη ζωή και το θάνατο.  

 

Το μοντέλο της Σατίρ, στοχεύει στην ενίσχυση της σύνδεσης ανάμεσα στο άτομο και τον εαυτό του καθώς και στη σύνδεση με τα άλλα μέλη της οικογένειας και του περιβάλλοντος. Η Σατίρ αναγνωρίζει ότι βασικός στόχος των ανθρώπων είναι η επιβίωση και η ανάπτυξή τους, ενώ πιστεύει ταυτόχρονα ότι το θεραπευτικό της έργο στοχεύει στην απελευθέρωση της δύναμης της ζωής που υπάρχει μέσα στο άτομο. Το μοντέλο της Σατίρ λαμβάνει υπόψη τις απογοητεύσεις, τους κανόνες, τις προσδοκίες και τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Τα νεαρά άτομα αν επιλύσουν τα τραύματα και τα δυσάρεστα συναισθήματά τους, θα μπορέσουν να κατευθυνθούν προς μια θετική μελλοντική πορεία ανάπτυξης. Έμφαση δίνεται στην ενεργητική συμπεριφορά και τη λεκτική επικοινωνία των ατόμων που σκέφτονται να αυτοκτονήσουν. Επίσης, το μοντέλο  της Σατίρ εστιάζει στην αλλαγή του εσωτερικού κόσμου των εφήβων, δηλαδή αλλάζοντας την αυτοαντίληψη του ατόμου, τότε υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να αλλάξει και η εξωτερική του συμπεριφορά και να γίνει λιγότερο καταστροφική. Η Satir πίστευε ότι όλοι οι άνθρωποι διακατέχονται από λαχτάρα για αγάπη, επιβεβαίωση, αίσθηση του ανήκειν, σύνδεση, αποδοχή, αναγνώριση, νόημα, ανάπτυξη και ελευθερία. Αυτές οι ανάγκες και επιθυμίες είναι καθολικές για τα άτομα, ανεξαρτήτως ηλικίας, ακόμη και για τους εφήβους, οι οποίοι μέσα από την πλήρωση αυτών τους των επιθυμιών προσδοκούν στο να λάβουν και να βιώσουν ικανοποίηση, αρμονία και ολότητα. Οι έφηβοι λαχταρούν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, να νιώσουν ότι αξίζουν κι ότι είναι χρήσιμοι, ότι είναι αποδεκτοί και ότι δεν τους απορρίπτουν. Όταν λοιπόν, οι επιθυμίες τους αυτές δεν ικανοποιούνται, τότε οι έφηβοι μπορεί να βιώσουν την αίσθηση της αποτυχίας και της στασιμότητας. Οι επιθυμίες είναι ένα σημαντικό συστατικό του εσωτερικού κόσμου που δίνει νόημα στη ζωή.

Εξίσου σημαντικό με όλα τα παραπάνω είναι να γίνει αντιληπτή η σημασία της έννοιας του εαυτού και το πώς η απόσταση του ατόμου από τον εαυτό οδηγεί στον αυτοκτονικό ιδεασμό ή και στην αυτοκτονία ως πράξη. Η σύνδεση με τον εαυτό αποτελεί δύναμη ζωής και το άτομο βιώνει ειρήνη, εσωτερική ηρεμία, ελπίδα, πίστη, σοφία, αρμονία, αυτοεκτίμηση και προθυμία ανάληψης των ευθυνών του κι έτσι αποκτά νόημα στη ζωή του. Στον αντίποδα βρίσκεται η αποσύνδεση από τον εαυτό. Σε αυτή την περίπτωση υφίστανται διαταραχές και μπλοκαρίσματα στην ενέργεια της δύναμης της ζωής του ατόμου (Satir et al., 1991). Ως αποτέλεσμα αυτής της αποσύνδεσης, οι νέοι θα βιώσουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και χαμηλή αυτοπεποίθηση. Ο ενδο-ψυχικός τους κόσμος θα επηρεαστεί και θα επηρεάσει και την σχέση τους με τους άλλους. Η αυτοκτονία μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της απόρριψης του εαυτού, μια τιμωρία του εαυτού, μια βία προς τον εαυτό, προς το Εγώ. 

 

Εστιάζοντας στην αυτοκτονία μέσα από τη θεωρία του μοντέλου Satir, ο Smith είχε την ευκαιρία να εφαρμόσει αυτή τη νέα μάθηση για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αυτοκτονίας των νέων. Οι παράγοντες που οδηγούν στην αυτοκτονία είναι πάρα πολλοί, αρκετοί από τους οποίους είναι εξωτερικοί, όπως τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, η απώλεια και η θλίψη, το διαζύγιο, η πίεση από τις μειωμένες ευκαιρίες εργασίας, ο οικονομικός ανταγωνισμός και η παγκόσμια ένταση. Στις μέρες μας αυτοί οι εξωτερικοί παράγοντες μαζί με άλλους αλληλεπιδραστικούς έχουν συμβάλλει στη δημιουργία εντονότερου στρες σε σύγκριση με προηγούμενες δεκαετίες. Η έλλειψη διαχείρισης του στρες ειδικά στους εφήβους είναι πολύ εμφανής και τονίζεται και από τους ίδιους τους νέους ότι δυσκολεύονται να διαχειριστούν όχι μόνο το στρες αλλά και τον αντίκτυπο που έχουν οι στρεσογόνοι παράγοντες στην ζωή τους.

Η Satir (Satir et al., 1991) στο μοντέλο της μας εξηγεί ότι τα άτομα έχουν εσωτερικούς πόρους που τα βοηθούν για να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν. Πίστευε επίσης ότι η εσωτερική αλλαγή είναι πάντα δυνατή, ακόμα κι αν δεν έχουμε τον έλεγχο του εξωτερικού μας κόσμου. Δίδασκε ότι δεν είναι το πρόβλημα αυτό καθαυτό που έχει τόσο σημασία, όσο ο τρόπος αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος. Κάποιες φορές η οικειότητα της συνήθειας εμποδίζει την αλλαγή η οποία συνήθως απαιτεί από εμάς μια μικρή ή μεγάλη ταλαιπωρία, ένα ξεβόλεμα με απλά λόγια, το οποίο γίνεται πιο δύσκολο σε περιόδους στρες. Συνεπώς, για την Satir αντί να επικεντρωνόμαστε στην παθολογία, θα έπρεπε να επικεντρωθούμε στις δυνατότητες ανάπτυξης της υγείας. 

 

Ένας από τους  στόχους του μοντέλου Satir είναι να βοηθήσει το άτομο να κάνει καλύτερες επιλογές. Κάποιες ερωτήσεις που μπορούν να βοηθήσουν είναι οι εξής: «Είστε πρόθυμος να ζήσετε για εσάς και όχι για τους άλλους; " «Αξίζετε να ζείτε ειρηνικά;» , «βρίσκετε κάποιο λόγο για να ζήσετε σήμερα;» Μια άλλη σημαντική πτυχή του μοντέλου Satir είναι η δημιουργία βιωματικών στιγμών για τον πελάτη κατά τη θεραπεία. Σε μια προσπάθεια βίωσης του εσωτερικού κόσμου του ατόμου, ο θεραπευτής θα προκαλούσε το άτομο να κάνει κάποιες επιλογές για τη ζωή του. Για παράδειγμα, «Κλείστε τα μάτια σας και ελάτε σε επαφή με τον πόνο, μπορείτε να στείλετε συμπόνια σε αυτό το οδυνηρό μέρος, έτσι ώστε να αρχίσει να αναπνέει; Εάν ο θεραπευτής αισθανόταν ότι το άτομο είχε αυτοκτονικές σκέψεις, θα οδηγούσε τη συζήτηση στο πόσο σημαντικό ήταν να εξερευνούσαν μαζί αν το άτομο ήταν πρόθυμο να ζήσει. Ο θεραπευτής θα ζητούσε από το άτομο να πάρει μια απόφαση να ζήσει στο επίπεδο του εαυτού, ενώ θα βυθίζονταν σε μια βιωματική στιγμή. "Σε αυτό το ευάλωτο μέρος, μπορείτε να βρείτε την εσωτερική δύναμη για να ζήσετε; " θα ρωτούσε. Αν το άτομο δεν ένιωθε ελπιδοφόρο, τότε ο θεραπευτής θα πρότεινε: αποδεχτείτε την ελπίδα μου για εσάς, ώστε να μπορούμε να συνεργαστούμε μέχρι να κερδίσετε τη δική σας ελπίδα " Ο θεραπευτής επίσης θα ρωτούσε: «Είστε πρόθυμος να λάβετε μια απόφαση να μην βλάψετε τον εαυτό σας, ενώ θα εργαζόμαστε μαζί για να αλλάξουμε τα πράγματα; "

Ένας εξίσου σημαντικός στόχος του μοντέλου της Satir, είναι η αύξηση της ευθύνης, καθώς επίσης, η συνεργασία και η αλλαγή των προσδοκιών του ατόμου. Ο θεραπευτής θα πρέπει να εστιάσει στο να διευκολύνει το άτομο να κάνει διαφορετικές επιλογές ούτως ώστε να μπορέσει να αναλάβει την ευθύνη για την ζωή του και ταυτόχρονα να αλλάξει τις προσδοκίες του για τον εαυτό του και για τους άλλους. Ο θεραπευτής θα μπορούσε επίσης να συμπεριλάβει και τα άλλα μέλη της οικογένειας στην θεραπευτική διαδικασία για να εξερευνήσει τις οικογενειακές σχέσεις και τις εμπειρίες που το άτομο έχει βιώσει εντός του οικογενειακού πλαισίου κι έπειτα να εργαστούν όλοι μαζί προκειμένου να μειώσουν τυχόν αρνητικές επιπτώσεις στο παρόν. Έχει σημασία να διερευνηθεί το πώς το άτομο βίωσε τις αναμνήσεις του για το παρελθόν, αν το άτομο είναι πρόθυμο να συγχωρήσει τυχόν λάθη ή παραλείψεις των γονέων του ή να αποβάλλει κάποιες αρνητικές αντιλήψεις που έχει για τον εαυτό του ή για τους άλλους. 

 

Μια άλλη σημαντική πτυχή του μοντέλου Satir επικεντρώνεται στο πόσο προσεκτικά ακούει ο θεραπευτής καθώς και πώς απαντά και ανταποκρίνεται, αν ο ρυθμός και ο τόνος του θεραπευτή ταιριάζει με το ενεργειακό επίπεδο και τον ρυθμό του πελάτη, ούτως ώστε η κοινή γλώσσα να δημιουργήσει μια στενή και αρμονική θεραπευτική σχέση. Το μοντέλο Satir ενθαρρύνει επίσης τους θεραπευτές να ενισχύσουν τις δικές τους ικανότητες για παρατήρηση του εαυτού, του πελάτη και του πλαισίου της συνεδρίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεδρίας, ο θεραπευτής οφείλει να παρακολουθεί αυτούς τους τρεις διαφορετικούς τρόπους. Ο θεραπευτής πρέπει να δίνει  ιδιαίτερη προσοχή στη γλώσσα, τη σύνδεση και τις απαντήσεις του πελάτη καθώς και στα σχόλια και τις αλληλεπιδράσεις τους.

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι το μοντέλο Satir δίνει μια ολιστική άποψη για το τι θα πρέπει να περιλαμβάνει η θεραπεία για την αυτοκτονία και πώς να αντιμετωπίζονται οι νέοι που έχουν έρθει στον θεραπευτή για να αντιμετωπίσουν τον αυτοκτονικό τους ιδεασμό. Δηλαδή, το μοντέλο Satir μπορεί να εφαρμοστεί αποτελεσματικά στην πρόληψη, στην παρέμβαση και στην θεραπεία των νέων που κατακλύζονται από σκέψεις αυτοκτονίας. Είναι σημαντικό κι ελπιδοφόρο συνάμα ότι το μοντέλο Satir βοηθά τους ψυχολόγους να κατανοήσουν εις βάθος το ρόλο που διαδραματίζει ο εσωτερικός κόσμος του ατόμου, οι σκέψεις για τους άλλους και κυρίως για τον εαυτό του κι ότι είναι σημαντικό να εστιάσει ο ψυχολόγος στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου προκειμένου να αντιμετωπίσει τις πιέσεις και το στρες που προκαλεί ο εξωτερικός κόσμος. Είναι σημαντικό λοιπόν, να συνειδητοποιήσει ο ψυχολόγος ότι ο σκοπός  και στόχος του θα πρέπει να είναι η ενστάλαξη της ελπίδας στη νεολαία για να μπορέσουν να βρουν το νόημα στη ζωή τους.

 



Πηγές:

Chandler, M.J. & Lalonde, C. (1998). Cultural continuity as a hedge against suicide in Canada’ s first nations. Transcultural Psychiatry, 35 (2), 191-219.

King, C.A., Arango, A. & Ewell Foster, C. (2018). Emerging trends in adolescent suicide prevention research. Current Opinion in Psychology, 22, 89-94.

Lum, W., Smith, J. & Ferris, J. (2002). Youth suicide intervention using the Satir Model. Contemporary Family Therapy, 24 (1), 139- 159.

 

Ελεύθερη μετάφραση κειμένου: Κουραβάνας Νικόλαος

Επιμέλεια κειμένου: Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, Msc.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Γιατί τα κορίτσια είναι διαφορετικά;

 

«Όλοι οι γονείς ανησυχούν για τα παιδιά τους. Θέλουν να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν και να ενεργήσουν σε όλα σωστά ή τουλάχιστον να αποφύγουν τα μεγάλα λάθη. Στις μέρες μας οι προσδοκίες που έχουν οι περισσότεροι γονείς για τον γιο τους μοιάζουν πολύ με εκείνες που έχουν για την κόρη τους. Θέλουν απλώς να είναι το παιδί τους δυνατό, δυνατό με την έννοια ενός ατόμου κοινωνικά υπεύθυνου, ανεξάρτητου, αρκετά μαχητικού, έξυπνου και τρυφερού. Και θέλουν το παιδί τους να μπορεί να είναι ικανό να τα βγάλει πέρα με οτιδήποτε χρειαστεί να αντιμετωπίσει στη ζωή του» (σελ. 21). 

 

«Ο θηλυκός τρόπος συμπεριφοράς όχι μόνο κληρονομείται από τους προγόνους, αλλά μαθαίνεται κιόλας, αφού κάθε κορίτσι γεννιέται σε μια κοινωνία όπου οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων είναι ήδη σταθερά εδραιωμένες. Επιπλέον, κάθε οικογένεια έχει τη δική της κουλτούρα και ιστορία, που αποτελεί μέρος της ιστορίας της κοινωνίας. Για εμάς τις γυναίκες οι θηλυκοί πρόγονοί μας έχουν ιδιαίτερη σημασία. Ωστόσο, όχι μόνο τα κορίτσια, μα όλα τα παιδιά χρειάζεται να μάθουν και να κατανοήσουν τις ρίζες τους! Τι γνωρίζετε εσείς προσωπικά για την καταγωγή σας; Ποια θρησκεία, ποιες παραδόσεις και πεποιθήσεις, και ποια πρότυπα συμπεριφοράς που αποτελούν μέρος της οικογενειακής σας παράδοσης έχετε υιοθετήσει, και ποια έχετε απορρίψει; Για παράδειγμα, μήπως προέρχεστε από μια οικογένεια που θεωρούσε πάντα πρώτη προτεραιότητα τη σκληρή δουλειά; Ίσως ανήκετε σε μια οικογένεια αλκοολικών και έχετε φορτωθεί κάποιες από τις αποσκευές που πάνε μαζί με αυτό. Τα παιδικά σας χρόνια μπορεί να ήταν χαρούμενα και εποικοδομητικά ή μπορεί να μεγαλώσετε σε ένα αυστηρό και αγχώδες περιβάλλον. Αυτά είναι μερικά παραδείγματα προτύπων οικογενειακής συμπεριφοράς» (σελ. 32).

 

Με δύο λόγια, τα κορίτσια είναι διαφορετικά από τα αγόρια ήδη από την πρώτη στιγμή.

Πριν σκεφτούμε με ποιο τρόπο θα αναθρέψουμε τις κόρες μας, θα πρέπει να γνωρίζουμε ποιες είναι οι δικές μας απόψεις για τα κορίτσια, τις γυναίκες και τη θηλυκότητα. Μερικές φορές θα χρειαστεί να αμφισβητήσουμε κάποια από τα πιστεύω μας και να κάνουμε μία προσπάθεια να αλλάξουμε τα πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς μας. Θυμηθείτε ότι κι άλλοι άνθρωποι θα αντιδράσουν με τον δικό τους προσωπικό τρόπο στην είδηση ότι πρόκειται σύντομα να γίνεται (ή είστε ήδη) οι γονείς ενός θηλυκού βρέφους. Να είστε έτοιμοι για ορισμένες αντιδράσεις που να μην σας αρέσουν και τόσο…   

 

Απόσπασμα από το βιβλίο της Gisela Preuschoff, Μεγαλώνοντας κορίτσια. Εκδόσεις Ωρίων, σελ. 21-35.


 

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Νεανική αυτοκτονικότητα… παράγοντες – αίτια – αντιμετώπιση

Ένα πολύ σοβαρό κοινωνικό ζήτημα το οποίο λαμβάνει συνεχώς και μεγαλύτερες διαστάσεις είναι η αυτοκτονία. Στο άρθρο λοιπόν αυτό θα ασχοληθούμε με το συγκεκριμένο πρόβλημα και ειδικότερα με την αυτοκτονία των νέων.

Τα κύρια αίτια για την αυτοκτονία στους νέους εντοπίζονται στον τρόπο που εσωτερικά καλούνται να αντιμετωπίσουν παράγοντες που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, όπως είναι η βία από την οικογένεια, τα προβλήματα  κατά τις μεταβατικές περιόδους στο σχολείο, ο εκφοβισμός (bulling) και άλλα. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να λειτουργήσουν επιβαρυντικά για την αύξηση της αυτοκτονίας, γεγονός που μαρτυρά την ανάγκη να ιδωθεί η αυτοκτονία ως ένα κοινωνικό ζήτημα, το οποίο απαιτεί αποτελεσματικές εκπαιδευτικές και προληπτικές παρεμβάσεις για την μείωση ή και την ανάσχεση της αυτοκτονίας των εφήβων και των νέων. 


 

Οι έφηβοι με αυτοκτονικότητα νιώθουν ένα σύνολο από μουδιασμένα συναισθήματα, αισθάνονται πόνο, θλίψη, θυμό, κατάθλιψη, απώλεια, εγκατάλειψη, φόβο, άγχος, τύψεις, ενοχές, αυτοτιμωρία, απογοήτευση, σύγχυση, οργή, εκδίκηση, απόρριψη, προδοσία, αβοηθησία και άλλα. Η απελπισία, η αδυναμία και η βαθιά απόγνωση φαίνεται πως καθορίζουν τη συναισθηματική κατάσταση των εφήβων με αυτοκτονικότητα. Αυτό δείχνει πόσο σημαντικό είναι να έχουν την ευκαιρία οι έφηβοι να επεξεργάζονται τα συναισθήματα που βιώνουν και να μπορούν να τα εκφράζουν, να μιλούν για αυτά και να τα διαχειρίζονται. Το συναίσθημα φαίνεται πως συνδέεται άμεσα με τις βιωμένες εμπειρίες του ατόμου και μπορεί να συμβάλλει στην τάση του για αυτοκτονικότητα. Όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα μπορούν να οδηγήσουν στην αυτοκτονία του ατόμου, ενώ το άτομο απεναντίας έχει ανάγκη να βιώνει θετικά συναισθήματα, όπως αγάπη, αίσθηση του ανήκειν, αποδοχή, νόημα, ελευθερία και ανάπτυξη.

Θα πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη ότι αρκετά συχνά οι έφηβοι που διακατέχονται από αυτοκτονικό ιδεασμό αισθάνονται ότι οι άλλοι τους έχουν εγκαταλείψει ή απορρίψει κι έτσι τελικά απορρίπτουν και οι ίδιοι τον εαυτό τους. Τα σημάδια αυτής της απόρριψης του εαυτού τους δεν είναι πάντα εμφανή, αλλά συνήθως διαπιστώνεται ότι εκδηλώνουν μία παραίτηση από τον εαυτό τους, μια αναστολή της ενέργειάς τους να ζήσουν και μια πιθανή κατάθλιψη. Γενικά οι νέοι αυτοί έχουν μια διάχυτη δυσαρέσκεια και απογοήτευση, επειδή δεν εκπληρώνονται οι προσδοκίες που έχουν από τους άλλους ως προς την κάλυψη των συναισθηματικών τους κυρίως αναγκών.  Οι προσδοκίες τους που δεν πληρούνται από τους άλλους, οδηγούν σιγά σιγά στην υιοθέτηση μιας στάσης όπου τους κατηγορούν μη εκτιμώντας το άτομο ή τα άτομα με τα οποία συνάπτουν διαπροσωπικές σχέσεις. Αυτές οι υψηλές τους προσδοκίες για τους άλλους και για τον κόσμο γενικότερα, ενδεχομένως να οδηγήσουν σε μια αίσθηση εσωτερικής απομόνωσης και μοναξιάς, και επίσης ίσως σε λεκτική ή μη λεκτική οργή και εκφοβισμό απέναντι στους άλλους, κατάχρηση ναρκωτικών και παραβατική συμπεριφορά, επιθετικότητα, εκδικητικότητα και αγανάκτηση. 

 

Ένα χαρακτηριστικό της νεανικής αυτοκτονικότητας είναι ο «μηχανισμός» της εξαιρετικά λογικής στάσης (super reasonable stance), η οποία δημιουργεί αισθήματα ευαλωτότητας, καθώς και αισθήματα βαθιάς απομόνωσης από τους άλλους, αλλά και από τον ίδιο τους τον εαυτό. Η απόσταση αυτή από τους άλλους μεγαλώνει ειδικά όταν οι νέοι αφιερώνουν πολύ χρόνο απομονωμένοι διαβάζοντας βιβλία, ή παίζοντας ατελείωτες ώρες παιχνίδια στους υπολογιστές κτλ. Ίσως, κάποιοι να εκλαμβάνουν αυτές τις συμπεριφορές ως σημεία τελειομανίας, αν και προφανώς είναι εμμονικές ή καταναγκαστικές συμπεριφορές. 

Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι η εξαιρετικά λογική στάση (super reasonable stance), οδηγεί τους νέους στο να χάσουν την αίσθηση του ανήκειν και την αίσθηση σύνδεσης με τους άλλους και με τον ίδιο τους τον εαυτό όπως προαναφέραμε. Μάλιστα, κάποιες φορές η αποσύνδεση από τον εαυτό τείνει να παγιώνεται ως μια σταθερή κατάσταση ύπαρξης. Αυτή η κατάσταση συνοδεύεται από συναισθήματα ακραίας ευαισθησίας και πόνου, κι ενίοτε αναταραχή και εσωτερικό αλλά και εξωτερικό χάος με αποτέλεσμα να κάνουν κακές ή λανθασμένες επιλογές και να προβαίνουν σε παρορμητικές ενέργειες. Το γεγονός ότι έχουν αποσυνδεθεί από τον εαυτό τους, κάνει αυτούς τους νέους να φαίνονται πολλές φορές αστείοι ή με χιούμορ, αλλά στην πραγματικότητα, πίσω από το χιούμορ τους κρύβεται η εσωτερική τους αποσύνδεση από τον εαυτό τους που είναι εξαιρετικά βαθιά και επώδυνη. Αν και το συνειδητοποιούν, τους γίνεται πολύ δύσκολο να δημιουργήσουν μια αίσθηση του εαυτού τους και αδυνατούν να εντοπίσουν τα δυνατά τους σημεία ή να στηριχθούν σε άλλους ανθρώπους (resources) ειδικά όταν αντιμετωπίζουν αγχωτικές καταστάσεις και συνθήκες. Ως εκ τούτου η αδυναμία διαχείρισης του στρες αποτελεί σοβαρό παράγοντα του αυτοκτονικού ιδεασμού.  


 

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα των Chandler και Lalonde (1998), οι οποίοι βρήκαν ότι τέσσερις στους πέντε εφήβους που είχαν οδηγηθεί στο να αυτοκτονήσουν, είχαν την αίσθηση ότι είχαν χάσει τον έλεγχο στη ζωή τους κι ότι ήταν ανίκανοι να αλλάξουν τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαβιούσαν κι επομένως η αυτοκτονία ήταν γι’ αυτούς η μόνη επιλογή. Κάποιοι έφηβοι ίσως να έχουν βιώσει πολλές απώλειες και να πιστεύουν ότι με τους ίδιους ρυθμούς και με παρόμοια συμβάντα θα συνεχιστεί η ζωή τους. Άλλοι έφηβοι πιστεύουν ότι είναι συναισθηματικά αόρατοι κι ότι κανείς δεν θα τους ακούσει, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιοι πιστεύουν ότι τους απορρίπτουν γιατί είναι «μολυσμένοι» ή ελαττωματικοί. Με άλλα λόγια διαπιστώνουμε ότι η αυτοεκτίμηση αυτών των νέων είναι πολύ χαμηλή και όταν οι γονείς ή τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας έχουν υψηλές προσδοκίες από αυτούς, μπορεί να δημιουργηθεί μια αίσθηση αποτυχίας και να έρθει η σκέψη ότι δεν αξίζει να ζουν αν δεν γίνουν τέλειοι ή επιτυχημένοι. Μόνο όταν οι υψηλές προσδοκίες είναι ρεαλιστικές, μπορούν να βοηθήσουν ως προστατευτικός παράγοντας στην πρόληψη της αυτοκτονίας. Οι μη ρεαλιστικές προσδοκίες επιτείνουν το στρες και συμβάλλουν στην απογοήτευση και στην απελπισία.

Υπάρχουν διάφορες θεραπευτικές προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη της νεανικής αυτοκτονίας, που καλύπτουν τους βασικούς τύπους θεραπείας, δηλαδή ατομική, ομαδική και οικογενειακή θεραπεία. Ζητήματα όπως η εύθραυστη ταυτότητα, οι συγκρουόμενες προσδοκίες του εαυτού και η δυσκολία έκφρασης συναισθημάτων θα πρέπει να βρίσκονται υπό συζήτηση. Οι προσεγγίσεις που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν εκπαίδευση κοινωνικών δεξιοτήτων, αντιμετώπιση της μοναξιάς, γνωσιακή- συμπεριφοριστική προσέγγιση και άλλες συμπεριφοριστικές προσεγγίσεις, όπως δεξιότητες για επίλυση προβλημάτων, καθώς και εκπαίδευση για την διαχείριση του άγχους και του θυμού. Ακόμη, η Θεραπεία Διαλεκτικής Συμπεριφοράς επικεντρώνεται σε μια στρατηγική επίλυσης τέτοιων προβλημάτων. 

 

Εστιάζοντας στην οικογενειακή θεραπεία είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι θα πρέπει να τροποποιηθούν τα πρότυπα επικοινωνίας μεταξύ των μελών της οικογένειας, να αυξηθεί η υποστήριξη των προσπαθειών του εφήβου για αυτό-φροντίδα και να βελτιωθεί η συμπεριφορά της οικογένειας ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα προβλήματα και τις προκλήσεις που εμφανίζονται στη ζωή τους. Η οικογένεια θα πρέπει να κατανοήσει την αυτοκτονική συμπεριφορά του εφήβου και να βελτιώσει την οικογενειακή λειτουργία της. Στο πλαίσιο της ομαδικής θεραπείας στόχος είναι η παροχή ενός δικτύου κοινωνικής υποστήριξης για αυτοκτονικά άτομα και η παροχή ενός περιβάλλοντος που θα προσφέρει ανεπτυγμένες κοινωνικές δεξιότητες. Στην ομαδική θεραπεία σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι οικογενειακές σχέσεις.

Εν κατακλείδι, η αποξένωση του ατόμου από τον ίδιο του τον εαυτό και τους άλλους, η έμφαση στα αρνητικά του συναισθήματα και τις αρνητικές του σκέψεις είναι ικανοί παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν τον νέο στον αυτοκτονικό ιδεασμό. Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι τα άτομα που διακατέχονται από αυτοκτονικό ιδεασμό μπορούν να βοηθηθούν καθώς προσφέρονται αρκετές μέθοδοι και τρόποι από τους ειδικούς ψυχολόγους και ψυχιάτρους. Η οικογένεια κατέχει ρόλο κλειδί στην επίλυση του προβλήματος, αρκεί να υπάρχει διάθεση να αφουγκραστεί τα συναισθήματα του νέου που υποφέρει από σκέψεις αυτοκτονίας, ούτως ώστε να ενσταλάξουν την ελπίδα και την θέληση για ζωή στο νέο αυτό άνθρωπο που έχει λυγίσει υπό το βάρος των εξωτερικών και εσωτερικών πιέσεων της ζωής. 

 


Πηγές:

Chandler, M.J. & Lalonde, C. (1998). Cultural continuity as a hedge against suicide in Canada’ s first nations. Transcultural Psychiatry, 35 (2), 191-219.

King, C.A., Arango, A. & Ewell Foster, C. (2018). Emerging trends in adolescent suicide prevention research. Current Opinion in Psychology, 22, 89-94.

Lum, W., Smith, J. & Ferris, J. (2002). Youth suicide intervention using the Satir Model. Contemporary Family Therapy, 24 (1), 139- 159.

 

Ελεύθερη μετάφραση κειμένου: Κουραβάνας Νικόλαος

Επιμέλεια κειμένου: Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, Msc.