Παρατηρώντας τις αλληλεπιδράσεις των ατόμων αναδύονται
ορισμένες μορφές επικοινωνίας, κατά την προσπάθεια που κάνουν τα άτομα να
αντιμετωπίσουν τα αρνητικά αποτελέσματα του άγχους. Οι τέσσερις τρόποι
επικοινωνίας, που εντόπισε η Σατίρ, αφορούν τον συμβιβασμό, τη μομφή, τον
υπολογισμό και την παραπλάνηση. Το άγχος συνδέεται άμεσα με τις αμφιβολίες που
εμφανίζει το άτομο για την αξία του εαυτού του, όταν δεν έχει αναπτύξει μια
σταθερή και ευνοϊκή αίσθηση της αξίας του εαυτού. Όταν το άτομο αμφιβάλλει για
την αξία του, χρησιμοποιεί τις πράξεις και τις αντιδράσεις των άλλων για να
καθορίσει τον εαυτό του.
Συνήθως, «η ασυμφωνία ανάμεσα στην προφορική και τη μη
προφορική επικοινωνία παράγει διπλά μηνύματα. Με τα λόγια σου λες ένα πράγμα
και με όλα τ’ άλλα λες κάτι άλλο. Έχεις ποτέ σου ακούσει κάποιον να λέει: ‘’Ω!
πόσο πολύ μ’ αρέσει αυτό!’’ κι έχεις αναρωτηθεί, γιατί το κεφάλι του κουνιόταν
την ίδια στιγμή πέρα δώθε; (σελ. 107).
Ο ακροατής αντιμετωπίζει διπλά μηνύματα κι απ’ την ανταπόκρισή του επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της επικοινωνίας. Υπάρχουν γενικά οι εξής πιθανότητες: να πάρει τα λόγια και να αγνοήσει τα υπόλοιπα, να πάρει το μη ρητό μήνυμα και να αγνοήσει τα λόγια, να τα αγνοήσει όλα αλλάζοντας κουβέντα, φεύγοντας ή πηγαίνοντας για ύπνο. Ή, ακόμη, να σχολιάσει τον διπλό χαρακτήρα του μηνύματος» (σελ. 107).
Ας δούμε πιο αναλυτικά τους τέσσερις τύπους επικοινωνίας…
Ο κάθε τύπος ατόμου, με βάση τη μορφή της επικοινωνίας που
ακολουθεί, προσπαθεί να κρύψει την αδυναμία που νιώθει και το άγχος που του
προκαλεί μια κατάσταση.
Ο συμβιβαστικός προσπαθεί να συμβιβαστεί έτσι ώστε το άλλο
πρόσωπο να μη θυμώσει.
Ο επικριτής προσπαθεί να κατηγορήσει, έτσι ώστε ο άλλος να τον
θεωρήσει δυνατό (αν ο άλλος φύγει, το σφάλμα είναι δικό του).
Ο υπολογιστής προσπαθεί να υπολογίσει, ώστε να αντιμετωπίσει
την απειλή σαν να ήταν ακίνδυνη και να κρύψει την αυτοεκτίμησή του με μεγάλα
λόγια και διανοητικές κατασκευές.
Ο παραπλανητής προσπαθεί να παραπλανήσει αγνοώντας την απειλή,
συμπεριφερόμενος σαν να μην ήταν εκεί (ίσως αν φερθεί έτσι για μεγάλο χρονικό
διάστημα η απειλή να απομακρυνθεί τελικά).
Ο ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΙΚΟΣ
Τα λόγια συμφωνούν Ό,τι θες εσύ. Για
αυτό είμαι εδώ,
για να σε κάνω
ευτυχισμένο.
Το σώμα καθησυχάζει Δεν
μπορώ να κάνω τίποτα,
εκφράζεται με πόζα
του θύματος.
Μέσα του Αισθάνομαι ένα τίποτα. Χωρίς εσένα
δεν μπορώ να ζήσω. Δεν αξίζω τίποτα.
«Ο συμβιβαστικός μιλάει κολακευτικά, προσπαθεί να είναι
ευχάριστος, δίνει εξηγήσεις, ποτέ δε διαφωνεί, σε καμιά περίπτωση. Είναι ένας “yes man”, που μιλάει σαν να μην μπορεί να κάνει
τίποτα για τον εαυτό του, που πρέπει πάντα να παίρνει την έγκριση των άλλων»
(σελ. 110).
Το άτομο έχει την πεποίθηση ότι δεν αξίζει τίποτα. Νιώθει ότι
χρωστά ευγνωμοσύνη σε όλους και ότι το ίδιο ευθύνεται για οτιδήποτε πάει
στραβά. Νιώθει ευγνωμοσύνη όταν κάποιος του απευθύνει τον λόγο, ενώ δεν του
περνά καν από το μυαλό να ζητήσει κάτι για τον εαυτό του. Η στάση του σώματος
είναι παρακλητική και ταιριάζει με τη συμβιβαστική ανταπόκριση.
Ο ΕΠΙΚΡΙΤΗΣ
Τα λόγια διαφωνούν Ποτέ δεν κάνεις κάτι σωστό.
Τι σου συμβαίνει;
Το σώμα κατηγορεί
Εγώ είμαι το αφεντικό εδώ πέρα.
Μέσα του Είμαι
μόνος κι αποτυχημένος.
«Ο επικριτής ειδικεύεται στην ανακάλυψη λαθών, είναι
δικτάτορας, αφεντικό που φέρεται υπεροπτικά σαν να λέει: ‘’Αν δεν ήσουνα εσύ
μες στη μέση, όλα θα ‘ταν μια χαρά’’. Η βαθύτερη αίσθηση είναι ένα σφίξιμο
στους μυς και στα όργανα. Ωστόσο, η πίεση ανεβαίνει. Η φωνή βγαίνει σκληρή,
γεμάτη ένταση και συχνά διαπεραστική και δυνατή.
Για μια καλή επίκριση χρειάζεται να είσαι όσο πιο θορυβώδης
και τυραννικός γίνεται. Ισοπέδωσε τα πάντα και τους πάντες. Σκέψου τον εαυτό
σου να δείχνει με το δάκτυλο και να κατηγορεί, αρχίζοντας τη φράση σου με
‘’ποτέ σουν δεν κάνεις αυτό’’, ‘’πάντα κάνεις εκείνο’’, ‘’γιατί εσύ πάντα…;’’,
‘’γιατί εσύ ποτέ δεν…;’’. Μη σκοτίζεται για την απάντηση, δεν έχει σημασία. Ο
επικριτής ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο να κάνει τον καμπόσο, παρά να
εξακριβώσει κάτι πραγματικά. Όταν κατηγορείς, κοντανασαίνεις γρήγορα ή κρατάς
την ανάσα σου, σφίγγοντας τους μυς του λαιμού» (σελ. 112).
Το άτομο δεν αισθάνεται ότι αξίζει. Επομένως αν καταφέρει να
κάνει τον άλλο να υπακούσει, τότε αισθάνεται ότι έχει κάποια αξία.
Ο ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ
Τα λόγια άκρως λογικά Εάν παρατηρούσε κανείς
μετά
προσοχής, θα μπορούσε ίσως να
διακρίνει τα ταλαιπωρημένα από την
εργασία χέρια ενός εκ των παρόντων.
Το σώμα υπολογίζει
Είμαι ήρεμος, ατάραχος και
συγκρατημένος.
Μέσα του
Αισθάνομαι ευάλωτος.
«Ο υπολογιστής είναι άψογος στους τρόπους του, πολύ λογικός
και τίποτα πάνω του δε δείχνει, αν έχει καθόλου αισθήματα. Φαίνεται ήρεμος,
ψυχρός, συγκεντρωμένος. Μπορεί να τον παρομοιάζει κανείς με πραγματικό
ηλεκτρονικό υπολογιστή ή με λεξικό. Το σώμα του δίνει την αίσθηση του
αποστεγνωμένου, συχνά του κρύου και περιφραγμένου. Μιλάει ξερά, μονότονα και
συνήθως με αφηρημένα σχήματα.
Όταν υπολογίζεις, η φωνή σου από μόνη της απονεκρώνεται, γιατί
δεν υπάρχει κανένα συναίσθημα από το κρανίο και κάτω. Το μυαλό σου
συγκεντρώνεται στην προσπάθεια της ακινησίας και όλη σου η φροντίδα στην
επιλογή των κατάλληλων λέξεων. Γιατί εσύ πρέπει να μην κάνεις ποτέ λάθος. Το
θλιβερό είναι πως αυτός ο ρόλος αντιπροσωπεύει ένα ιδανικό που πολλοί
προσπαθούν να μιμηθούν. ‘’Λέγε τις σωστές λέξεις, μη δείχνεις κανένα
συναίσθημα. Μην αντιδράς’’» (σελ. 115-116).
Ο ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΗΣ
Τα λόγια άσχετα Τα λόγια δεν έχουν
κανένα νόημα
ή αναφέρονται σε
άσχετο θέμα.
Το σώμα όλο γωνίες
Εγώ τώρα βρίσκομαι κάπου
αλλού.
Μέσα του Κανείς
δε νοιάζεται για μένα.
Δεν
υπάρχει χώρος για μένα εδώ πέρα.
«Οτιδήποτε λέει ή κάνει ο παραπλανητής είναι άσχετο με όσα
λέει ή κάνει οποιοσδήποτε άλλος. Ο παραπλανητής δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό που
γίνεται εκείνη τη στιγμή. Μέσα του αισθάνεται ζαλάδα. Η φωνή μπορεί να
ακούγεται σαν τραγούδι, αλλά συχνά σε τόνο αταίριαστο με τα λόγια κι
ανεβοκατεβαίνει χωρίς λόγο, γιατί δεν εκφράζει κάτι το συγκεκριμένο» (σελ.
116).
Πρόκειται για μια μορφή επικοινωνίας που συνοδεύεται από
έντονη αίσθηση της μοναξιάς και του άσκοπου.
Μαθαίνουμε τους παραπάνω τύπους επικοινωνίας από όταν είμαστε
πολύ μικροί. Οι τρόποι αυτοί επικοινωνίας ενισχύουν τη χαμηλή αυτοεκτίμηση.
«Φαινόμαστε σαν μια παρέα από απατεώνες του συναισθήματος, που
κρύβονται σκαρώνοντας επικίνδυνα παιχνίδια ο ένας στον άλλο, κι αυτό το
ονομάζουμε κοινωνία» (Σατίρ)
Σατίρ, Βιρτζίνια. (1989). Πλάθοντας ανθρώπους, Εκδόσεις
Κέδρος, σελ. 105-118.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου