Κυριακή 18 Ιουλίου 2021

Διαβάζοντας Νίτσε και Φουκώ: Η γέννηση της τραγωδίας

 

Η παρούσα εργασία βασίστηκε στο βιβλίο του Νίτσε, με τίτλο «Η Γέννηση της Τραγωδίας», καθώς επίσης και στο βιβλίο του Φουκώ «Η Ιστορία της Τρέλας». Όλα όσα εξετάζονται και αναλύονται στο βιβλίο του Νίτσε συνοψίζονται με εύστοχο τρόπο στα εξής ερωτήματα: «Είναι καλό ή κακό το Είναι, το να είσαι; (…) Τι είναι το Είναι; Τι αξίζει; Τι πρέπει να κάνουμε για αυτό;» Δηλαδή, το ουσιώδες στοιχείο του βιβλίου του είναι το ζήτημα του κακού. Ο ίδιος ο Νίτσε επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε τρεις απαντήσεις, που αφορούν «στην τρέλα (διονυσιακή) εκείνου που μεθά, την ψευδαίσθηση (απολλώνια) εκείνου που ονειρεύεται και το ψέμα (σωκρατικό) εκείνου που συλλογίζεται». Ως εκ τούτου επιχειρεί να μας προτείνει τον πιο ενδεδειγμένο τρόπο προκειμένου να διατηρήσουμε ή να ανακαλύψουμε εκ νέου μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην τρέλα και την ψευδαίσθηση (Νίτσε, 2010).

Σύμφωνα με τον Νίτσε, οι άνθρωποι είναι γεμάτοι από ψευδαισθήσεις και ονειρικές εικόνες, ενώ τα μάτια τους διαρκώς κινούνται πάνω στις επιφάνειες των πραγμάτων μένοντας στις μορφές και προσλαμβάνοντας ερεθίσματα, χωρίς την ανάγκη να αναζητήσουν την αλήθεια (Simon, 1991).

 


Τα Πέντε Στάδια της Ελληνικής Ιστορίας, κατά τον Νίτσε

 

Ο Νίτσε επιχειρεί να δώσει κάποιες απαντήσεις στα παραπάνω διακρίνοντας την ιστορία σε πέντε διαδοχικά στάδια. Το πρώτο στάδιο, που είναι το στάδιο της «βαρβαρότητας», με την έννοια του «ξένου», το συνδέει με τον θεό της μέθης και του χορού, τον Διόνυσο. Είναι η περίοδος του κόσμου των Τιτάνων, όπου για να επιβιώσει ο άνθρωπος σε έναν τόσο φρικαλέο κόσμο, όπου ο πατέρας κατασπαράζει τα παιδιά και τα ίδια επιχειρούν να πάρουν τη θέση του σκοτώνοντάς τον, είναι αναγκαία η μέθη ως τρόπος παραμονής σε αυτόν τον βίαιο κόσμο. Ξορκίζει τη φρίκη αυτού του παράλογου κόσμου ακολουθώντας τις κινήσεις του. Ο Νίτσε κάνει αναφορά στις τέχνες και κυρίως στη μουσική και στον χορό, που μπορούν να εκφράσουν τη φρίκη (Νίτσε, 2010).

Περνάμε στο δεύτερο στάδιο, στο στάδιο του μυκηναϊκού πολιτισμού, όπου οι Τιτανικές θεότητες αντικαθίστανται από τους Ολύμπιους θεούς, με αντιπροσωπευτικότερο τον θεό Απόλλωνα, τον θεό του φωτός, της σαφήνειας, της ισορροπίας και της ηρεμίας, όπου οι άνθρωποι δημιουργούν ψευδαισθήσεις για τις οποίες έχουν συναίσθηση, που προκαλούν όρεξη για τη ζωή. Σε αυτό το στάδιο οι τέχνες που γνωρίζουν μεγάλη άνθηση είναι η ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική ενισχύοντας τις ψευδαισθήσεις που δίνουν γεύση στη ζωή. Στο τρίτο στάδιο εισβάλλει ένα αρκετά βίαιο στάδιο μυστικισμού, που έρχεται από μια βάρβαρη περιοχή, με αποτέλεσμα να συγκρούονται απολλώνιες ψευδαισθήσεις, με έναν νέο θεό, τον θεό της μέθης, των οργίων, των υστερικών χορών και του παραληρήματος των Μαινάδων και των Βακχών. Μέσα από την ανάμιξη του απολλώνιου με το διονυσιακό επιτυγχάνεται μια συμφιλίωση με το Είναι, μια αλληλεγγύη του καθένα με όλους γύρω του (Νίτσε, 2010).

Στο τέταρτο στάδιο συναντάμε τη γέννηση της τραγωδίας, που προκύπτει μέσα από τη σύνθεση του καθαρά διονυσιακού με το απολλώνιο, δηλαδή ανάμεσα στη διονυσιακή διαύγεια και την απολλώνια ψευδαίσθηση. Το ενδιαφέρον του Νίτσε επικεντρώνεται στην ανωτερότητα της σύζευξης που επιτυγχάνεται ανάμεσα στο απολλώνιο και το διονυσιακό. Στο πέμπτο στάδιο, υφίσταται ο θάνατος της τραγωδίας και του τραγικού πολιτισμού, ουσιαστικά η τραγωδία πεθαίνει με τον Ευριπίδη, ο οποίος είναι εμπνευσμένος από τον Σωκράτη. Ο Σωκράτης πίστευε ότι η αρετή είναι γνώση και ως εκ τούτου, ο άνθρωπος αμαρτάνει μόνο από άγνοια, και άρα ο ενάρετος είναι ευτυχισμένος. Συνεπώς, ο θάνατος της τραγωδίας επέρχεται επειδή πλέον ο ενάρετος ήρωας πρέπει να είναι διαλεκτικός, που προϋποθέτει μια σύνδεση ανάμεσα σε αρετή και γνώση, πίστη και ηθική. Ο Ευριπίδης απαιτεί από τους θεατές την έλλογη κριτική και όχι τόσο τη συμμετοχή τους. Η ρηξικέλευθος αλλαγή έγκειται στο ότι ο Ευριπίδης δεν επιχειρεί έναν μετριασμό του διονυσιακού με το απολλώνιο, αλλά του λογικού με το συνετό. Έτσι, όπως αναφέρει ο Νίτσε, στην τραγωδία «Βάκχες», ο Πενθέας αντιστέκεται στον Διόνυσο χρησιμοποιώντας το λογικό (Νίτσε, 2010). Ο Νίτσε στο έργο του «Περί αλήθειας και ψεύδους» κάνει αναφορά στον λογικό άνθρωπο, που φοβάται τη διαίσθηση και στον διαισθητικό άνθρωπο, που χλευάζει τη λογική αφαίρεση, ενώ και οι δύο έχουν ως κοινό στόχο να εξουσιάσουν τη ζωή. Ο λογικός άνθρωπος επιθυμεί την απελευθέρωσή του από τον πόνο, ενώ ο διαισθητικός άνθρωπος όταν πάσχει και υποφέρει αυτά γίνονται σε έντονο βαθμό, καθώς στον πόνο είναι το ίδιο παράλογος με την ευτυχία (Simon, 1991)


 

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η οπτική του Φουκώ, ο οποίος αναφέρει ότι ο δυτικός Λόγος χρωστά τη βαθύτερη ουσία του στην τρέλα, την παράνοια και τον παραλογισμό, «όπως ακριβώς η σωφροσύνη των Σωκρατικών συνομιλητών, χρωστά κάτι από την παρουσία της στην απειλή της ύβρεως. Πάντως η σχέση Λόγου- Παράλογου αποτελεί, για τον δυτικό πολιτισμό, μία από τις διαστάσεις του χαρακτήρα του, συνοδεύει τα βήματά του πολύ πριν από τον Ιερώνυμο Bosch, και θα τον ακολουθήσει πολύ μετά τον Nietzsche και τον Artaud» (Φουκώ, 2004). Ο Νίτσε και ο Φουκώ έχουν ως κοινό τη σύνδεση της τραγωδίας με μια γνώση της ύπαρξης, που αφορά στην ύπαρξη του κόσμου. Και για τους δύο, το τραγικό είναι η χαμένη διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης και το τραγικό συνδέεται με την τρέλα, η οποία είναι η πιο κατάλληλη παρουσίαση αυτού του γεγονότος (Cook, 1989).

Συνεπώς, η εξέλιξη της τέχνης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους δύο θεούς της τέχνης, τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο. Οι καλλιτέχνες ως εκφραστές της τέχνης είναι «μιμητές» και διακρίνονται στους «απολλώνιους καλλιτέχνες του ονείρου», τους «διονυσιακούς καλλιτέχνες της μέθης» και στους «καλλιτέχνες συγχρόνως της μέθης και του ονείρου». Ο Νίτσε λέει ότι από τα δύο μισά της ζωής μας, δηλαδή το ένα που είμαστε ξυπνητοί και το άλλο στο οποίο ονειρευόμαστε, εμείς οι άνθρωποι θεωρούμε πιο αξιόλογο για να το ζούμε το πρώτο. Ο Νίτσε όμως πιστεύει ακριβώς το αντίθετο, γιατί μονάχα η ηδονική φαινομενικότητα μπορεί να οδηγήσει στη λύτρωση και εμείς υποχρεούμαστε να τη συλλάβουμε ως το αληθινό μη ον, «δηλαδή, ως ένα αέναο γίγνεσθαι στον χρόνο, στον χώρο και στην αιτιότητα- με άλλα λόγια, ως εμπειρική πραγματικότητα» (Νίτσε, 2010).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε την άποψη του Φουκώ, ο οποίος υποστηρίζει ότι το όνειρο και η τρέλα αντιμετωπίζονται ως ομοούσια, καθώς έχουν ίδια φύση, καταγωγή και συγγένεια (Φουκώ, 2004). 

 


Πηγές

Cook, D. (1989). Nietzsche, Foucault, tragedy. Philosophy and Literature, 13 (1), 140- 150.

Foucault, M., Stastny, P. & Sengel, D. (1995). Madness, the Absence of Work. Critical Inquiry, 21 (2), 290-298.

Νίτσε, Φ. (2010). Η γέννηση της τραγωδίας. Αθήνα: Πανοπτικόν.

Simon, J. (1991). Η αλήθεια και η ερμηνεία. Friedrich Nietzsche Περί αλήθειας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.

Φουκώ, Μ. (2004). Η Ιστορία της τρέλας. Αθήνα: Ηριδανός.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου