Πώς το τι λέμε, σε ποιον και
γιατί το λέμε μπορεί να επηρεάσει τις επιλογές μας και κατ’ επέκταση τη ζωή μας…
Ως κοινωνικά όντα, η πλειονότητα
των ανθρώπων έχει ανάγκη από την παρουσία «σημαντικών άλλων» κατά τον Mead, δηλαδή ατόμων που τα αισθάνεται ως πολύ κοντινά, ατόμων που
εμπιστεύεται, αγαπά και εκτιμά. Διαλέγουμε, λοιπόν, ανθρώπους, οι οποίοι
συνήθως μας μοιάζουν ή τους μοιάζουμε αν θέλετε, δηλαδή έχουμε μέσες άκρες
κοινό τόπο και τρόπο σκέψης, νοοτροπία και φιλοσοφία ζωής. Όσο περνά ο καιρός
και τα χρόνια τους εμπιστευόμαστε όλο και περισσότερο και τους επιτρέπουμε να
γνωρίζουν πολλές λεπτομέρειες της ζωής μας. Εκθέτουμε σε αυτούς μυστικά του
μυαλού μας, αλλά και της καρδιάς μας, δηλαδή του βαθύτερου και εσώτερου Είναι
μας. Εθιζόμαστε σιγά- σιγά στο να γίνεται αυτή η συμπεριφορά μια φυσική
διεργασία, και η αποκάλυψη του εαυτού μας πλέον γίνεται ασυναίσθητα και τις
περισσότερες φορές εντελώς αυθόρμητα. Θεωρούμε ότι και από την άλλη πλευρά
συμβαίνει ισότιμα και με παρόμοιο τρόπο το ίδιο. Το ζητούμενο όμως που
προκύπτει είναι ότι για πολλά θέματα, τα οποία συζητάμε δεν ξέρουμε και το
πιθανότερο δε θα μάθουμε ποτέ αν ο σημαντικός αυτός «άλλος» ή «άλλοι» της ζωής
μας είναι απολύτως ειλικρινείς μαζί μας.
Ως εκ τούτου, ένα δεύτερο
ζητούμενο που προκύπτει είναι: γιατί αποκαλύπτουμε σκέψεις, συμβάντα ή
πληροφορίες σε κάποιον που έχουμε οι ίδιοι τοποθετήσει αρκετά ψηλά, θεωρώντας
τον άτομο τυφλής εμπιστοσύνης, τη στιγμή που δεν μπορούμε να ελέγξουμε τον
βαθμό ειλικρίνειας που τον διακρίνει, καθώς και τις προθέσεις του, αλλά πολύ
περισσότερο τα συναισθήματα που βιώνει την ώρα που ακούει όλα αυτά τα πολύ
προσωπικά που μας αφορούν; Υπάρχει άραγε κάποιο όριο στο τι θα ξέρουν οι άλλοι
για εμάς και στο τι θα κρατήσουμε για τον εαυτό μας;
Λόγου χάρη, έστω ότι δυο φίλοι ή
δυο φίλες συζητούν για ένα πολύ προσωπικό θέμα τους, όπως οι επιδόσεις στο
σεξουαλικό κομμάτι. Προφανώς, μια τέτοια συζήτηση προϋποθέτει αυξημένη
οικειότητα για να γίνει. Έστω, ότι η μια φίλη, ας την πούμε φίλη Α, αποκαλύπτει
μια θετική εμπειρία και την περιγράφει με ενθουσιασμό και χαρά. Πώς όμως είναι
σε θέση να καταλάβει αν και η άλλη συνομιλήτριά της, η φίλη Β, της περιγράφει
τις δικές της εμπειρίες με ειλικρίνεια ή ότι εκείνη τη δεδομένη στιγμή που
γίνεται η κουβέντα μέσα της «βράζει» από θυμό ή διακατέχεται από συναισθήματα
ζήλειας ή ακόμη και φθόνου, μιας και η ίδια στο σεξουαλικό κομμάτι βιώνει πολλά
προβλήματα με τον σύντροφό της. Κανείς άνθρωπος όσο σημαντικός ή κοντινός μας
κι αν είναι, δε θα έλεγε ευθέως και ενώπιος ενωπίω για το αν μας ζηλεύει ή μας
φθονεί.
Από την άλλη, έστω ότι η φίλη Α
σε ένα διαφορετικό σενάριο περιέγραφε πράγματι ένα σεξουαλικής φύσεως πρόβλημα που
την απασχολεί. Πώς μπορεί να είναι σίγουρη ότι η φίλη Β μέσα της δε θα χαρεί ή δε
θα νιώσει ικανοποίηση, διότι κι αυτή αντιμετωπίζει κάτι παρόμοιο;
Επιπροσθέτως, πώς είναι δυνατόν
μια μη ειδικός να βοηθήσει σε κάτι που ίσως μισοξέρει; Λησμονούμε ότι η
ημιμάθεια είναι χειρότερη της αμάθειας; Προφανώς. Πώς λοιπόν μπορούμε να
είμαστε απολύτως σίγουροι για την ειλικρίνεια και την εμπιστοσύνη των
σημαντικών ανθρώπων της ζωής μας; Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τα
αληθινά τους κίνητρα και κυρίως για τα συναισθήματά τους; Ποια είναι τα
κριτήριά μας για το τι θα συζητήσουμε, καθώς και με ποιον θα το συζητήσουμε; Η
ανάγκη μας για επικοινωνία και επαφή γιατί να γίνεται αφειδώς και χωρίς όρους
και όρια; Ποιο το νόημα να εκτίθεσαι μέσω της προσωπικής σου αποκάλυψης σε
κάποιον που όχι μόνο δε μπορεί να σε βοηθήσει, αλλά ίσως και από τη ζήλεια του
να σου προκαλέσει κακό; Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, που τέτοιου είδους
άτομα προσπαθούν να σου περάσουν υπογείως και με μαεστρία πλάγια και έμμεσα
μηνύματα που θα σε βάλουν σε δυσάρεστες σκέψεις, αμβλύνοντας τη χαρά σου και
μετατρέποντάς τη σε προβληματισμό ή επιτείνοντας τον ήδη προβληματισμό σου σε
καταθλιπτικές σκέψεις ή συναισθήματα απογοήτευσης, ανημπόριας και απελπισίας;
Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό,
σκεφτείτε πάλι το παράδειγμά μας από τη σκοπιά δύο ανδρών αυτή τη φορά. Ο φίλος
Α εξιστορείται μια όμορφη σεξουαλική εμπειρία με τη σύντροφό του, με την οποία
νιώθει πολύ ερωτευμένος, παρόλο που δεν πάνε λίγες μέρες που σύναψε δεσμό μαζί
της. Ο «καλός» φίλος Β ως άτομο «εμπιστοσύνης», ενδόμυχα και υποσυνείδητα
ζηλεύει και ακούγοντας τα ευχάριστα νέα ανταποκρίνεται με τον εξής τρόπο: «Μα,
καλά σου δόθηκε τόσο σύντομα; Προφανώς, είναι εύκολη, ελευθέρων ηθών κ.ο.κ., η
κοπέλα δεν κάνει για σένα». Και τότε, ο φίλος Α αρχίζει να καλλιεργεί
δυσάρεστες σκέψεις διότι δήθεν για το καλό του ο «έμπιστος» φίλος του τον
συμβούλεψε. Στην επόμενη συνάντηση με την κοπέλα του, ο φίλος Α είναι ψυχρός
απέναντί της και ο ίδιος, αλλά και η κοπέλα δεν μπορούν να καταλάβουν το γιατί.
Ένα χάσμα έχει ήδη δημιουργηθεί και δεν αρκεί η καλή θέληση της κοπέλας για να
το γεφυρώσει.
Όταν μιλάμε για ζήλεια και φθόνο
μαζί, τα πιθανά σενάρια θα μπορούσαν να είναι τόσα όσοι και οι ζηλόφθονες
άνθρωποι. Θα μπορούσε ο φίλος Β, π.χ. να καλλιεργήσει σκέψεις, όπως να κάνει
δική του την κοπέλα του καλού του φίλου, όχι τόσο για να αποκτήσει ένα τρόπαιο
(την όμορφη κοπέλα), όσο για να καταστρέψει τον φίλο του, επειδή δεν αντέχει να
είναι κάποιος άλλος ευτυχισμένος και όχι ο ίδιος. Μήπως τελικά ο φίλος Α με τα
λόγια του κατάφερε να ενσπείρει τέτοιου είδους σκέψεις;
Πέραν αυτών, σχετικά τώρα με την
εκδοχή στο ίδιο παράδειγμα, όπου λόγου χάρη, ο φίλος Α περιγράφει ένα
σεξουαλικό του πρόβλημα στον έμπιστο φίλο του Β, τότε ο τελευταίος ενώ νιώθει
ικανοποίηση και χαρά ως χαιρέκακος που είναι, προσποιείται δήθεν κατανόηση και
λύπη λέγοντάς του ψέματα, όπως ότι και ο ίδιος έχει το ίδιο πρόβλημα και
δυστυχώς αυτό δεν ξεπερνιέται με τίποτα.
Συνοψίζοντας, αυτό που ίσως
πρέπει να μας απασχολήσει είναι τα εξής ερωτήματα: πόσο καλά γνωρίζουμε τα
σημαντικά πρόσωπα που περιστοιχίζουν τη ζωή μας; Σε ποιους αποκαλύπτουμε τι και
γιατί; Μήπως η αποκάλυψη πληροφοριών μας καθιστά πιο ευάλωτους αφού όλες αυτές μπορούν
να χρησιμοποιηθούν εναντίον μας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου