«Δεν είναι αρκετό να ζούμε και να
μαθαίνουμε για το σήμερα. Πρέπει να ονειρευόμαστε το πώς θα είναι ο κόσμος σε
πενήντα χρόνια και να μορφωνόμαστε για τα εκατό χρόνια που θα ‘ρθουν κι ύστερα
να ονειρευόμαστε τον κόσμο για χίλια χρόνια από σήμερα» (σελ. 35).
«Μετά νομίζω ότι ένα αξιαγάπητο
άτομο είναι κάποιο πολύ αυθόρμητο άτομο. Είναι κάτι που το νιώθω πολύ, πολύ
έντονα, επειδή νομίζω ότι έχουμε χάσει την ικανότητά μας να είμαστε αυθόρμητοι.
Είμαστε όλοι σφραγισμένοι από τον χρόνο, είμαστε όλοι προκαθορισμένοι. Έχουμε
ξεχάσει το τι είναι να γελάς και να νιώθεις όμορφα γελώντας…» (σελ. 35).
«Αν νιώθετε κάτι, επιτρέψτε στους
άλλους να ξέρουν πώς νιώθετε. Δεν έχετε κουραστεί πια μ’ αυτά τα στωικά πρόσωπα
που δεν φανερώνουν τίποτα; Αν νιώθετε ότι θέλετε να γελάσετε, γελάστε. Αν σας
αρέσει κάτι που λέει κάποιος, σηκωθείτε και δώστε του συγχαρητήρια. Αν αυτό
είναι σωστό, θα είναι σωστά και τα συγχαρητήριά σας» (σελ. 36).
«Σταθερά απομακρυνόμαστε από τους
εαυτούς μας κι από τους άλλους. Το σκηνικό μοιάζει να σχηματίζεται από το πόσο
μπορούμε να απομακρυνθούμε από τους άλλους, κι όχι πόσο κοντά μπορούμε να
φτάσουμε μαζί τους. Υποστηρίζω απόλυτα το να γυρίσουμε πίσω στην παλιομοδίτικη
υπόθεση της επαφής με τους ανθρώπους. Το
χέρι μου πάντα είναι απλωμένο επειδή, όταν αγγίζω κάποιον, ξέρω ότι είναι
ζωντανός. Πραγματικά χρειαζόμαστε αυτή την επιβεβαίωση. Οι υπαρξιστές λένε ότι
όλοι νομίζουμε πως είμαστε αόρατοι κι ότι καμιά φορά πρέπει να αυτοκτονούμε για
να επικυρώσουμε το γεγονός ότι κάποια ζήσαμε» (σελ. 37).
«Το αξιαγάπητο πρόσωπο δεν έχει ανάγκη
να είναι τέλειο, μόνο να είναι ανθρώπινο. Η ιδέα της τελειότητας με τρομάζει.
Όλοι μας σχεδόν φοβόμαστε πια να κάνουμε το παραμικρό, επειδή δεν μπορούμε να
το κάνουμε τέλεια» (σελ. 38).
«Όμως, ο άνθρωπος είναι πάντα ικανός
για ωρίμανση και αλλαγή. Κι αν δεν το
πιστεύεται αυτό, τότε είσαστε ετοιμοθάνατοι. Κάθε μέρα θα πρέπει να βλέπετε τον
κόσμο με έναν καινούργιο προσωπικό τρόπο. Το δέντρο έξω από το σπίτι σας το
σπίτι σας δεν είναι πια το ίδιο, για αυτό, κοιτάξτε το! Ο άντρας σας, η
γυναίκας σας, το παιδί σας, ο πατέρας, η μητέρα σας, όλοι αλλάζουν καθημερινά,
για αυτό, κοιτάξτε τους. Το κάθετι βρίσκεται μέσα στη διαδικασία της αλλαγής,
ακόμη κι εσείς οι ίδιοι» (σελ. 40).
«Έχω μια πολύ βαθιά εντύπωση πως
το αντίθετο της αγάπης δεν είναι το μίσος, αλλά η απάθεια. Είναι το να μη
δίνεις δεκάρα για τίποτα» (σελ. 41).
Μπουσκάλια, Λέο. (1989). Η Αγάπη.
Αθήνα: Γλάρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου