Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Αυτομειονεξία και πώς υπονομεύει τη ζωή μας...


Οι περισσότεροι από εμάς όταν ακούμε για προκαταλήψεις ο νους μας πάει σε όλες εκείνες τις πεποιθήσεις που δε στηρίζονται σε κάποια λογική επιχειρηματολογία, και παρά ταύτα επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις πιο απλές έως τις πιο σύνθετες αποφάσεις ή επιλογές μας. 

Λόγου χάρη, ίσως έχετε συναντήσει ανθρώπους που θεωρούν κακοτυχία αν δουν μαύρη γάτα, αν περάσουν κάτω από σκάλα, αν σπάσουν καθρέφτη κ.ο.κ. Λίγοι, όμως, γνωρίζουν ή έχουν ακούσει κάτι για τις αυτοεξυπηρετικές προκαταλήψεις. Αυτού του είδους οι προκαταλήψεις λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται πιθανότερο οι άνθρωποι να αποδίδουν τις επιτυχίες τους στις εσωτερικές τους διαθέσεις, δηλαδή σε εσωτερικά αίτια, όπως π.χ. την ευφυΐα, την ικανότητα, κ.τ.λ. Ενώ αποδίδουν τις αποτυχίες τους σε εξωτερικά ή καταστασιακά αίτια, όπως λόγου χάρη τη δυσκολία του έργου, την έλλειψη τύχης, τη μη κατάλληλη χρονική στιγμή, κ.τ.λ. Δηλαδή, από τη μια έχουμε μια αυτοενίσχυση της μεροληψίας (εισπράττοντας τον έπαινο της επιτυχίας) και από την άλλη μια αυτοπροστασία της μεροληψίας (αρνούμενοι την ευθύνη για την αποτυχία), (Hewstone & Stroebe, 2007). 


Είναι σαφώς πιο εύκολο να κατηγορήσουμε τους άλλους κι όχι τον εαυτό μας. Αποποιούμαστε δηλαδή των προσωπικών ευθυνών και μεταθέτουμε την ευθύνη σε καταστάσεις, γεγονότα και άτομα, ώστε να μειώσουμε το άγχος και να προστατεύσουμε την εικόνα του εαυτού μας.  

Έτσι, λοιπόν, οι άνθρωποι μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες, στους θεωρητικούς της «επαύξησης» (η ευφυΐα και η ικανότητα μπορούν να αυξηθούν μέσω της προσπάθειας) και στους θεωρητικούς της «οντότητας» (η ευφυΐα και η ικανότητα είναι σταθερές), (Dweck & Leggett, 1988). 


Ίσως, πρέπει να μας απασχολήσει αυτό που υποστηρίζει ο Weiner, ότι δηλαδή ο τρόπος που αποδίδουμε τις αιτίες για τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες μας μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο αισθανόμαστε. Τα συναισθήματα περιλαμβάνουν το ευτυχές επακόλουθο της επιτυχίας και το θλιβερό επακόλουθο της αποτυχίας ή τη ματαίωση. 

Με αφορμή τους παραπάνω συλλογισμούς, ένα ερώτημα που προκύπτει είναι: πώς θα βοηθηθούμε όταν πάντα για τις επιτυχίες μας θεωρούμε υπεύθυνους εμάς τους ίδιους, ενώ για τις αποτυχίες μας τους άλλους; Επίσης, πώς θα μπορέσουμε να διορθώσουμε και να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη αν δε συνειδητοποιήσουμε πρώτα και κύρια τον βαθμό ευθύνης μας; Ουσιαστικά δε δίνουμε στον εαυτό μας τη δυνατότητα και την ευκαιρία να μάθει μέσα από τα λάθη του, εφόσον τα αρνούμαστε. 

Επιπροσθέτως, τι συμβαίνει όταν κανείς αναζητά τις αιτίες της αποτυχίας πριν ακόμη αυτή επέλθει; Τότε υφιστάμεθα τη λεγόμενη ‘’αυτομειονεξία’’, δηλαδή μια ελαφρά μορφή αυτοεξυπηρετικής προκατάληψης, όπου χρησιμοποιούνται εξωτερικοί αιτιώδεις παράγοντες, προκειμένου να συσκοτίσουν τη σχέση μεταξύ πράξεων και αξιολόγησης, ούτως ώστε να μετριάσουν με τον τρόπο αυτό τις επιπτώσεις της επικείμενης αποτυχίας. Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό, φανταστείτε κάποιον ο οποίος περιμένει να αποτύχει σε έναν στόχο που έχει θέσει, κι αντί να προσπαθήσει παραπάνω μπορεί να πάρει ουσίες που εξασθενούν τον οργανισμό ή να καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, ώστε να έχει έναν λόγο, μια αυτοεξυπηρετική ερμηνεία για να δικαιολογήσει μέσα στο μυαλό του την επικείμενη αποτυχία του (Jones, 1990).


Συνεπώς, η ‘’αυτομειονεξία’’ μοιάζει με μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, όπου εμείς οι ίδιοι σαμποτάρουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, απλά και μόνον επειδή δεν πιστεύουμε στις δυνάμεις μας ή απλά επειδή έχουμε πείσει τον εαυτό μας ότι ο στόχος μας είναι τόσο δύσκολος που δε χρειάζεται ούτε καν να προσπαθήσουμε. Πώς όμως θα μάθουμε αν ήμασταν ικανοί για την επίτευξη αυτού του στόχου αν δεν προσπαθήσουμε; Πώς είναι δυνατόν να θεωρούμε το αποτέλεσμα προδιαγεγραμμένο σε σημείο μάλιστα που να προκαλούμε κακό στο σώμα μας και στην ψυχή μας; 

Η ευφυΐα χωρίς την ικανότητα είναι δώρον άδωρον, η ικανότητα χωρίς την προσπάθεια είναι ελλιπής και η προσπάθεια χωρίς την ευφυΐα και την ικανότητα είναι μάταιος κόπος.




Βιβλιογραφία
       
Dweck, C. S., & Leggett, E. L. (1988). A social-cognitive approach to motivation and personality. Psychological Review, 95(2), 256-273.
Hewstone, M. & Stroebe, W. (2007). Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση,  σελ. 304-305, 315-317.
Jones, E.E. (1990). Interpersonal perception. New York: Macmillan.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου