Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

Διαβάζοντας: Ο Δήμιος του Έρωτα

του Ίρβιν Γιάλομ

Πρόκειται για ένα ωραίο, καλογραμμένο και ξεχωριστό βιβλίο, το οποίο αποτελείται από δέκα ιστορίες που αγγίζουν κάποια πολύ ευαίσθητα ζητήματα και μάλιστα με έναν ξεχωριστό τρόπο, κάνοντας τον αναγνώστη να δει μέσα από τα μάτια του ψυχοθεραπευτή. Κάποια από αυτά τα ζητήματα είναι λόγου χάρη η ασθένεια της παχυσαρκίας, ο θάνατος του παιδιού και ο αντίκτυπος που έχει στους γονείς, το πώς εκλαμβάνει την σεξουαλική δυσλειτουργία του ο άνδρας και πώς η γυναίκα του, ο συγκλονιστικός χειρισμός και η προσέγγιση για το αν ο βιασμός θα έπρεπε να ήταν νόμιμος, όπως πίστευε ένας ασθενής, η ανάλυση των ονείρων κ.α.


Θα λέγαμε ότι το εν λόγω λογοτεχνικό πόνημα ανήκει στην κατηγορία του μυθιστορήματος, ωστόσο θυμίζει πολύ κάποια επιστημονικά συγγράμματα που απευθύνονται κυρίως σε φοιτητές ψυχολογίας ή ψυχιατρικής και τα οποία παρουσιάζουν ορισμένες βινιέτες για να γίνουν πιο κατανοητές οι διαταραχές κι έπειτα ακολουθεί συζήτηση για τον χειρισμό του ψυχοθεραπευτή και για το αν συνέβησαν κάποια λάθη ή παραλείψεις. Τη συζήτηση εν προκειμένω την κάνει ο ίδιος ο Γιάλομ και αυτό δεν είναι κάτι εύκολο όπως αντιλαμβάνεται κανείς. Παρ’ όλα αυτά ο Γιάλομ τα καταφέρνει εξαιρετικά καλά. Ήδη από τον πρόλογο διακρίνουμε αρκετές ερμηνείες της υπαρξιακής προσέγγισης, της οποίας κύριος εκπρόσωπος είναι ο Γιάλομ, αλλά και σε όλο το βιβλίο ο αναγνώστης θα εντοπίσει μέσα από έναν παραγωγικό διάλογο αρκετές ερμηνείες, γεγονός που βοηθά στο να κατανοηθούν ορισμένες στάσεις και συμπεριφορές.

Για κάποιον που έρχεται σε πρώτη επαφή με την υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, ίσως κάποιες ερμηνείες να προκαλέσουν εντύπωση, όπως για παράδειγμα στο σημείο όπου αναφέρεται ότι ο εφιάλτης είναι ένα αποτυχημένο όνειρο κι ότι σχετίζεται με το ακατέργαστο άγχος θανάτου. Επίσης, ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι γίνεται λόγος για αρκετά σημαντικές έννοιες για την επιστήμη της ψυχολογίας όπως η «συγχώνευση», μια διαδικασία που συναντάται αρκετά συχνά στα ζευγάρια. Πολύ ωραία είναι η παρομοίωση που μας λέει ότι η «συγχώνευση» μοιάζει να είναι σαν «μια υποχώρηση των ορίων του ατόμου, σαν ένα λιώσιμο μέσα στον άλλον». Επίσης, ότι «το ερωτευμένο άτομο που έχει μπει σε μια μακάρια κατάσταση συγχώνευσης δεν αυτοπαρατηρείται, γιατί το μοναχικό εγώ το οποίο θέτει τα ερωτήματα (και μαζί του το επακόλουθο άγχος της απομόνωσης) διαλύονται μέσα στο εμείς. Έτσι, ο άνθρωπος αποφεύγει το άγχος, αλλά χάνει τον εαυτό του». Θα λέγαμε με βάση αυτά τα λόγια του Γιάλομ ότι είναι ωραίο τα δύο «εγώ» να μετατρέπονται σε «εμείς», γιατί χάνεται η ατομικότητα και πλέον δεν λειτουργείς ως «εσύ» και ο εαυτός σου, αλλά ως «εσύ» και ο «άλλος» και αυτό είναι σημαντικό γιατί χάνεται ο εγωισμός και ως εκ τούτου αυτό σημαίνει ότι ενδιαφέρεσαι για τον άλλον σχεδόν τόσο όσο για τον ίδιο σου τον εαυτό και τότε είναι που απεκδύεσαι το ένδυμα του εγωισμού, αποκτάς δηλαδή μεγαλύτερη ενσυναίσθηση και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον άλλον. Όμως σε όλο αυτό χρειάζεται κι ένα μέτρο, γιατί αν δεν υπάρχει, τότε χάνεις τελείως τον εαυτό σου και δεν μπορείς να δεις τι συμβαίνει μέσα στη σχέση σου, δεν μπορείς να δεις και να ερμηνεύσεις την συμπεριφορά του άλλου, να δεις καθαρά τι ακριβώς συμβαίνει και γιατί συμβαίνει ό,τι συμβαίνει. Έτσι, το αποτέλεσμα είναι απλά να ακολουθείς τον άλλον, του οποίου οι προθέσεις δεν είναι πάντοτε τόσο αγνές και καλοπροαίρετες όσο οι δικές σου, γιατί πολλές φορές οι άνθρωποι λειτουργούν και χειριστικά, προκειμένου να πετύχουν τους σκοπούς τους. Δε σπανίζουν οι περιπτώσεις που ο άλλος με την πρώτη ευκαιρία εκμεταλλεύεται την καλοσύνη σου. 


 

Κι άλλες σκέψεις για τον έρωτα ξεδιπλώνονται ήδη από τον πρόλογο του βιβλίου, όπως ότι «ο εγκυστωμένος αποκλειστικός έρωτας που τρέφεται μονάχα από τον εαυτό του και δεν προσφέρει, ούτε νοιάζεται για τους άλλους είναι μοιραίο να καταρρεύσει». Επίσης, «ότι υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στο να ερωτεύεσαι και στο να αγαπάς, ότι η αγάπη είναι ένας τρόπος ύπαρξης, ένα δόσιμο, όχι ένα χάσιμο». Ένα ακόμη συμπέρασμα που εκφράζει ένας από τους ήρωες του βιβλίου είναι το εξής: «παρόλο που είσαι μόνος σου στη βάρκα σου, είναι πάντα ανακουφιστικό να βλέπεις τα φώτα των άλλων πλοίων να αναβοσβήνουν κοντά σου». Αυτή η φράση έχει να κάνει με τη μοναξιά και με το πώς θα επιλέξει κανείς να την αντιμετωπίσει.   

Δίνονται ακόμη αρκετά στοιχεία σχετικά με το ποιος είναι και τι σημαίνει ψυχοθεραπευτής, ποιος είναι ο ρόλος του. Μας λέει για παράδειγμα ότι «όλοι οι ψυχοθεραπευτές γνωρίζουν ότι το κρίσιμο πρώτο βήμα στην ψυχοθεραπεία είναι η ανάληψη ευθύνης από τον ίδιο τον θεραπευόμενο για την πορεία της ζωής του», μας μιλάει δηλαδή για το πόσο σημαντικό είναι ο θεραπευόμενος να αναζητήσει και να αρχίσει να διερευνά ο ίδιος την προσωπική του ευθύνη, καθώς συνήθως οι άνθρωποι έχουν την τάση να πηγαίνουν στον ψυχολόγο για να τους δώσει έτοιμες λύσεις και συμβουλές για το τι πρέπει να κάνουν και για το πώς πρέπει να δράσουν, ρίχνοντας το βάρος της ευθύνης των αποφάσεών τους για την ίδια τους τη ζωή στους άλλους. Η δουλειά του ψυχολόγου όμως δεν είναι να δώσει στους θεραπευόμενους έτοιμες λύσεις, αλλά να τους κινητοποιήσει να σκεφτούν οι ίδιοι τι είναι το καλύτερο για τον εαυτό τους.

Επιπροσθέτως, τίθενται κι άλλα θέματα που σχετίζονται με τον ρόλο του ψυχοθεραπευτή, όπως ότι «πρέπει και να παρατηρούν και να συμμετέχουν στη ζωή των ασθενών τους. Ως παρατηρητής ο θεραπευτής πρέπει να είναι επαρκώς αντικειμενικός για να παρέχει την απαραίτητη βασική καθοδήγηση στον ασθενή». Συνεπώς, ο αναγνώστης είτε πρόκειται για άτομο που ασχολείται ενεργά με την ψυχική υγεία, είτε πρόκειται για άτομο που πηγαίνει ή που σκέφτεται να ξεκινήσει κάπου υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, κάποιες από αυτές τις αρχές της υπαρξιακής προσέγγισης θα ήταν καλό να δει αν μπορεί να τις εντοπίσει κατά τη διάρκεια των συνεδριών με τον ψυχοθεραπευτή του. 


Στην πρώτη ιστορία που έχει τον τίτλο «ο Δήμιος του Έρωτα», επαναλαμβάνει ο Γιάλομ ένα ζήτημα που το είδαμε να το εξετάζει εκτενώς και στο άλλο βιβλίο του με τίτλο: «στο Ντιβάνι», δηλαδή, την άποψη ότι οι ασθενείς θα υποστούν μεγάλη ζημιά από τους ψυχοθεραπευτές που τους χρησιμοποιούν σεξουαλικά και υπογραμμίζει ότι κάτι τέτοιο ζημιώνει πάντα τον ασθενή. Κι έπειτα διαπραγματεύεται αυτό το θέμα κι ερμηνεύει το γιατί θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο ανάμεσα στον ψυχοθεραπευτή και στον ασθενή. Θίγονται κι άλλα ουσιαστικά ζητήματα όπως αυτό της φιλίας, δηλαδή γράφει κάπου ότι «καινούργιοι φίλοι σημαίνει μόνο πως έχεις περισσότερους ανθρώπους να αποχαιρετίσεις και να πονέσεις» (σ. 48). Είναι κι αυτή μια άποψη για τη φιλία.

Πέραν αυτών, γίνονται νύξεις και για τη λειτουργία της ψυχοθεραπείας και πώς αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει καλύτερα, να είναι πιο αποτελεσματική, όπως π.χ. εκεί που μας λέει ότι «καμία ψυχοθεραπεία δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας, αν ο ασθενής κρύβει τα κεντρικά του ζητήματα (σ. 52)». Δηλαδή, διαβάζοντας ο αναγνώστης θα δει ότι υπάρχουν αρκετά σημεία όπου αναδεικνύεται τόσο ο ρόλος της ψυχοθεραπείας, όσο και ο ρόλος του ψυχοθεραπευτή, όπως στη σ. 58 που μας λέει ότι «οι θεραπευτές δεν πρέπει να σχετίζονται συναισθηματικά με τους θεραπευόμενούς τους, χάρις στον προνομιακό ρόλο τους στην πρόσβαση που έχουν σε βαθύτερα συναισθήματα και σε κρυφές πληροφορίες. Οι αντιδράσεις τους παίρνουν πάντα σημασία υπερφυσική. Είναι σχεδόν αδύνατο να δουν οι ασθενείς τους θεραπευτές τους όπως πραγματικά είναι».

Γενικά βλέπουμε ότι τον Γιάλομ τον απασχολούν αρκετά ζητήματα που έχουν να κάνουν με την δεοντολογία του λειτουργήματος του ψυχοθεραπευτή. Τον ενδιαφέρει προφανώς, μέσα από τους προσωπικούς διαλόγους που παραθέτει, αν ο ίδιος ανταποκρίνεται σε αυτό τον ρόλο, στο αν κάνει λάθη, και αυτό το βλέπουμε και στο τέλος κάποιων ιστοριών όπου γράφει κάποιον επίλογο κι εκεί παραθέτει περισσότερες σκέψεις. Αυτοί οι επίλογοι, θυμίζουν κάποιον που κρατά ημερολόγιο, για να βοηθηθεί προφανώς ο ίδιος να εμβαθύνει σε ορισμένα από αυτά τα ζητήματα που αγγίζει σε κάθε ιστορία, αλλά και στους χειρισμούς που ο ψυχοθεραπευτής έκανε.  

Ένα πολύ ωραίο σημείο στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς είναι αυτό που ο Γιάλομ μας λέει ότι «κάποιοι άνθρωποι έχουν ανεσταλμένη την επιθυμία τους και δεν ξέρουν ούτε τι νιώθουν, ούτε τι θέλουν». Αυτή η πρόταση έχει τεράστια αξία αν την αναλογιστεί κανείς, όπως και τόσα άλλα που αναφέρονται σε αυτό το μυθιστόρημα, καθώς ο αναγνώστης μπορεί να βρει τον εαυτό του, να ταυτιστεί ίσως με κάποια από αυτές τις ιστορίες. Πόσοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν την ασθένεια της παχυσαρκίας; Πόσοι γονείς έχουν έρθει αντιμέτωποι με την απώλεια του παιδιού τους;

Ένα άλλο σημείο που αξίζει να υπογραμμίσουμε είναι εκείνο όπου ο Γιάλομ μας λέει ότι «η απόφαση πάντα εμπεριέχει την παραίτηση από κάτι» και αυτή η πρόταση είναι μια άποψη που την συναντάμε γενικά στα έργα του Γιάλομ. 


Εν κατακλείδι, είναι ένα βιβλίο που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον μέσα από τις διαφορετικές αυτές ιστορίες σε απλή και κατανοητή γλώσσα που ρέει αβίαστα. Κάποια σημεία που περιλαμβάνουν ορολογία που είναι δύσκολη για τον αναγνώστη που δεν είναι εξοικειωμένος με την ψυχοθεραπεία όπως π.χ. «μεταβίβαση – αντιμεταβίβαση», εξηγούνται με έναν όμορφο κι έξυπνο τρόπο, όπως στη σελίδα 133, όπου μας λέει ότι «η μεταβίβαση αναφέρεται σε συναισθήματα που ο ασθενής εσφαλμένα συνδέει με το να μεταβιβάζει στον θεραπευτή, ενώ η αντιμεταβίβαση είναι το αντίστροφο, δηλαδή παρόμοια – παράλογα συναισθήματα που έχει ο θεραπευτής απέναντι στον ασθενή». Οπότε, ο Γιάλομ δείχνει ενδιαφέρον και για τους αναγνώστες που δεν είναι μυημένοι στα της ψυχοθεραπείας, καθιστώντας το μυθιστόρημά του εύληπτο από όλους. Εξάλλου, ο ίδιος αποκαλεί τα μυθιστορήματά του «διδακτικά» και αυτό το διαπιστώνει εύκολα κανείς. Τα μυθιστορήματά του εκτός από τη λογοτεχνική απόλαυση, οπωσδήποτε έχουν να προσφέρουν και γνώσεις σχετικά με το τι σημαίνει υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, για το τι συζητείται σε αυτές τις συνεδρίες, αλλά κυρίως για να καταλάβει ο αναγνώστης ότι ο ψυχοθεραπευτής όσες γνώσεις και να έχει, δεν παύει να είναι κι αυτός άνθρωπος και να κάνει τα δικά του λάθη για διάφορους λόγους, είτε γιατί εκείνη τη στιγμή μπορεί κάτι να μην πέρασε από το μυαλό του, είτε γιατί μπορεί να ήταν κάπως κουρασμένος, είτε για χίλιους δύο άλλους λόγους. Σας ευχόμαστε καλή ανάγνωση!  

                        

Πηγή:

Γιάλομ, Ίρβιν. (2010). Ο Δήμιος του Έρωτα. Αγράς.

 


Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου