Τα ζευγάρια που βιώνουν υψηλά επίπεδα αρνητικών συμπεριφορών φέρουν περισσότερες πιθανότητες να βιώνουν δυσαρέσκεια και τάση για αποδέσμευση από τη σχέση. Τα επίπεδα αρνητικότητας μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονα, σε σημείο που το ίδιο το άτομο να μην μπορεί να το ελέγξει, καθώς νιώθει να δυσφορεί μέσα σ’ αυτή τη σχέση.
Είναι δύσκολο όταν το ζευγάρι έχει εγκαταστήσει έναν αρνητικό φαύλο κύκλο, όπου οι επιθετικές και εχθρικές αλληλεπιδράσεις επαναλαμβάνονται, να μπορέσει να ξεφύγει από αυτόν. Η κάθε πλευρά αποδίδει αυτή την αρνητικότητα στην άλλη πλευρά, ενώ ταυτόχρονα ο καθένας ανταποδίδει αυτές τις αρνητικές συμπεριφορές. Αυτό οδηγεί το ζευγάρι στο να πληγώνει ο ένας τον άλλο, απαντώντας στην αρνητική συμπεριφορά που έχει δεχθεί.
Έτσι, το ζευγάρι καταλήγει να είναι καταπονημένο και να νιώθει διαρκώς δυσφορία και ένταση, μη μπορώντας να βγει από αυτόν τον φαύλο κύκλο. Και οι δύο συχνά παραπονιούνται ή επικρίνουν την άλλη πλευρά, περιφρονούν τον άλλο, αμύνονται ή κρατούν μια διφορούμενη στάση. Τα μηνύματα που δίνει ο κάθε σύντροφος στον άλλο εντείνουν τα αρνητικά συναισθήματα, με αποτέλεσμα το ζευγάρι να γίνεται αμυντικό και αποτραβηγμένο, λόγω των έντονων αρνητικών συναισθημάτων.
Με διαφορετικό τρόπο φαίνεται πως αντιδρούν άνδρες και γυναίκες απέναντι στην αρνητικότητα που βιώνουν μέσα στη σχέση. Οι άνδρες εμφανίζουν συνήθως θυμό και περιφρόνηση για τη σύντροφο ή σύζυγο, ενώ οι γυναίκες νιώθουν κυρίως λύπη και φόβο, εξαιτίας της κατάστασης που βιώνουν. Οι Gottman & Levenson (1992) βρήκαν ότι τα ευτυχισμένα ζευγάρια εμφανίζουν λιγότερα παράπονα, συμπεριφορές επίκρισης , περιφρόνησης, αμυντικότητας και διφορούμενης στάσης, σε σύγκριση με τα ζευγάρια με υψηλά επίπεδα αρνητικότητας. Επίσης, τα ευτυχισμένα ζευγάρια δεν έχουν αμοιβαία αρνητικά συναισθήματα και καταστρεπτικές συμπεριφορές.
Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα αποφυγή της σύγκρουσης. Παίζει σημαντικό ρόλο ο τρόπος που το ζευγάρι μπορεί να διαχειριστεί τη σύγκρουση ώστε να καταφέρει να καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο. Στις περιπτώσεις που το ζευγάρι δεν καταφέρνει να επιλύσει αποτελεσματικά τις συγκρούσεις που βιώνει, οδηγείται σε αύξηση των συγκρούσεων φτάνοντας στην απόφαση του χωρισμού (Hendrick & Hendrick, 2012).
Βιβλιογραφία
Gottman, J.M. & Levenson, R.W. (1992). Marital processes predictive of later dissolution: Behavior, physiology and health. Journal of Personality and Social Psychology, 63, 221-233.
Hendrick, C. & Hendrick, S.S. (2012). Στενές σχέσεις. Θεμελιώδη ζητήματα της ψυχολογίας των διαπροσωπικών σχέσεων. (Επιμ. Π. Κορδούτης). Αθήνα: Πεδίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου