«Ήταν μια φορά ένας κύριος που κάθε πρωί έφευγε από το σπίτι του για να πάει στη δουλειά. Παρόλο που το ωράριό του δεν είχε αλλάξει τα τελευταία είκοσι χρόνια, συνέχιζε να αργεί κάθε μέρα. Πάντα έχανε τα πρώτα λεπτά της μέρας προσπαθώντας να βρει τα ντοσιέ του, τα παπούτσια του ή τα έσωρουχά του. Τέτοια ήταν η αφηρημάδα του, που μερικές φορές, όταν επιτέλους κατάφερνε να βγει και να πάει στη στάση του λεωφορείου, αναγκαζόταν να γυρίσει ξανά σπίτι του για να πάρει κάτι που μόλις συνειδητοποιούσε πως είχε ξεχάσει. Όταν δεν ήταν τα λεφτά του, ήταν η ταυτότητά του, όταν δεν ήταν η γραβάτα του ήταν μία από τις κάλτσες του.
Ένα βράδυ, αποφάσισε πως αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί έτσι.
‘Θα φτιάξω μια λίστα’, είπε στον εαυτό του, ‘θα σημειώνω κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ που αφήνω το κάθε πράγμα, και θα αφήσω το σημειωματάριό μου στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι μου. Όταν σηκωθώ, θα δω τη λίστα μου και θα ξέρω που είναι το κάθε τι που πρέπει να πάρω μαζί μου’.
Ο άνθρωπος, ευχαριστημένος από την ιδέα του, στον δρόμο για το σπίτι αγόρασε ένα μικρό τετράδιο και ένα μολύβι, κατάλληλα για τον σκοπό του. Μπαίνοντας σπίτι έβγαλε το παλτό του και το κρέμασε. Στο τετράδιό του σημείωσε: ‘το παλτό, στην κρεμάστρα’ και βγάζοντας τη γραβάτα πρόσθεσε: ‘και η γραβάτα, επίσης’. Άφησε τα ντοσιέ και τα χαρτιά του πάνω στο τραπέζι και το σημείωσε. Αργότερα, όταν ξάπλωσε, σημείωσε τη θέση κάθε πράγματος που έβγαζε: ‘το πουκάμισο και το παντελόνι στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι… τα παπούτσια κάτω από το κρεβάτι και οι κάλτσες μέσα στα παπούτσια…’
Το άλλο πρωί, μόλις ξύπνησε, πήρε το τετράδιό του και διάβασε από κάτω προς τα πάνω: ‘οι κάλτσες μέσα στα παπούτσια… που είναι κάτω από το κρεβάτι…’ Τα βρήκε και τα φόρεσε. Κι έτσι συνέχισε να ντύνεται με ηρεμία και τάξη, αξιοποιώντας τον κόπο του… Όταν ήταν έτοιμος, πήρε τα ντοσιέ από το τραπέζι και ετοιμάστηκε να βγει. Όταν έφτασε στην πόρτα, πριν βγει, ξανακοίταξε τη λίστα, για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε ξεχάσει τίποτα. Άρχισε να τα επαναλαμβάνει: ‘οι κάλτσες, τα παπούτσια, το πουκάμισο, η γραβάτα, τα χαρτιά μου, τα ντοσιέ…’
Και ξαφνικά χλόμιασε.
‘Κι εγώ;;; Εγώ πού είμαι;’ Αναρωτήθηκε.
Ξαναμπήκε για να ψάξει, χωρίς επιτυχία. Έκατσε σχεδόν απελπισμένος στην πολυθρόνα και μάταια έψαξε στη λίστα, αλλά δεν υπήρχε τρόπος: είχε ξεχάσει τον εαυτό του» (σελ. 67-68).
Μπουκάι, Χόρχε. (2012). Βασίσου πάνω μου. Αθήνα: Opera.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου