«Το κυρίαρχο πρόβλημα των ανθρώπων στα μέσα του εικοστού αιώνα είναι η κενότητα. Μ’ αυτό δεν εννοώ μόνο ότι πολλοί άνθρωποι δεν ξέρουν τι θέλουν, αναφέρομαι επίσης στο ότι συχνά δεν έχουν ιδέα ούτε για το τι αισθάνονται. Όταν μιλούν για αναποφασιστικότητα ή έλλειψη αυτονομίας –προβλήματα που αναφύονται σε κάθε δεκαετία, γίνεται σύντομα φανερό ότι το ουσιαστικό πρόβλημα έγκειται στην άγνοια των επιθυμιών και αναγκών τους. έτσι παραπαίουν, γιατί νιώθουν κούφιοι, άδειοι. Ο λόγος για τον οποίο έρχονται να ζητήσουν βοήθεια μπορεί να είναι, παραδείγματος χάρη, η αλλεπάλληλη διάλυση των ερωτικών δεσμών τους, η αδυναμία τους να ολοκληρώσουν τυχόν σχέδια γάμου ή η έλλειψη ικανοποίησης με τον συζυγικό σύντροφο. Από τη συζήτηση όμως μαζί τους βγαίνει το συμπέρασμα ότι αυτό που προσδοκούν από τον σύντροφό τους, πραγματικό ή ιδεατό, είναι να καλύψει κάποιο κενό μέσα τους. και ο θυμός ή η ανησυχία τους προέρχεται από το ότι αυτός ή αυτή δεν εκπληρώνουν αυτές τις προσδοκίες.
Γενικά, μιλούν με άνεση για αυτά που θα έπρεπε να επιθυμούν –να τελειώσουν τις σπουδές τους με επιτυχία, να βρουν δουλειά, να ερωτευτούν, να παντρευτούν και να δημιουργήσουν οικογένεια. Πολύ σύντομα όμως γίνεται σαφές, ακόμη και σ’ αυτούς τους ίδιους, ότι περιγράφουν τις προσδοκίες άλλων, δηλαδή των γονιών, των καθηγητών ή των διευθυντών τους και όχι τις δικές τους. Πριν από είκοσι χρόνια, θα μπορούσε κανείς να πάρει αυτές τις εξωτερικές πιέσεις στα σοβαρά. Σήμερα, όμως, το άτομο συνειδητοποιεί ότι οι γονείς του ή η κοινωνία δεν επιβάλλουν τις απαιτήσεις τους πάνω του. Θεωρητικά, τουλάχιστον, οι γονείς του του έχουν πει επανειλημμένα ότι είναι ελεύθερος να αποφασίζει για τον εαυτό του. Και, επιπλέον, το άτομο το ίδιο συνειδητοποιεί ότι δεν το ωφελεί η εκπλήρωση τέτοιων εξωτερικών προσδοκιών. Αλλά αυτό κάνει το πρόβλημά του ακόμα δυσκολότερο, εφόσον τόσο λίγο έχει πεισθεί για τη γνησιότητα των στόχων του. Σύμφωνα με τα λεγόμενα κάποιου: Είμαι μόνο ένα σύνολο από καθρέφτες, που αντανακλούν ότι οι άλλοι προσδοκούν από μένα.
[…] Το πιο συνηθισμένο πρόβλημα τώρα δεν εντοπίζεται στα κοινωνικά ταμπού σχετικά με τη σεξουαλικότητα ή σε αισθήματα ενοχής για το ίδιο το σεξ, εντοπίζεται στο γεγονός ότι για πάρα πολλούς ανθρώπους το σεξ αποτελεί μια κενή και μηχανική εμπειρία.
Το όνειρο μια νεαρής γυναίκας σκιαγραφεί το δίλημμα του προσώπου που λειτουργεί σαν καθρέφτης. Ήταν αρκετά χειραφετημένη σεξουαλικά, αλλά ήθελε να παντρευτεί και δεν μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα σε δύο πιθανούς συζύγους. Ο ένας ήταν ο σταθερός μεσο-αστός, τον οποίο η εύπορη οικογένειά της θα επιδοκίμαζε. Ο άλλος, όμως, ταίριαζε περισσότερο με τα καλλιτεχνικά μποέμικα ενδιαφέροντά της. Στη διάρκεια της οδυνηρής αναποφασιστικότητάς της για το τι είδους ζωή ήθελε να κάνει, ονειρεύτηκε ότι ένα πλήθος άνθρωποι έκαναν ψηφοφορία για να διαλέξουν τον μέλλοντα σύζυγό της. Ενώ ονειρευόταν, πλημμύρισε από ανακούφιση αυτή ήταν σίγουρα μια βολική λύση! Το μόνο πρόβλημα ήταν πως, όταν ξύπνησε δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιος είχε ευνοήσει η ψηφοφορία.
Πολλοί άνθρωποι θα μπορούσαν, με αφετηρία τα προσωπικά τους βιώματα, να ξεστομίσουν τα προφητικά λόγια που ο Τ.Σ. Έλλιοτ έγραψε στα 1925:
Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι.
Οι παραγεμισμένοι άνθρωποι.
Που προσπαθούμε ν’ ακουμπήσουμε ο ένας
Πάνω στον άλλο.
Με κεφαλομάντηλο γεμάτο από άχυρο,
Αλίμονο!
Μορφή χωρίς σχήμα, σκιά χωρίς χρώμα,
Παραλυμένη δύναμη, χειρονομία χωρίς κίνηση».
(σελ. 18-20)
Μπορούμε να ζούμε σε μια κατάσταση κενότητας, έχοντας αδυναμία επίγνωσης των συναισθημάτων και των αναγκών, που οφείλεται εκ πρώτης όψεως σε μια αβεβαιότητα που βιώνουμε.
«Ποια είναι η ψυχολογική προέλευση αυτού του φαινομένου; Το αίσθημα κενότητας που έχουμε παρατηρήσει κοινωνιολογικά και ατομικά, δε σημαίνει ότι πραγματικά οι άνθρωποι είναι κούφιοι, ή ότι δε διαθέτουν πια συναισθηματικές δυνατότητες. Η ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι άδεια με τη στατική έννοια του όρου, σαν να πρόκειται δηλαδή για μπαταρία που χρειάζεται φόρτιση. Η εμπειρία του κενού προέρχεται, συνήθως, από το αίσθημα ότι κάποιος βρίσκεται σε παντελή αδυναμία να κάνει οτιδήποτε αποτελεσματικό για τη ζωή του και τον κόσμο γενικότερα.
Είναι το τελικό συσσωρευμένο αποτέλεσμα μιας ορισμένης πεποίθησης, που κάποιος έλεγε για τον εαυτό του. Ότι δηλαδή, δεν είναι σε θέση να λειτουργήσει σαν οντότητα για να κατευθύνει τη ζωή του, να αλλάξει τη στάση των άλλων απέναντί του ή να επηρεάσει αποτελεσματικά τον κόσμο γύρω του. Έτσι δημιουργείται το αίσθημα βαθιάς απελπισίας και ματαιότητας, που τόσοι πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας νιώθουν. Και σύντομα, εφόσον αυτό που θέλουν και αισθάνονται δεν έχει καμιά πραγματική σημασία, παύουν να έχουν επιθυμίες και αισθήματα. Η αδιαφορία και η ισοπέδωση είναι επίσης μια μορφή άμυνας ενάντια στο άγχος. Όταν κάποιος αντιμετωπίζει συνεχώς κινδύνους τους οποίους αδυνατεί να υπερνικήσει, η τελευταία γραμμή άμυνας του είναι το να αποφεύγει ακόμη και να αισθάνεται τους κινδύνους» (σελ. 28-29).
Πηγή:
Ρόλλο Μέη. Η έρευνα του ανθρώπου για τον εαυτό του. Νικήστε το άγχος. Αποκτήστε ελευθερία και τόλμη. Εκδόσεις Κονιδάρη.
Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου