Ακολουθεί μια συνέντευξη της συγγραφέως, Μαρίας Πρινάρη- Καρκαβατσάκη, η οποία έχει εκδώσει τέσσερα μυθιστορήματα, εκ των οποίων το καθένα έχει τη δική του θεματολογία. Κοινό στοιχείο όλων είναι η ενασχόληση με τις ανθρώπινες σχέσεις, την ψυχολογία και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Μέσα από μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, η κυρία Καρκαβατσάκη μας αποκαλύπτει τη δική της εικόνα για τα τέσσερα μυθιστορήματα που έγραψε, τα κίνητρα που την οδήγησαν να ασχοληθεί με τη συγγραφή αλλά και το τι σημαίνει για την ίδια η συγγραφή. Μοιράζεται μαζί μας όλη τη συγγραφική της πορεία και στέκεται περισσότερο στο τελευταίο της δημιούργημα, που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Αγγελάκη.
«Πάντα διάβαζα από μικρή. Από τότε που είχα τη δυνατότητα να έχω βιβλία, γιατί εμείς στα χρόνια εκείνα, και στο χωριό που γεννήθηκα και μεγάλωσα εγώ δεν είχαμε τη δυνατότητα να έχουμε βιβλία».
-Σας ευχαριστούμε για την Τιμή να μας παραχωρήσετε αυτή τη συνέντευξη! Έχουμε διαβάσει τα βιβλία σας και μας άρεσαν για πολλούς και διάφορους λόγους, κυρίως για την πλοκή, αλλά και τη ροή της γλώσσας, για το πόσο κατανοητός είναι ο τρόπος γραφής σας και για το γεγονός ότι σου κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον! Πώς το καταφέρνετε αυτό;
- Γράφω με τον τρόπο που θέλω να είναι γραμμένα και τα βιβλία που διαβάζω κιόλας. Έτσι δηλαδή, κατανοητά, να μην δυσκολεύομαι και να γυρίζω πίσω. Τα ξαναδιαβάζω και γι’ αυτό βγαίνουν έτσι.
- Οπότε γενικά σας αρέσει το διάβασμα, σωστά;
- Εννοείται! Πάντα διάβαζα από μικρή. Από τότε που είχα τη δυνατότητα να έχω βιβλία, γιατί εμείς στα χρόνια εκείνα, και στο χωριό που γεννήθηκα και μεγάλωσα εγώ δεν είχαμε τη δυνατότητα να έχουμε βιβλία, δηλαδή σαν μικρά παιδιά που τώρα ένα παιδάκι από την ώρα που γεννιέται έχει βιβλία με τη μορφή του πάνινου που ας πούμε ξεκινάνε, όχι. Εμείς βιβλία, είδαμε πρώτη φορά όταν πήγαμε σχολείο.
- Είχατε κάποιον αγαπημένο συγγραφέα στην εφηβεία;
- Ναι, βέβαια. Στην εφηβεία μου διάβασα πολύ! Διάβασα όλο τον Λουντέμη, διάβασα Σαμαράκη, Καζαντζάκη, Μυριβήλη και βασικά αυτά μπορούσα να δανειστώ, αλλά τα αγάπησα. Ήταν αυτά που αγάπησα. Εγώ έτσι αγάπησα τη λογοτεχνία, τη λογοτεχνία, την αγάπησα ξεκινώντας από τον Λουντέμη, πρωτύτερα ας πούμε από αυτό είχα διαβάσει εκείνο το βιβλίο που είχε κάνει δώρο ο παππούς μου, ο οποίος παππούς μου ήταν γεννημένος το 1900. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν είχε σπουδάσει, αλλά είχε διαβάσει πάρα πολύ όμως! Είχε διαβάσει πάρα πολύ και τα δώρα που μου έκανε ήταν βιβλία και μου είχε κάνει δώρο σαν μικρή που ήμουν τον Μιχαήλ Στρογκόφ, τον γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες, το 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα και άλλα.
- Οπότε μεγαλώσατε σε μια οικογένεια που υπήρχε η αγάπη για τη λογοτεχνία.
- Ήταν ο μόνος που είχε έτσι μια σχέση με το διάβασμα. Μόνο αυτός ο παππούς μου, κανένας άλλος, οι άλλοι ήτανε άνθρωποι του χωριού. Η μαμά μου είχε τελειώσει το δημοτικό και ο πατέρας μου καθόλου, ήταν παιδιά της κατοχής.
- Σχολείο που πήγατε;
- Το δημοτικό το τέλειωσα στο χωριό μου, αλλά εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε δυνατότητα τα παιδιά που ζούσαν στο χωριό να έχουν εκεί γυμνάσιο και στην πορεία Λύκειο. Για να συνεχίσεις, τελείωνες το δημοτικό και για το γυμνάσιο θα μετακόμιζες πλέον στην πόλη και αυτό έκανα κι εγώ. 12 χρονών φεύγω πλέον από το χωριό και συνεχίζω στο Ηράκλειο μετά.
- Υπάρχουν στοιχεία της ζωής σας στα βιβλία που έχετε συγγράψει;
- Κανένα δεν είναι αυτοβιογραφικό από τα βιβλία που έχω γράψει, αλλά πάντα όμως υπάρχουνε βιωματικά στοιχεία, κάποια, ιδιαίτερα στο πρώτο βιβλίο στο «η αγάπη ποτέ δεν έσβησε», που αναφέρεται στην εποχή που ήμουν εγώ έφηβη και μαθήτρια. Οπότε, υπάρχουν αναφορές στον τρόπο που ζούσαμε τότε, ο τρόπος που διασκεδάζαμε, αλλά κανένα δεν περιγράφει εμένα και τη ζωή μου. Μπορεί κάποια να περιγράφουν συναισθήματά μου, συναισθήματα τα οποία έχω βιώσει και τα μεταφέρω, ή συναισθήματα τα οποία δημιουργώ και τα βιώνω γράφοντάς τα. Αλλά αυτοβιογραφικό δεν είναι κανένα.
- Και πώς προέκυψε η απόφαση να εκδώσετε το πρώτο σας βιβλίο με τίτλο: «η αγάπη ποτέ δεν έσβησε»;
- Είναι λίγο τυχαίο… την περίοδο που συνταξιοδοτήθηκα, ήμουν νέα, 50 χρονών, βγήκα σε μειωμένη σύνταξη, αλλά έπρεπε κάτι να κάνω, δεν μπορούσα να κάτσω 50 χρονών με τα χέρια δεμένα. Δούλευα και μια δουλειά παράλληλη στο σπίτι μου εκείνη την περίοδο, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό και επειδή εμένα πάντα μου άρεσε να διαβάζω, και πάντα κάτι έγραφα, δεν είχα γράψει ποτέ ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα ή διήγημα, αλλά από πολύ μικρή, από τα χρόνια του σχολείου είτε ημερολόγιο, είτε έγραφα ένα κείμενο, έτσι για μια έμπνευση που μου είχε έρθει και το έγραφα. Άρχισα να γράφω χωρίς να είναι αυτοσκοπός να εκδοθεί και να κυκλοφορήσει βιβλίο, αλλά όταν το ολοκλήρωσα είπα και τι θα χάσω; Αυτό συνέβη το 2012, ή το 2013, κάπου εκεί, και είπα τι θα χάσω να το στείλω σε ένα δύο εκδοτικούς να δω. Και το έστειλα. Τότε ήταν λίγο διαφορετικά. Έπρεπε να το εκτυπώσουν και να το στείλεις σε μορφή βιβλίου. Δεν στέλναμε ας πούμε, όπως τώρα με το email το βιβλίο που πάει στον εκδοτικό το βιβλίο κατευθείαν. Ε, και ήταν λίγο δαπανηρό να το κάνεις αυτό. Έτσι, λοιπόν το έστειλα σε μερικούς εκδοτικούς, δεν είχα εγώ τότε ούτε ίντερνετ, ούτε ασχολιόμουν καθόλου, δηλαδή να ψάξω μέσα από το Ίντερνετ τους εκδοτικούς οίκους. Μέσα από τη βιβλιοθήκη μου έπιασα μερικά βιβλία και είδα κάποιους εκδοτικούς οίκους και τελικά βρήκα τις διευθύνσεις τους και έστειλα το βιβλίο μου.
Εντάξει δεν πήρα θετική απάντηση με την πρώτη που το έστειλα στον πρώτο ή στον δεύτερο εκδοτικό, άλλοι δεν απάντησαν ποτέ, άλλοι απάντησαν αρνητικά, άλλοι απάντησαν μετά πολλών επαίνων, αλλά ευχαριστούμε όχι (γέλιο). Τέλος πάντων, κάποια στιγμή από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη μου είπαν: μας αρέσει το βιβλίο, μας ενδιαφέρει, ελάτε να συζητήσουμε. Κι εκεί πλέον εγώ, ενθουσιάστηκα, δηλαδή, δεν θα μπορούσε να με σταματήσει μετά τίποτα. Όταν μπήκα στη διαδικασία να το ονειρευτώ, σαν βιβλίο, να το κρατάει κάποιος στα χέρια και να το διαβάζει, εκεί μετά… οπότε προχώρησε! Είχα αρχίσει ήδη να γράφω το «πουλί θα κάμω τη χαρά» όταν δέχτηκαν το πρώτο βιβλίο και μέχρι να κυκλοφορήσει σχεδόν το είχα ολοκληρώσει το άλλο. Οπότε πλέον είχα μπει και σε διαδικασία να απολαμβάνεις και τις χαρές του. Και προχώρησα μετά να θέλουν κάπως έτσι δηλαδή, χωρίς να το περιμένω. Μπήκα στη διαδικασία αυτή.
- Από το περιβάλλον υπήρχε παρακίνηση ή ήταν περισσότερο δικό σας όνειρο;
- Από τη στιγμή που άρχισα να γράφω, ναι, οι δικοί μου, το περιβάλλον, τα παιδιά μου, μου λέγανε να το κάνεις, να το προχωρήσεις. Ο γιος μου μόνο μου είχε πει πριν καν γράψω, γιατί δεν γράφεις, γιατί τους έκανε εντύπωση ακόμα και στις καρτούλες που τους έγραφα για να τους ευχηθώ για τη γιορτή, για τα γενέθλιά τους, δεν ήταν μόνο πέντε λέξεις τυπικές, πάντα έγραφα κάτι που να βγάζει ένα νόημα.
-Από τα τέσσερα βιβλία ποιο είναι το αγαπημένο σας;
- Όσοι τα έχουν διαβάσει και τα τέσσερα, μου λένε ασυζητητί πως το καλύτερο είναι το τελευταίο, το Λάχεσις, και το καταλαβαίνω και εγώ γιατί τώρα όντως αυτές τις μέρες το ξαναδιαβάζω σαν βιβλίο που εκδόθηκε, γιατί αφού εκδόθηκε δεν το διάβασα αυτό το βιβλίο, είχα κουραστεί να το διαβάζω τόσες πολλές φορές. Και το διαβάζω τώρα, και το αντιλαμβάνομαι και εγώ ότι όντως είναι το καλύτερο, το πιο καλογραμμένο με την καλύτερη έτσι δομή. Αλλά εγώ έχω αγαπήσει και σε διαστάσεις έρωτα, δηλαδή το προηγούμενο, το Αντέτι.
-Τώρα που έχει τυπωθεί κι έχει κυκλοφορήσει προσπαθείτε να το διαβάσετε ως αναγνώστρια πλέον, δηλαδή αποστασιοποιημένη;
-Ναι! Νομίζω ότι το καταφέρνω σε ένα ικανοποιητικό βαθμό να το διαβάζω αποστασιοποιημένα, όπως διαβάζω και τα βιβλία των άλλων συγγραφέων, κάποιες σελίδες κάθε μέρα και έχω την αγωνία να δω τι θα γίνει παρακάτω. Οι περιγραφές, κάποια αποφθέγματα, κάποιες ατάκες των ηρώων, τα οποία έχω ξεχάσει.
-Και όταν το ξανά διαβάζετε, υπάρχουν πράγματα που θα θέλατε να αλλάξετε στη ροή της ιστορίας;
-Να πω την αλήθεια, μέχρι στιγμής όχι. Τώρα που το διαβάζω, το Λάχεσις, έχω ξεπεράσει τις 300 σελίδες και περισσότερο από το μισό δηλαδή που έχω διαβάσει. Μέχρι στιγμής δεν είναι κάτι που θα ήθελα να το αλλάξω. Καλώς όσα έχει, όπως είναι και δεν έχω βρει και λάθη παρά μόνο ένα. Στην τελική του μορφή μετά τις διορθώσεις που πήγε στο τυπογραφείο. Συγκεκριμένα το λάθος αφορά μια λέξη, όπου λείπει το τελικό σίγμα αυτό, αλλά όπως λέγαμε στον εκδοτικό μια μέρα… ένα λάθος είναι για το γούρι (γέλιο).
-Είπατε προηγουμένως «έρωτας» για το Αντέτι, γιατί τόσο πολύ;
-Γιατί; Δεν ξέρω γιατί… Αυτό το αγάπησα τόσο πολύ! Είναι ένα βιβλίο που αφορά την κουλτούρα της Κρήτης. Τα έθιμα και τους άγραφους νόμους που σήμερα τείνουν να χαθούν. Ήταν ένα βιβλίο το οποίο κυρίως ο γιος μου, μου έδωσε την ιδέα του. Έχουμε ένα Αντέτι κι εμείς στο σπίτι μας. Κάθε Κυριακή μεσημέρι, παρότι έχουν παντρευτεί και έχουν τα δικά τους σπίτια, έρχονται και τρώμε μαζί, και συζητάμε. Και λέγαμε για βιβλία, λοιπόν, και μου λέει ο γιος μου: Γράψε ένα βιβλίο να μου αρέσει κι εμένα πολύ. Μου λέει γιατί δεν γράφεις για τον Σασμό; Του λέω έχεις δίκιο. Θα το δω και άρχισα να το ερευνώ το θέμα. Συνάντησα πολλές δυσκολίες. Όταν ερευνούσα αυτό το θέμα, γιατί υπάρχει μια πολύ λεπτή γραμμή, που χωρίζει το σωστό από το λάθος σε αυτό το θέμα. Μια λέξη μπορεί να κάνει τη διαφορά.
-Στα βιβλία σας υπάρχει κάτι κοινό που τα χαρακτηρίζει: ότι μιλούν και αναφέρονται στις ανθρώπινες σχέσεις. Ειδικά το «πουλί θα κάμω τη χαρά» ασχολείται με την απώλεια, το πένθος, την κατάθλιψη. Όλα αυτά αποτυπώνονται στο χαρτί και περιγράφονται με αρκετά καλό τρόπο, δηλαδή, όπως ακριβώς συμβαίνουν. Για όλα αυτά ήταν το περιβάλλον σας η πηγή έμπνευσης;
-Να σας πω λίγο για το πρώτο, «η αγάπη ποτέ δεν έσβησε». Εκεί δίνω περισσότερη έμφαση εκτός από την αγάπη και τον έρωτα, στην φιλία, έτσι; Στη σχέση τη φιλική και το ρόλο που παίζουν οι φίλοι στη ζωή μας. Εκεί λίγο, περιγράφοντας αυτές τις τέσσερις φίλες που ήταν η μια δίπλα στην άλλη και στους έρωτες και τους χωρισμούς, και στις απώλειες και σε όλα… Και είχα στο βάθος του μυαλού μου πάντα τις δικές μου τις φίλες που έχω από τον καιρό του σχολείου, και που έχουν περάσει πάνω από 40 χρόνια που έχουμε τελειώσει το σχολείο και ακόμα κρατάμε τη φιλία μας σαν να μην έχουμε χωρίσει ποτέ, παρ’ ότι εκείνες ζουν στην Κρήτη και εγώ είμαι εδώ. Όμως και μιλάμε και συναντιόμαστε όταν θα πάω και όταν έρθουν εδώ θα έρθουν να με δούνε και έχουμε παντρευτεί όλες και έχουμε εγγόνια όλες. Και οικογενειακά βρισκόμαστε και τα λοιπά, και έχω δώσει βάρος σε αυτό και θέλω να καταλάβει ο αναγνώστης τη σημασία αυτής της σχέσης της φιλικής που είναι τεράστια. Είναι ανεκτίμητη αξία η φιλία και αυτό προσπάθησα να κλείσω μέσα σε αυτό το βιβλίο.
Τώρα το «πουλί θα κάμω τη χαρά» που είναι στο θέμα της κατάθλιψης, έτσι πιο πολύ προσανατολίζεται το θέμα του εκεί, αλλά και αυτό όμως έχει το θέμα της φιλίας και του κοινωνικού μας, του οικογενειακού, του στενού αλλά και του ευρύτερου περίγυρου, τον ρόλο που παίζει στη ζωή μας. Το πώς ξεκίνησα να το γράφω αυτό; Έτυχε να ακούσω σε μια εκπομπή, τρεις ή τέσσερις περιπτώσεις απώλειας του συντρόφου λίγο πριν το γάμο, όπως είναι και το δικό μου αυτό. Και έτυχε να το ακούσω έτσι πολύ στα πεταχτά, χωρίς να κάτσω να ακούσω εκτενέστερα τι έγινε στου καθενός στη ζωή, αλλά το έβαλα στο μυαλό μου και λέω: για σκέψου τι σοβαρό πράγμα είναι αυτό και τι μπορεί να σου δημιουργήσει μετά στην πορεία και πώς μπορείς να το αντιμετωπίσεις. Και μια κατάθλιψη πάντοτε ο περισσότερος κόσμος, νομίζω την περνάει ή νομίζω ότι την περνά, γιατί καμιά φορά νομίζεις, ίσως εσείς το ξέρετε καλύτερα, λέμε κατάθλιψη, αλλά μπορεί και να μην είναι, να είναι απλώς μια θλίψη. Αλλά ο περισσότερος κόσμος σε κάποια φάση της ζωής του, μπορεί να περάσει και από αυτό, να τον αγγίξει, να τον προσπεράσει ή να μείνει, να του κάνει παρέα για πολλά χρόνια… Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι αυτοί οι άνθρωποι που τους συνέβη αυτό, σίγουρα θα είχαν υποδεχτεί την κατάθλιψη, στη συνέχεια, θα είχαν ένα πένθος όπως στην παρουσίαση αυτού του βιβλίου, είχα την τιμή να συμμετέχει στους ομιλητές ένας ψυχολόγος που με τη μαμά του ήμασταν φίλες. Και ήταν και στους ομιλητές και του Λάχεσις. Για το συγκεκριμένο μιλάω στην Κρήτη, εκεί είναι αυτός ο επιστήμονας, ο κύριος Παπαστεφανάκης είναι σπουδαίος επιστήμονας. Έχει την ηλικία των παιδιών μου, με τη μαμά του ήμασταν φίλες και μου έκανε την τιμή και σε αυτό το βιβλίο και στο τελευταίο. Μου είχε πει, λοιπόν, ότι εγώ περισσότερο θα το έλεγα σαν παρατεταμένο πένθος. Αυτό που βίωσε αυτή η κοπέλα και λιγότερο κατάθλιψη. Έτσι, το φαντάστηκα, λοιπόν, κι εγώ και προσπαθούσα μετά να μπω σε αυτή τη θέση. Και βέβαια έψαχνα τώρα που έχουμε τη δυνατότητα και μέσα από το ίντερνετ, έψαχνα να βρω τι συμβαίνει όταν κάποιος βιώνει κατάθλιψη, όταν βιώνει κρίσεις πανικού, τι γίνεται; Παρακολουθούσα εκπομπές. Αγόρασα κάποια βιβλία σχετικά και τα διάβασα, πολλά, αρκετά βιβλία. Τα 4 -5 βιβλία τα οποία τα διάβασα όλα, και κράτησα τις σημειώσεις μου, γιατί προσπαθώ όσο γίνεται να μην γράφω ανακρίβειες.
-Ωραία, και το Λάχεσις;
-Το Λάχεσις όταν ξεκίνησα να το γράφω, δεν είχα στο μυαλό μου ακριβώς αυτό το θέμα να γράψω, την κακοποίηση και ούτε το έχω συνδέσει με το κύμα γυναικοκτονιών και κακοποιήσεων που ακούμε τα τελευταία 3 χρόνια. Όταν το ξεκίνησα να το γράφω γιατί εγώ σας είπα όλα τα βιβλία μου παίρνουν πάνω από τρία χρόνια. Τρία χρόνια, λοιπόν, πριν και ένα που έχει βγει τέσσερα ήταν πριν ξεσπάσει αυτό το τσουνάμι. Αλλά δεν ξεκίνησα να γράψω και γι’ αυτό. Μου γεννήθηκε μετά που άρχισα να γράφω, γι’ αυτό εσείς που το διαβάσατε κιόλας ξέρετε, βλέπετε, ξεκινάει λίγο με την γιαγιά, η οποία έχει άνοια. Ξεκίνησα να γράφω για τη γιαγιά που βίωνε αυτή την κατάσταση λόγω ηλικίας πλέον. Γιατί εκείνη την περίοδο ήταν η μαμά μου σε αυτή την κατάσταση.
-Α να ένα προσωπικό βιογραφικό στοιχείο!
Όταν λοιπόν ξεκίνησα να μπαίνω στο κομμάτι που η ηρωίδα βιώνει την κακοποίηση ή την κακοποιητική συμπεριφορά σε άλλες μορφές, γιατί η ψυχολογική αυτή καταπίεση που δεχόταν και τα λοιπά, με το να φτάσουμε σε πιο δυσάρεστες καταστάσεις…
-Πάντα διαβάζατε λογοτεχνικά βιβλία;
-Ναι. Μ’ αρέσουν τα ιστορικά μυθιστορήματα, δηλαδή, αμιγώς ένα ιστορικό βιβλίο θα με κούραζε και επειδή συνήθως, γιατί όλη την ημέρα δεν έχω το χρόνο, καλά τώρα που είμαι συνταξιούχος μπορεί και να τον βρω, αλλά παλιότερα δεν υπήρχε καθόλου. Όμως, διαβάζω το βράδυ. Όταν θα πάω να ξαπλώσω διαβάζω μια ώρα, άλλες φορές δύο ώρες, άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο για να ξεκουραστώ κιόλας. Αν διαβάζεις ένα αμιγώς ιστορικό βιβλίο, θέλει άλλες συνθήκες η ανάγνωση αυτή, οπότε ένα ιστορικό μυθιστόρημα εξυπηρετεί τους σκοπούς μου καλύτερα. Και διαβάζω ιστορικά μυθιστορήματα, μου αρέσουν πάρα πολύ, δηλαδή ότι ιστορία έχω μάθει, την έχω μάθει από τα… αρκεί να έχει γίνει σωστή έρευνα. Αυτό φαίνεται και το καταλαβαίνεις.
-Η οικογένεια τώρα πλέον που έχετε κάνει όλη αυτή την πορεία στη συγγραφή με τα τέσσερα βιβλία που έχουν εκδοθεί, πώς σας αντιμετωπίζει;
-Εντάξει, εγώ η ίδια μαμά ήμουνα πριν, ίδια γιαγιά, ίδια πεθερά… δεν τους κάνει καμία εντύπωση. Χαίρονται κάθε φορά που βγαίνει ένα βιβλίο μου, καμαρώνουν κι αυτοί μαζί μου. Και ο σύζυγος, το ίδιο, ναι.
-Γενικά όταν γράφετε δίνετε πολλή έμφαση στην περιγραφή της προσωπικότητας, του χαρακτήρα του ατόμου και μετά της αλληλεπίδρασης των σχέσεων, σωστά;
-Ακριβώς, ναι! Δεν θα περιγράψω π.χ. ήταν ψηλός, είχε μούσι και μαύρα μαλλιά και θεληματικό πηγούνι, και μαύρα μάτια σαν κάρβουνα, και μύτη λίγο γαμψή (γέλιο). Όχι. Θα δείτε ότι για τους περισσότερους χαρακτήρες δίνω ελάχιστα εξωτερικά χαρακτηριστικά και αφήνω τον αναγνώστη να φανταστεί όπως θέλει να τον φανταστεί. Δίνω έμφαση στα στοιχεία του χαρακτήρα και δίνω ελάχιστα εξωτερικά γνωρίσματα είτε πρόκειται για γυναίκες, είτε πρόκειται για άντρες.
-Υπάρχει κάποιο όνειρο που έχετε αυτή την περίοδο της ζωής σας και θα θέλατε να πραγματοποιηθεί;
-Δόξα τω Θεώ, ως ένας άνθρωπος που δεν ζητάει πολλά και παράλογα πράγματα, τα έχω. Έχω την οικογένειά μου, έχουμε την υγεία μας προς το παρόν, και θέλω να είμαστε καλά όλοι, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, να είμαστε κι εμείς καλά δευτερευόντως, πρώτα αυτά. Τίποτα περισσότερο.
-Συγγραφικά;
-Συγγραφικά, θα ήθελα να συνεχίσω να γράφω, γιατί αυτή τη στιγμή δεν γράφω. Πάντα αργώ να αποστασιοποιηθώ από τις καταστάσεις και τους ήρωες, και ίσως αυτή τη φορά να το έχω τραβήξει λίγο περισσότερο. Αλλά θα ήθελα να ξανά γράψω κι ένα και δύο βιβλία ακόμη. Η συγγραφή είναι και για εμένα μια διέξοδος και για την ψυχή και για το μυαλό μου και μια διαδικασία που με κρατάει ζωντανή. Δηλαδή, αν φανταστώ τώρα τον εαυτό μου να μην κάνω κάτι, έχω έναν φόβο ότι θα είμαι σε λίγο όπως ήταν η γιαγιά που περιγράφω. Καθώς περνούν τα χρόνια, αν αφήσουμε και το μυαλό να μην λειτουργεί και να μην απασχολείται με κάτι… Θα ξανά γράψω, λοιπόν, αλλά θέλω να κρατηθώ και λίγο εκτός.
«Ο συγγραφέας αν δεν βγάλει αυτά που σκέφτεται, δηλαδή αυτά που έχει μέσα στο μυαλό του και που έχει μέσα στην ψυχή του, δεν ηρεμεί. Σπάει η ψυχή του, γίνεται κομμάτια. Αν αυτά τα κομμάτια δεν τα βγάλεις να τα ενώσεις, μένεις ανάπηρος».
-Το να γράφετε τι σημαίνει για εσάς;
-Είναι πάρα πολύ σημαντικό, είναι ένας σκοπός που ξυπνάς και το πρωί, δηλαδή εγώ την περίοδο που γράφω… το πρώτο πράγμα που κάνω το πρωί που θα πιω τον καφέ μου είναι να διαβάσω τι έχω γράψει την προηγούμενη νύχτα, γιατί πάντα νύχτα γράφω. Μπορεί να έχουν περάσει μόνο τέσσερις ώρες από αυτό που έχω γράψει, αλλά όταν το διαβάζω νιώθω σαν να έχει περάσει πολύς καιρός, σαν να τα διαβάζει από απόσταση ένα τρίτο πρόσωπο. Και ψυχοθεραπεία είναι πολλές φορές , κι εκτόνωση είναι. Ο συγγραφέας αν δεν βγάλει αυτά που σκέφτεται, δηλαδή αυτά που έχει μέσα στο μυαλό του και που έχει μέσα στην ψυχή του, δεν ηρεμεί. Σπάει η ψυχή του, γίνεται κομμάτια. Αν αυτά τα κομμάτια δεν τα βγάλεις να τα ενώσεις, μένεις ανάπηρος. Κι από τη στιγμή που νιώθεις έντονη την ανάγκη να γράψεις, πρέπει να το κάνεις. Κι ας το κάνεις μόνο για εσένα. Ας μην το διαβάσει ποτέ κανείς. Βέβαια, όταν γράφω, θέλω αυτό που γράφω να διαβαστεί μετά, αλλά ακόμα κι αν δεν διαβαστεί, θέλω να γράψω, και θα γράψω το επόμενο ακόμα κι αν δεν διαβαστεί. Αυτό νιώθω.
-Μια τελευταία ερώτηση. Το επάγγελμα του συγγραφέα, δηλαδή, ο τίτλος προσδίδει ένα κύρος που έλκει πολλά νέα παιδιά. Τι θα συμβουλεύατε, λοιπόν, τα νέα παιδιά που θα ήθελαν να γίνουν συγγραφείς; Να παρακολουθήσουν σεμινάρια δημιουργικής γραφής; Μήπως, τελικά είναι έμφυτο ταλέντο η συγγραφή;
-Νομίζω πως πρωτίστως είναι έμφυτο ταλέντο, αλλά δεν φτάνει από μόνο του αυτό. Όπως δεν φτάνει από μόνο του το να παρακολουθήσεις σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Ίσως, συνδυαστικά να μπορεί να βοηθάει το ένα το άλλο. Εγώ προσωπικά δεν έχω παρακολουθήσει δημιουργική γραφή, αλλά αυτό που έχω κάνει είναι να έχω διαβάσει πάρα πολλά βιβλία. Ίσως, όχι τόσα πολλά όσα μπορεί να φαντάζεται κάποιος, αλλά αρκετά, πολλά. Το μόνο που έχω κάνει είναι αυτό. Και το ότι μου άρεσε πάντα να γράφω και προσπαθούσα με τις λέξεις να φτιάξω εικόνες και να δημιουργήσω συναισθήματα κτλ. Το να μην έχεις καθόλου ταλέντο και να πας να κάνεις σεμινάριο δημιουργικής γραφής δεν νομίζω ότι θα γίνεις συγγραφέας με αυτό. Συνδυαστικά μπορεί να βοηθήσουν. Κυρίως πρέπει να διαβάζουμε και πρέπει να διαβάζουμε και ποιοτική λογοτεχνία, από εκεί μαθαίνεις, κι όταν διαβάζεις να κρατάς κιόλας στοιχεία, έτσι μαθαίνεις να γράφεις. Το τι θα πεις τώρα σε ένα νέο παιδί που θέλει να γίνει συγγραφέας; Καταρχήν μη γίνει συγγραφέας και να το κάνει για επάγγελμα. Για να περιμένει ότι θα ζήσει από αυτό είναι ουτοπία. Να γίνει συγγραφέας γιατί του αρέσει, και το λέει η ψυχούλα του, ναι. Αλλά όποιος θέλει να γράφει δεν πρέπει να σταματήσει ποτέ να διαβάζει. Γιατί ακούω πολλούς να λένε γράφω και δεν μπορώ να διαβάζω. Εγώ πάντα κι όταν γράφω, πάντα διαβάζω. Όταν σταματάω το βράδυ, το γράψιμο και μετά αρχίζει το διάβασμα. Και να μην το κάνουν σαν επάγγελμα με σκοπό ότι θα περιμένουν ότι θα βιοποριστούν, γιατί θα απογοητευτούν.
Σας ευχαριστούμε πολύ για όλα όσα μοιραστήκατε μαζί μας κυρία Καρκαβατσάκη.
Νικόλαος Κουραβάνας & Ελένη Παπαδοπούλου, Ψυχολόγοι, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου