«Μπορείς να επιστρέψεις συμβολικά στο πατρικό σου, παρότι ποτέ δεν είναι το μέρος που ήταν όταν το άφησες. Ίσως τελικά δεν είναι οι μητέρες μας αυτές που μας απογοήτευσαν, αλλά τα κριτήρια με τα οποί τις κρίναμε».
(Monica McGoldrick)
Πραγματικά ή νοερά ορισμένες φορές νιώθουμε την ανάγκη να επιστρέψουμε στο πατρικό μας σπίτι… είτε για να νιώσουμε την ασφάλεια και την ξεγνοιασιά του τότε… είτε για να επιλύσουμε προβλήματα ή απορίες που ακόμη κουβαλάμε… είτε γιατί μας έλειψε ο ρόλος που είχαμε στην οικογένειά μας, η αίσθηση του ανήκειν σε ένα πολύβουο και φασαριόζικο σύνολο, που όλοι υποτίθεται ότι γνωριζόμαστε πολύ καλά και ταυτόχρονα ίσως δεν ξέρουμε καθόλου ο ένας τον άλλο. Μεγαλώνοντας συνειδητοποιούμε ότι η επιστροφή στο πατρικό σπίτι δε σημαίνει επιστροφή στην οικογένεια μέσα στην οποία ζούσαμε, καθώς οι αλληλεπιδράσεις, τα νέα πρόσωπα, η εξέλιξη των σχέσεων και η ωρίμανση όλων μας έφερε σε μια νέα κατάσταση… κανείς δεν είναι όπως τότε, ούτε η οικογένεια δεν είναι όπως τότε… επομένως, και το πατρικό μας δεν είναι αυτό που ήταν τότε…
«Μπορεί για κάποιον να είναι αδύνατον να επιστρέψει στο πατρικό του- συχνά όμως αποτελεί μια κινητήρια αναγκαιότητα, ή τουλάχιστον ένα επιτακτικό όνειρο… Το σπίτι είναι μια έννοια δεν είναι ένας τόπος. Είναι μια κατάσταση του νου με την οποία ξεκινά ο αυτοπροσδιορισμό. Είναι η προέλευση –το μίγμα του χρόνου και του χώρου, της μυρωδιάς και του καιρού μέσα στο οποίο ο καθένας μας συλλαμβάνει την ιδιαιτερότητά του… Το σπίτι… παραμένει στο νου σαν ένας χώρος στον οποίο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η επανένωση, αν κάτι τέτοιο μπορούσε ποτέ να συμβεί… Αφορά την αποκατάσταση των ορθών σχέσεων μεταξύ των πραγμάτων –και αυτή η αποκατάσταση ξεκινάει με τη μετάβαση στο σπίτι, γιατί εκεί παίζει πολύ μεγάλο ρόλο».
(Α. Bartlett Giamatti, “Take Time for Paradise”)
Η οικογένεια είναι ένας ζωντανός οργανισμός που διαρκώς εξελίσσεται και θα πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση ώστε να τον παρατηρούμε και να τον γνωρίζουμε. Μέσα από τη γνωριμία με την οικογένειά μας μπορούμε να γνωρίσουμε περισσότερο τον εαυτό μας, αλλά και να νιώσουμε πιο ελεύθεροι και να πάρουμε αποφάσεις σχετικά με εμάς… πώς θέλουμε να ζήσουμε…
Γνωρίζοντας την οικογένειά μας, μπορούμε να μάθουμε: τι ρόλους είχαμε μέσα σ’ αυτή; Πώς μας συμπεριφέρονταν οι άλλοι; Εμείς πώς συνηθίζαμε να αντιδρούμε; Πώς αλληλεπιδρούσαμε με τους άλλους; Η έννοια της οικογένειας είναι βαθιά συνδεδεμένη με το ποιοι είμαστε… Επίσης, βαθιά μέσα μας πιστεύουμε ότι αν η οικογένειά μας δεν μπορέσει να μας αναγνωρίσει, να μας αγαπήσει και να μας στηρίξει, κανένας άλλος δεν πρόκειται για το κάνει. Επομένως, σε πολλές περιπτώσεις, ανεξάρτητα από το πόσο κοντά ή μακριά είμαστε, συναισθηματικά ή πραγματικά, με την οικογένειά μας, φαίνεται πως έχουμε την προσμονή της αναγνώρισης και της αποδοχής. Κι αυτό μας κρατά δέσμιους σε καταστάσεις του παρελθόντος και σε μη λειτουργικούς ρόλους που είχαμε υιοθετήσει, καθώς νιώθουμε ανίκανοι να ξεφύγουμε από την επίδραση της οικογένειας.
Σύμφωνα με την McGoldrick, «Και όμως, παρότι αυτές οι σχέσεις είναι οι πιο σημαντικές στη ζωή μας, πολύ συχνά αδυνατούμε να σχετιστούμε με τα μέλη της οικογένειάς μας- δεν μπορούμε να βρούμε την πόρτα που ανοίγει την επικοινωνία. Κάποιοι μπορεί να πουν ότι δεν έχει σημασία αν ποτέ δεν αγαπήσαμε τους γονείς ή τα αδέρφια μας, ή αν εκείνοι δεν αγάπησαν εμάς- κι όμως, έχει σημασία. Η οικογένειά μας μας ανήκει, όπως κι εμείς της ανήκουμε, ανεξάρτητα από το πόσο μακριά θα πάμε σε μίλια ή σε επιτεύγματα. Στην πραγματικότητα, οι εμπειρίες που έχουμε από την πρώτη οικογένειά μας επαναλαμβάνονται στον γάμο μας με τον/ τη σύντροφο και τα παιδιά μας και, σε πολλές περιπτώσεις σήμερα, στις μεταγενέστερες ‘συγχωνευμένες’ οικογένειές μας, με τρόπους που μερικές φορές μοιάζουν πραγματικά υπερφυσικοί» (σελ. 30).
Η ίδια συνεχίζει: «Η οικογένεια αναπόφευκτα θα επιστρέψει για να μας καταδιώξει –στις σχέσεις μας με τους/ τις συζύγους, τα παιδιά, τους φίλους, ακόμη και στη δουλειά μας. Πίσω από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε οικογένειας βρίσκονται πρότυπα που διαπερνούν κάθε πολιτισμικό και χρονικό όρια. Και παρότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οικογενειακής δομής και των ρόλων μεταβάλλονται με δραματικό ρυθμό, οι βασικοί τρόποι με τους οποίους σχετίζονται τα μέλη της οικογένειας παραμένουν παγκόσμιοι» (σελ. 30).
«Το μόνο που πετυχαίνουν οι άνθρωποι όταν προσπαθούν να φύγουν μακριά από το σπίτι είναι να παγιδεύονται στο παρελθόν –μια στάση όπως αυτή δεν επιλύει τα τρέχοντα προβλήματα με τα παιδιά και τους/ τις συζύγους, ούτε εξαφανίζει τη χρόνια θλίψη που πηγάζει από το γεγονός ότι νιώθουν πραγματικά ξένοι απέναντι στις οικογένειες καταγωγής τους» (σελ. 39).
«Το πρότυπο της σχέσης με τους γονείς μπορεί να επαναληφθεί ακόμα κι όταν προσπαθήσετε να κάνετε το αντίθετο από αυτό που έκαναν οι γονείς σας» (σελ. 40).
Στόχος δεν είναι να αφήσουμε πίσω μας το παρελθόν, γιατί ούτε μπορούμε να το διαγράψουμε… ούτε μπορούμε να το ξεχάσουμε… Το παρελθόν διαρκώς είναι εδώ… για να μας θυμίζει όλα όσα θέλουμε να ξεχάσουμε. Το παρελθόν δεν αλλάζει, αλλά είναι σημαντικό να γνωρίζουμε για αυτό, ώστε να μην το επαναλάβουμε.
Μερικές φορές νιώθουμε την ανάγκη να επιστρέψουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε… να νιώσουμε για λίγο παιδιά, να νιώσουμε για λίγο ασφάλεια και εμπιστοσύνη ή να αλλάξουμε όλα όσα τότε δεν ήταν όπως θέλαμε να είναι… Το πατρικό μας σπίτι αποτελεί τις βάσεις για να δομήσουμε και να εξελίξουμε τον εαυτό μας, για να αποκτήσουμε μια συνεκτική και σταθερή ταυτότητα.
Monica McGoldrick. (2002) Ανοίγοντας τα παλιά σεντούκια. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου