Πολύ συχνά ακούμε ότι η υγεία
είναι το πιο πολύτιμο «αγαθό», ότι η υγεία είναι πάνω απ’ όλα, ότι «ας έχουμε
την υγειά μας και όλα τα άλλα έρχονται»… και ίσως από συνήθεια ή λόγω του
τρόπου που μεγαλώσαμε να περιλαμβάνεται και στο δικό μας λεξιλόγιο, όμως, δεν
είναι σίγουρο ότι αυτό το κάνουμε και πράξη, ούτε ότι συνειδητοποιούμε τη
σημαντικότητα αυτών των φράσεων, δηλαδή πόσο σημαντική είναι η υγεία και πόσο
όλα εξαρτώνται από αυτή…
Τις τελευταίες εβδομάδες ίσως
ήρθε η ώρα να το αποδείξουμε και στον εαυτό μας και στους άλλους γύρω μας ότι
το πιο σημαντικό είναι η υγεία και κατ’ επέκταση η ζωή και όλα τα άλλα μπαίνουν
σε δεύτερη μοίρα. Πόσο δύσκολο μας είναι να συμμορφωθούμε σ’ αυτό και πόσο με
αυτή τη συμπεριφορά μας δείχνουμε ότι αψηφούμε ότι μπορεί να συμβεί και σε εμάς…;
Πόσο άτρωτοι νιώθουμε και πόσο προσπαθούμε να συνεχίσουμε να ζούμε την
καθημερινότητά μας παριστάνοντας ότι δε συμβαίνει τίποτα;
Τα αφήσαμε όλα στην άκρη και στην
προσπάθεια να προστατεύσουμε την υγεία μείναμε σπίτι… μέσα στο σπίτι δεν
υπάρχει λόγος ούτε να σκεφτόμαστε διαρκώς αυτή την κατάσταση, ούτε να
ενημερωνόμαστε όλες τις ώρες σχετικά με τον ιό, δεν μπορούμε να ζούμε έχοντας
διαρκώς στο μυαλό μας ότι εκεί έξω υπάρχει μια απειλή, μια αόρατη απειλή που
όλοι για αυτή συζητούν, που αρκετοί την έχουν βιώσει και που κάποιοι δεν
υπάρχουν πλέον σ’ αυτή τη ζωή…
Μείναμε σπίτι, αλλά ας βρούμε
τρόπους να παραμείνουμε ψυχικά υγιείς μέσα στο σπίτι… Η διαρκής ενασχόληση με
τον ιό, δε θα μας βοηθήσει να σωθούμε από τον ιό, αλλά να αποκτήσουμε
προβλήματα ψυχικής υγείας. Όσο σημαντική είναι η σωματική μας υγεία άλλο τόσο
σημαντική είναι και η ψυχική μας υγεία… Επομένως, μένουμε σπίτι, αλλά βρίσκουμε
να κάνουμε πράγματα που μας ευχαριστούν, πράγματα για εμάς… για όσους είναι
γύρω μας, μαζί μας… πράγματα που μας κάνουν να ξεχνιόμαστε, αλλά και να
νιώθουμε δημιουργικοί, χρήσιμοι, ζωντανοί…
Μείναμε σπίτι, αλλά φροντίζουμε
τον εαυτό μας και φροντίζουμε να είμαστε καλά εμείς και οι γύρω μας… ίσως είναι
μια ευκαιρία ή και μια πρόκληση να έρθουμε πιο κοντά στον εαυτό μας, να
σκεφτούμε τι κάνουμε και τι θα θέλαμε να κάνουμε σ’ αυτή τη ζωή…
Και αν σκεφτόμαστε ότι εδώ ο
κόσμος καίγεται κι εμείς θα ζούμε χαλαρά μέσα στο σπίτι… το σημαντικό είναι να
μείνουμε σπίτι… από εκεί και πέρα ο τρόμος, ο φόβος, η διαρκής απειλή δε μας βοηθούν
σε κάτι…
Είναι σημαντικό να μείνουμε
σπίτι, αλλά να είμαστε και να νιώθουμε καλά… ασφαλείς, με θετικά συναισθήματα
και σκέψεις… Οι κρίσεις πάντα μας βοηθούν να δούμε τα όρια μας, να δοκιμάσουμε
τον εαυτό μας, να εκτιμήσουμε αυτά που έχουμε, να κάνουμε μια επαναξιολόγηση της
ζωής μας… και ίσως… πολλοί σκεφθούν ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή… όμως, η
κατάλληλη στιγμή είναι όταν έχουμε πιο πολύ χρόνο… και τώρα έχουμε χρόνο… οπότε
αντί να διαμαρτυρόμαστε γιατί αναγκαζόμαστε να μένουμε σπίτι, ας προσπαθήσουμε
να γίνουμε λίγο καλύτεροι άνθρωποι ή τουλάχιστον ας γνωρίσουμε τον εαυτό μας λίγο
καλύτερα…
Κανείς μας δεν επιλέγει μια κρίση,
ούτε θα επέλεγε αυτή την κατάσταση, όμως, ας σταματήσουμε να τρομοκρατούμε τον
εαυτό μας και τους γύρω μας και ας αναλογιστούμε: είναι το πιο πολύτιμο αγαθό η
υγεία και η ζωή; Πόσο αναλωνόμαστε σε κακίες, σε υλικά αγαθά, σε ανήθικες
πράξεις, σε αδικίες, σε ανταγωνισμούς, σε καθημερινές διαμάχες και σε
ασυδοσίες; Ας παραμείνουμε στα σημαντικά πράγματα στη ζωή μας και ας μην
ξεχνάμε ότι χωρίς υγεία και χωρίς ζωή δεν μπορούμε να έχουμε και τίποτα άλλο…
Σύμφωνα με τη θεωρία του Bowlby, τα άτομα στα πρώτα στάδια της ζωής τους, κυρίως στο πρώτο
εξάμηνο, μπορεί να αναπτύξουν έναν ασφαλή ή μη ασφαλή δεσμό με τη μητέρα τους,
που εξαρτάται από το πόσο κοντά συναισθηματικά και σταθερά νιώθουν ότι είναι η
μητέρα τους. Ο Bowlby διέκρινε τρεις τύπους
δεσμού:
O ασφαλής δεσμός του βρέφους με τη μητέρα, όπου τα βρέφη
μπορούν να εξερευνήσουν γύρω τους υπό την παρουσία της μητέρας και
παρηγορούνται εύκολα όταν η μητέρα επιστρέφει, παρά την αναστάτωση που τους
προκάλεσε ο αποχωρισμός. Η μητέρα συνήθως είναι θερμή, τρυφερή και
ανταποκρίνεται στις συναισθηματικές ανάγκες του βρέφους.
Ο αποφευκτικός δεσμός του βρέφους
με τη μητέρα, που χαρακτηρίζεται από αποστασιοποίηση και αποφυγή της στενής
επαφής, καθώς το βρέφος βιώνει πολύ έντονα το άγχος όταν φεύγει η μητέρα και
δεν καθησυχάζεται ούτε κατά την επιστροφή της. Η μητέρα συνήθως είναι απόμακρη
ή ιδιαίτερα αυστηρή.
Ο αγχώδης- αμφίθυμος δεσμός του
βρέφους με τη μητέρα, όπου το βρέφος εμφανίζει έντονη δυσφορία κατά τον
αποχωρισμό της μητέρας και εκδηλώνει θυμό ή αμφιθυμία κατά την επιστροφή της
μητέρας. Η μητέρα συνήθως δεν χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και από συνέπεια.
Οι Hazan
& Shaver (1994) διαπίστωσαν ότι τα είδη σύναψης δεσμού του βρέφους με
τη μητέρα διατηρούνται και κατά τη σύναψη στενών διαπροσωπικών –ερωτικών-
σχέσεων όταν το άτομο είναι πλέον ενήλικας.
Τα άτομα με ασφαλή δεσμό
εμφανίζουν άνεση για αναζήτηση για εγγύτητα και δεν έχουν άγχος από τις στενές
σχέσεις. Είναι άτομα που κάνουν εύκολα γνωριμίες, δεν αμφισβητούν πολύ τον
εαυτό τους και θεωρούν ότι η ερωτική αγάπη θα έχει διάρκεια, χωρίς να φοβούνται
να επενδύσουν σ’ αυτή τη σχέση. Εμπιστεύονται σταδιακά το άλλο πρόσωπο και δεν
έχουν πρόβλημα να έρθουν κοντά με τον άλλο. Οι σχέσεις με τους γονείς τους
συνήθως ήταν ζεστές και τρυφερές. Σε
περίπτωση απουσίας του/ της συντρόφου δεν εμφανίζουν άγχος, αν και νιώθουν ότι
τους λείπει.
Τα άτομα με αποφευκτικό δεσμό
νιώθουν δυσφορία με την εγγύτητα και δυσκολεύονται να έχουν πολύ στενές σχέσεις
ή να νιώθουν ότι ο άλλος εξαρτάται από τα ίδια. Πιστεύουν ότι η ερωτική αγάπη
δεν έχει διάρκεια και σταδιακά χάνει την έντασή της, ενώ συνήθως εκδηλώνουν
φόβο για τη στενή επαφή και χαμηλή αποδοχή του συντρόφου, καθώς δε θέλουν να
επενδύσουν σ’ αυτή τη σχέση και πολύ γρήγορα εντοπίζουν τα αρνητικά
χαρακτηριστικά των άλλων. Οι μητέρες συνήθως ήταν έντονα ψυχρές και
απορριπτικές. Συνήθως, το άτομο είναι ψυχρό απέναντι στο άλλο μέλος της σχέσης
και θυμώνει κατά την απουσία του άλλου, καθώς αρχίζει να κάνει διάφορα σενάρια.
Τα άτομα με αγχώδη- αμφιθυμικό
δεσμό εμφανίζουν μια επιθυμία για έντονη ακραία εγγύτητα, ενώ έχουν έντονο
άγχος εγκατάλειψης και φόβο μήπως χάσουν την ερωτική αγάπη. Αμφισβητούν συχνά
τον εαυτό τους, θεωρούν σπάνια την ερωτική αγάπη, δεν εμπιστεύονται τον άλλο
μέσα στη σχέση και πιστεύουν ότι ο άλλος έχει λίγη διάθεση για δέσμευση. Ζουν
με το φόβο ότι θα διαλυθεί σύντομα η σχέση και ο άλλος θα τους εγκαταλείψει, με
αποτέλεσμα οι ίδιοι να εξαρτώνται από τον άλλο και να χαρακτηρίζεται η σχέση
από υπερεμπλοκή ή εμμονή, συναισθηματική αστάθεια και ισχυρή σεξουαλική έλξη. Οι
πατέρες περιγράφονται ως άδικοι από τα παιδιά τους. Τα υπερεμπλεκόμενα άτομα
κατά την απουσία του/ της συντρόφου νιώθουν άδεια, κενά, ανασφαλή για την
πιθανή μη επιστροφή του άλλου και έντονη ανάγκη για άμεση εγγύτητα.
Στην πορεία στα τρία αυτά είδη
προστέθηκε ένα ακόμη είδος κι έτσι έγιναν συνολικά τέσσερα τα είδη σύναψης
δεσμού: το ασφαλές, το υπερεμπλεκόμενο, το απορριπτικό και το φοβικό.
Τα ασφαλή άτομα μαθαίνουν να
αναγνωρίζουν και να μιλούν για τη δυσφορία που νιώθουν, αναζητώντας τη στήριξη
από τους άλλους. Ως προς τη σεξουαλικότητα, το σεξ άρχιζε κυρίως με αμοιβαία
πρωτοβουλία και δεν αναζητούσαν σεξουαλικές εμπειρίες με άλλα πρόσωπα.
Τα αποφευκτικά άτομα μαθαίνουν να
αποφεύγουν να αναγνωρίσουν και να μιλήσουν για τη δυσφορία που νιώθουν. Ως προς
τη σεξουαλικότητα, χαρακτηρίζονται από αχαλίνωτη σεξουαλικότητα, κυρίως
ευκαιριακό σεξ, χωρίς εγγύτητα και ανάπτυξη συναισθηματικής επένδυσης.
Τα αγχώδη- αμφιθυμικά άτομα
εστιάζουν στις σκέψεις και στα συναισθήματα που τους προκαλούν δυσφορία,
προσπαθώντας να μη χάσουν τους ασυνεπείς δότες φροντίδας. Ως προς τη
σεξουαλικότητα, λάμβαναν μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το να κρατούν ο ένας τον
άλλο παρά από τις αυτές καθαυτές τις σεξουαλικές συμπεριφορές.
Είναι σημαντικό να έχουμε μια
εικόνα με βάση τη σχέση με τη μητέρα και το μοτίβο των σχέσεων που κάνουμε ως
ενήλικες ώστε να δούμε που μπορούμε να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας όσον αφορά
τη σύναψη δεσμού. Αυτό παίζει καθοριστικό ρόλο όχι μόνο στις στενές
διαπροσωπικές μας σχέσεις, αλλά και σε ένα σύνολο άλλων συμπεριφορών, όπως τη
στάση μας απέναντι στον γάμο, στη γονεϊκότητα, στην εμφάνιση εκδηλώσεων βίας
και στην αντιμετώπιση αυτών των περιστατικών, καθώς και ένα σύνολο από ζητήματα
που συνδέονται με τις σχέσεις μας σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.
Βιβλιογραφία
Hazan,
C. & Shaver, P.R. (1994). Attachment as an organizational framework for
research on close relationships. Journal
of Psychological Inquiry, 5, 1-22.
Hendrick,
C. & Hendrick, S.S. (2012). Στενές σχέσεις. Θεμελιώδη ζητήματα της ψυχολογίας των
διαπροσωπικών σχέσεων. (Επιμ. Π. Κορδούτης).
Αθήνα: Πεδίο.
Τα ζευγάρια που βιώνουν υψηλά
επίπεδα αρνητικών συμπεριφορών φέρουν περισσότερες πιθανότητες να βιώνουν
δυσαρέσκεια και τάση για αποδέσμευση από τη σχέση. Τα επίπεδα αρνητικότητας
μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονα, σε σημείο που το ίδιο το άτομο να μην μπορεί
να το ελέγξει, καθώς νιώθει να δυσφορεί μέσα σ’ αυτή τη σχέση.
Είναι δύσκολο όταν το ζευγάρι
έχει εγκαταστήσει έναν αρνητικό φαύλο κύκλο, όπου οι επιθετικές και εχθρικές
αλληλεπιδράσεις επαναλαμβάνονται, να μπορέσει να ξεφύγει από αυτόν. Η κάθε
πλευρά αποδίδει αυτή την αρνητικότητα στην άλλη πλευρά, ενώ ταυτόχρονα ο
καθένας ανταποδίδει αυτές τις αρνητικές συμπεριφορές. Αυτό οδηγεί το ζευγάρι
στο να πληγώνει ο ένας τον άλλο, απαντώντας στην αρνητική συμπεριφορά που έχει
δεχθεί.
Έτσι, το ζευγάρι καταλήγει να
είναι καταπονημένο και να νιώθει διαρκώς δυσφορία και ένταση, μη μπορώντας να
βγει από αυτόν τον φαύλο κύκλο. Και οι δύο συχνά παραπονιούνται ή επικρίνουν
την άλλη πλευρά, περιφρονούν τον άλλο, αμύνονται ή κρατούν μια διφορούμενη
στάση. Τα μηνύματα που δίνει ο κάθε σύντροφος στον άλλο εντείνουν τα αρνητικά
συναισθήματα, με αποτέλεσμα το ζευγάρι να γίνεται αμυντικό και αποτραβηγμένο,
λόγω των έντονων αρνητικών συναισθημάτων.
Με διαφορετικό τρόπο φαίνεται πως
αντιδρούν άνδρες και γυναίκες απέναντι στην αρνητικότητα που βιώνουν μέσα στη
σχέση. Οι άνδρες εμφανίζουν συνήθως θυμό και περιφρόνηση για τη σύντροφο ή σύζυγο,
ενώ οι γυναίκες νιώθουν κυρίως λύπη και φόβο, εξαιτίας της κατάστασης που
βιώνουν. Οι Gottman & Levenson (1992)
βρήκαν ότι τα ευτυχισμένα ζευγάρια εμφανίζουν λιγότερα παράπονα, συμπεριφορές
επίκρισης , περιφρόνησης, αμυντικότητας και διφορούμενης στάσης, σε σύγκριση με
τα ζευγάρια με υψηλά επίπεδα αρνητικότητας. Επίσης, τα ευτυχισμένα ζευγάρια δεν
έχουν αμοιβαία αρνητικά συναισθήματα και καταστρεπτικές συμπεριφορές.
Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα
αποφυγή της σύγκρουσης. Παίζει σημαντικό ρόλο ο τρόπος που το ζευγάρι μπορεί να
διαχειριστεί τη σύγκρουση ώστε να καταφέρει να καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο. Στις
περιπτώσεις που το ζευγάρι δεν καταφέρνει να επιλύσει αποτελεσματικά τις
συγκρούσεις που βιώνει, οδηγείται σε αύξηση των συγκρούσεων φτάνοντας στην
απόφαση του χωρισμού (Hendrick & Hendrick, 2012).
Βιβλιογραφία
Gottman,
J.M. & Levenson, R.W. (1992). Marital processes predictive of later
dissolution: Behavior, physiology and health. Journal of Personality and Social Psychology, 63, 221-233.
Hendrick,
C. & Hendrick, S.S. (2012). Στενές σχέσεις. Θεμελιώδη ζητήματα της ψυχολογίας των
διαπροσωπικών σχέσεων. (Επιμ. Π. Κορδούτης).
Αθήνα: Πεδίο.
Η μεροληψία της θετικότητας στις
στενές διαπροσωπικές σχέσεις
Στα πρώτα στάδια μιας ερωτικής
σχέσης, τα άτομα φορούν το καλύτερο προσωπείο τους και υιοθετούν τις πιο
επιθυμητές συμπεριφορές, ώστε να δημιουργήσουν θετικές εντυπώσεις.
Συμπεριφέρονται δηλαδή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χωρίς να εκφράζουν τις
πραγματικές πτυχές του εαυτού τους. Αυτό έχει ως συνέπεια να αποκρύπτουν
αρνητικά συναισθήματα και να δείχνουν μόνο την ευχάριστη, χαρούμενη και
αισιόδοξη πλευρά του εαυτού τους. Έτσι, οι περισσότεροι άνθρωποι δείχνουν τον
καλύτερο εαυτό τους και έχουν την τάση με τον ίδιο τρόπο να βλέπουν και τις
σχέσεις τους.
Σύμφωνα με τους Hendrick & Hendrick, «οι
καινούργιοι εραστές τείνουν να βλέπουν ο ένας τον άλλο μέσα από έγχρωμους
φακούς ωραιοποίησης» (1988: σελ. 161).
Όταν κάποιος ξεκινάει τη σχέση
έχοντας μια θετική μεροληπτική στάση, δεν μπορεί να δει ξεκάθαρα ούτε το άτομο
που έχει απέναντί του, ούτε αυτά που μπορεί να του προσφέρει αυτή η σχέση. Αυτό
έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται εσφαλμένες προσδοκίες, που ξεπερνούν κατά
πολύ την επιθυμία ή την ικανότητα του άλλου να προσφέρει σ’ αυτή τη σχέση. Κι
έτσι το άτομο καταλήγει να απογοητεύεται γιατί μια άλλη εικόνα είχε στην αρχή
της σχέσης από το άτομο που είχε απέναντί του.
Στα πρώτα στάδια εξέλιξης της
σχέσης, φαίνεται πως πολλά άτομα επιλέγουν την αναστολή της έκφρασης αρνητικών
συναισθημάτων, θεωρώντας ότι είναι μη κατάλληλες συμπεριφορές και ότι μπορεί να
επηρεάσουν την έκβαση της σχέσης ή την εικόνα που θα διαμορφώσει η άλλη πλευρά.
Γενικά, έχει βρεθεί ότι ο κάθε άνθρωπος μέσα σε μια ερωτική/ συντροφική σχέση,
στην αρχή θεωρεί ότι ο άλλος θα πρέπει να εκφράζει περισσότερα θετικά παρά
αρνητικά συναισθήματα, ενώ όποιος εκφράζει περισσότερα αρνητικά συναισθήματα εύκολα
χαρακτηρίζεται ως αντιπαθής ή αποκλίνων.
Όταν η σχέση γίνει πιο στενή και
αναπτυχθεί οικειότητα λόγω αύξησης της εγγύτητας, μειώνεται και η μεροληψία της
θετικότητας, καθώς το άτομο νιώθει πλέον ότι δε χρειάζεται να αποκρύπτει τα
αρνητικά συναισθήματα. Έτσι, οι κανόνες κοινωνικής ευγένειας που διέπουν τη
συμπεριφορά στα πρώτα στάδια μιας σχέσης αντικαθίστανται τώρα από πιο γνήσιες
και ειλικρινείς συμπεριφορές, που δεν είναι μόνο θετικές, αλλά και αρνητικές.
Αυτό βέβαια δημιουργεί ένα χάσμα ανάμεσα στην αρχική και την τωρινή εικόνα του
άλλου. Κι έτσι προκαλούνται πολλά ερωτήματα: μα γιατί άλλαξε τόσο, γιατί δεν
είναι τρυφερός/ή όπως στην αρχή, γιατί νευριάζει τόσο εύκολα, γιατί δεν έχει
υπομονή, γιατί δεν είναι γλυκός/ια όπως στα πρώτα βήματα της σχέσης;
Το ζητούμενο δεν είναι να
αποφύγουμε τελείως τη μεροληψία της θετικότητας στα πρώτα βήματα της σχέσης,
αλλά να καταφέρουμε να εξασφαλίσουμε μια σχέση με ειλικρινείς συμπεριφορές και
συναισθήματα, χωρίς έντονους εντυπωσιασμούς και υπερβολική καλοσύνη. Είναι
σημαντικό να γνωρίζει ο ένας τις θετικές και αρνητικές πτυχές του άλλου, αρκεί
να μην φτάσουμε στο άλλο άκρο: οι αρνητικές αποδόσεις για τον άλλο να είναι
περισσότερες και να υπερισχύουν έναντι των θετικών (Hendrick & Hendrick,
2012).
Σύμφωνα με τους Metts & Bowers (1994, σελ. 535), «η εγγύτητα είναι εξ ορισμού μια κατάσταση
ευθύτητας και εξοικείωσης. Είναι ο χώρος στον οποίο οι προδιαγραφές περί
θετικών συναισθημάτων καταργείται. Θεωρητικά, αποτελεί σημάδι εγγύτητας, τα
άτομα να μπορούν να αισθάνονται και να εκφράζουν αρνητικά συναισθήματα χωρίς να
διατρέχουν τον κίνδυνο για αποδόσεις αρνητικών προδιαθέσεων». Ωστόσο, κατά την
έκφραση αρνητικών συναισθημάτων, που αγγίζει τα όρια της υπερβολικής αρνητικότητας
ελλοχεύει ο κίνδυνος να εμφανιστεί έλλειμμα ικανοποίησης και στοιχεία
δυσαρέσκειας στη σχέση.
Βιβλιογραφία
Hendrick,
C. & Hendrick, S.S. (1988). Lovers wear rose-colored glasses. Journal of Social and Personal
Relationships, 5, 161-183.
Hendrick,
C. & Hendrick, S.S. (2012). Στενές σχέσεις. Θεμελιώδη ζητήματα της ψυχολογίας των
διαπροσωπικών σχέσεων. (Επιμ. Π. Κορδούτης).
Αθήνα: Πεδίο.
Metts,
S. & Bowers, J.W. (1994). Emotion in interpersonal communication. In M.L.
Knapp & G.R. Miller (Eds.), Handbook
of interpersonal communication (2nd ed., pp. 508-541). Thousand
Oaks, CA: Sage.
«Ήταν μια φορά ένας κύριος που
κάθε πρωί έφευγε από το σπίτι του για να πάει στη δουλειά. Παρόλο που το ωράριό
του δεν είχε αλλάξει τα τελευταία είκοσι χρόνια, συνέχιζε να αργεί κάθε μέρα.
Πάντα έχανε τα πρώτα λεπτά της μέρας προσπαθώντας να βρει τα ντοσιέ του, τα
παπούτσια του ή τα έσωρουχά του. Τέτοια ήταν η αφηρημάδα του, που μερικές
φορές, όταν επιτέλους κατάφερνε να βγει και να πάει στη στάση του λεωφορείου,
αναγκαζόταν να γυρίσει ξανά σπίτι του για να πάρει κάτι που μόλις
συνειδητοποιούσε πως είχε ξεχάσει. Όταν δεν ήταν τα λεφτά του, ήταν η ταυτότητά
του, όταν δεν ήταν η γραβάτα του ήταν μία από τις κάλτσες του.
Ένα βράδυ, αποφάσισε πως αυτό δεν
μπορούσε να συνεχιστεί έτσι.
‘Θα φτιάξω μια λίστα’, είπε στον
εαυτό του, ‘θα σημειώνω κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ που αφήνω το κάθε πράγμα, και
θα αφήσω το σημειωματάριό μου στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι μου. Όταν σηκωθώ,
θα δω τη λίστα μου και θα ξέρω που είναι το κάθε τι που πρέπει να πάρω μαζί
μου’.
Ο άνθρωπος, ευχαριστημένος από
την ιδέα του, στον δρόμο για το σπίτι αγόρασε ένα μικρό τετράδιο και ένα
μολύβι, κατάλληλα για τον σκοπό του. Μπαίνοντας σπίτι έβγαλε το παλτό του και
το κρέμασε. Στο τετράδιό του σημείωσε: ‘το παλτό, στην κρεμάστρα’ και βγάζοντας
τη γραβάτα πρόσθεσε: ‘και η γραβάτα, επίσης’. Άφησε τα ντοσιέ και τα χαρτιά του
πάνω στο τραπέζι και το σημείωσε. Αργότερα, όταν ξάπλωσε, σημείωσε τη θέση κάθε
πράγματος που έβγαζε: ‘το πουκάμισο και το παντελόνι στην καρέκλα δίπλα στο
κρεβάτι… τα παπούτσια κάτω από το κρεβάτι και οι κάλτσες μέσα στα παπούτσια…’
Το άλλο πρωί, μόλις ξύπνησε, πήρε
το τετράδιό του και διάβασε από κάτω προς τα πάνω: ‘οι κάλτσες μέσα στα
παπούτσια… που είναι κάτω από το κρεβάτι…’ Τα βρήκε και τα φόρεσε. Κι έτσι
συνέχισε να ντύνεται με ηρεμία και τάξη, αξιοποιώντας τον κόπο του… Όταν ήταν
έτοιμος, πήρε τα ντοσιέ από το τραπέζι και ετοιμάστηκε να βγει. Όταν έφτασε
στην πόρτα, πριν βγει, ξανακοίταξε τη λίστα, για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε
ξεχάσει τίποτα. Άρχισε να τα επαναλαμβάνει: ‘οι κάλτσες, τα παπούτσια, το
πουκάμισο, η γραβάτα, τα χαρτιά μου, τα ντοσιέ…’
Και ξαφνικά χλόμιασε.
‘Κι εγώ;;; Εγώ πού είμαι;’ Αναρωτήθηκε.
Ξαναμπήκε για να ψάξει, χωρίς
επιτυχία. Έκατσε σχεδόν απελπισμένος στην πολυθρόνα και μάταια έψαξε στη λίστα,
αλλά δεν υπήρχε τρόπος: είχε ξεχάσει τον εαυτό του» (σελ. 67-68).
Μπουκάι, Χόρχε. (2012). Βασίσου πάνω μου. Αθήνα: Opera.