Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Αγάπη και κτητικότητα: ασύμβατες αλλά άσπονδες φίλες


«Αν είμαι ό,τι έχω, κι αν ό,τι έχω έχει χαθεί, τότε ποιος είμαι;»
Έριχ Φρομ

Αν επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα του σπουδαίου ψυχαναλυτή Ε. Φρομ, τότε ίσως μια πιθανή απάντηση να ήταν η εξής: «Μάλλον είναι πιο εύκολο να πω ποιος δεν είμαι, παρά ποιος είμαι». Η απάντηση αυτή ενδεχομένως να είναι η πιο πιθανή που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Αυτό όμως που πρέπει περισσότερο να μας απασχολήσει δεν είναι να δώσουμε την πιο κατάλληλη απάντηση, αλλά να σταθούμε στη διατύπωση του ερωτήματος, δηλαδή στο βαθύτερο περιεχόμενό του. 

Ως άτομα- πρόσωπα προσδιοριζόμαστε σύμφωνα με όσα μας ανήκουν, δηλαδή η προσωπική μας ταυτότητα σχηματίζεται με βάση ιδιότητες- δεξιότητες ή και τίτλους που κατέχουμε, δηλαδή πτυχία ή επαγγελματική θέση ή ακόμη υλικά αγαθά που διαθέτουμε. 

Θα έχετε ίσως πολλές φορές παρευρεθεί σε κάποια κοινωνική εκδήλωση όπου σας συστήνουν κάποιον με τον εξής τρόπο: «Ο εφοπλιστής κύριος Δημητρίου». Η ακαδημαϊκή- επαγγελματική ή περιουσιακή ιδιότητα μοιάζουν να είναι προέκταση του ονόματός του. Τι θα συνέβαινε αν λόγου χάρη αυτός ο κύριος χρεοκοπούσε; Πώς θα αυτοπροσδιοριζόταν ο ίδιος ύστερα από μια τέτοια προσωπική «αποτυχία»; Ακόμη, πως θα τον προσφωνούσαν τα ίδια άτομα που επρόκειτο να τον συστήσουν ξανά έπειτα από την χρεοκοπία του. Γιατί όλοι αυτοί οι τίτλοι και όλες αυτές οι ιδιότητες που μας διακρίνουν πρέπει να τονίζονται με τόσο στόμφο; Μήπως επειδή τρέφουν το «Εγώ» μας και διατρανώνουν με τον πιο εμφατικό τρόπο το πόσο σπουδαίοι είμαστε; Κι αν πράγματι είμαστε τόσο σπουδαίοι, τότε γιατί έχουμε ανάγκη να το φωνάζουμε; Άραγε, είμαστε αυτά που έχουμε ή μήπως αυτά που περάσαμε για να αποκτήσουμε όσα έχουμε;

Ένας πανεπιστημιακός τίτλος είναι ένα χαρτί, αλλά ουσιαστικά αυτό το χαρτί δεν μπορεί να αποτυπώσει πέρα από τη βαθμολογία μας τα ξενύχτια πάνω από τα βιβλία, την αγωνία να αποστηθίσουμε απίστευτο όγκο πληροφοριών, τον χρόνο που θυσιάσαμε, κ.ο.κ. Δεν είναι το χαρτί που έχουμε αυτό που μας κάνει αυτό που είμαστε, αλλά όλα όσα περάσαμε μέχρι να αποκτήσουμε αυτό το χαρτί. Κι όμως αν δεν το έχουμε δεν μπορούμε να είμαστε αυτό που το χαρτί εκπροσωπεί. 

Φανταστείτε, π.χ., έναν άνθρωπο που μόχθησε για αρκετά χρόνια και θυσίασε τόσα ώστε να γίνει γιατρός, αλλά λίγο πριν πάρει το πτυχίο, τα έφερε έτσι η ζωή που αναγκάστηκε για οικονομικούς λόγους να τα παρατήσει. Δεν πήρε ποτέ το πτυχίο του, άρα δεν έχει αυτό για το οποίο αγωνίστηκε. Η έλλειψη κατοχής κάποιου πράγματος, στην προκειμένη περίπτωση του πτυχίου της ιατρικής, δεν τον κάνει γιατρό κι ας έφτασε τόσο κοντά. Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί ως γιατρός παρόλο που έχει το 99% των γνώσεων ενός γιατρού. Η κατοχή, λοιπόν, ενός πράγματος, υλικού ή άυλου, μας κάνει αυτούς που είμαστε. 


Στην κοινωνία μας καλλιεργείται η κουλτούρα της «κατοχής» διαφόρων πραγμάτων. Προκειμένου να προσδιορίσουμε την ταυτότητά μας κατασκευάζοντας μια αφήγηση για το πώς θέλουμε να παρουσιαζόμαστε στους άλλους. Η έλλειψη υλικών αγαθών σημαίνει ανεπάρκεια, άρα νοηματοδοτείται ως κάτι κακό, μίζερο και λίγο.                                                     
Καλλιεργώντας αυτή την κουλτούρα της «κατοχής» υλικών αγαθών ξεχνούμε ακόμη και πώς να αγαπούμε. Λόγου χάρη σε μια εκδρομή στην ύπαιθρο συναντούμε ένα όμορφο και σπάνιο λουλούδι και το κόβουμε προκειμένου να το αποκτήσουμε, θεωρώντας ότι δικαιωματικά μας ανήκει και γιατί όχι άλλωστε; Δε μας περνά από το νου ότι αυτού του είδους η αγάπη είναι κτητική κι ότι δεν υπάρχει αγάπη όταν δεν υφίσταται σεβασμός, παρά μονάχα βία και καταστροφή. 

Κάτι παρόμοιο δε συμβαίνει και σε ορισμένους ανθρώπους, όπου στο όνομα της αγάπης τους για τα ζώα, προτιμούν να «κατέχουν» κάποια από αυτά, φυλακίζοντάς τα στην ουσία, με το να τα περιορίζουν λόγου χάρη σε πολύ μικρούς χώρους; Δεν έχει σημασία το ζώο, βλέπουμε σκυλιά κλεισμένα σε μικρά μπαλκόνια ή δεμένα όλη μέρα σε ένα σημείο, ψάρια, χελώνες και ερπετά σε ασφυκτικά μικρές γυάλες, ωδικά και μη πτηνά σε κλουβιά που μετά βίας μπορούν να ανοίξουν τα φτερά τους κ.ο.κ. Αυτές οι συμπεριφορές της κτητικής αγάπης αποτελούν αν μη τι άλλο κακοποίηση. Αυτό στο οποίο θα πρέπει να δώσουμε περισσότερο έμφαση είναι ότι από την κτητική αγάπη αντικειμένων περάσαμε σιγά- σιγά στην κτητική αγάπη έμβιων όντων και μας είναι πιο εύκολο να τη στρέψουμε και προς τους ανθρώπους. Να συνάψουμε σχέσεις, λόγου χάρη, ερωτικές και να αντιμετωπίσουμε τον άνθρωπό μας σαν κτήμα μας, σαν προέκταση του εαυτού μας, όπου θα τον άγουμε και θα τον φέρουμε όπως ακριβώς κάνουμε με όλα όσα κατέχουμε. 

Η κτητική αγάπη είναι πάντα κακοποιητική, διότι δε σέβεται τις ανάγκες του άλλου, και όταν δεν υπάρχει σεβασμός χάνονται τα όρια ανάμεσα στις δικές μας επιθυμίες και στις επιθυμίες του άλλου. Χάνεται η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η επικοινωνία και η άνευ όρων αγάπη. Πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν ως δεδομένους τους άλλους και αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η εικόνα προς τα έξω, δηλαδή η ωραιοποιημένη προβολή του καλού οικογενειάρχη, του στοργικού συζύγου ή συντρόφου κ.ο.κ. Ωστόσο, ξεχνιέται ότι δεν αρκεί να κατέχεις μια σύζυγο για να είσαι παντρεμένος, δεν αρκεί να κατέχεις παιδιά για να είσαι γονιός, κ.ο.κ. 

Προφανώς, η ουσία δε βρίσκεται στην «κτητικότητα», αλλά στο μοίρασμα και στη δοτικότητα συναισθημάτων, στο χτίσιμο όμορφων στιγμών και αναμνήσεων.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου