Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Ψυχανάλυση: Ο René Spitz και τα συμπεράσματα των μελετών του για τα βρέφη

Στο πρόσωπο του René Spitz η ψυχανάλυση βρήκε τον πρώτο της λαμπρό πειραματιστή. Ο  René Spitz υιοθετώντας τη λεγόμενη «κατά μήκος» μέθοδο παρατήρησε για ένα διάστημα που διαρκούσε από 6 μήνες μέχρι 2 χρόνια εκατοντάδες βρέφη στα πιο διαφορετικά περιβάλλοντα όπως: οικογένειες, παιδικούς σταθμούς, βρεφικούς σταθμούς, ορφανοτροφεία κτλ. 

 

Επιπροσθέτως, ο René Spitz έκανε έρευνες σε τρεις διαφορετικές ηπείρους. Τα θεαματικότερα αποτελέσματα των ερευνών του σχετίζονται με τη μελαγχολία των βρεφών που έχουν χωριστεί απ’ τη μητέρα τους. Ο Spitz έδειξε ότι σε περίπτωση παρατεινόμενου χωρισμού, η μελαγχολία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αθεράπευτες ψυχικές και σωματικές βλάβες, ακόμη και στον θάνατο. Οι έρευνές του απέδειξαν ότι η στέρηση της μητρικής στοργής μπορεί να έχει ολέθριες επιπτώσεις στην ψυχολογική ανάπτυξη του βρέφους, οπότε οι πρώτοι συναισθηματικοί δεσμοί είναι ζωτικής σημασίας.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει μια εργασία του René Spitz όπου τα βρέφη στερήθηκαν τη μητέρα τους μετά από ένα τουλάχιστον εξάμηνο καλών σχέσεων και τοποθετήθηκαν σε ίδρυμα. Παρ’ όλο που οι ειδικευμένες βρεφοκόμοι φρόντιζαν στην εντέλεια τα μωρά, διαπιστώθηκαν αρκετές διαταραχές.

Κατά τον René Spitz, αν ο χωρισμός ξεπεράσει τους 5 μήνες, οι διαταραχές τείνουν να γίνουν ανεπανόρθωτες, ο χωρισμός θα οδηγήσει σε μαρασμό ή σε κάποια κατάσταση που θα πλησιάζει την ιδιωτεία. Αντιθέτως, αν αποδώσουμε στο μωρό την μητέρα του πριν τους 5 μήνες, τότε η ανάρρωσή του είναι θαυματουργή, εκφράζοντας όμως επιφυλάξεις για την έκταση της αποκατάστασης υποθέτοντας ότι η «ανωμαλία» αυτή θα αφήσει ίχνη που θα φανούν με τα χρόνια. Εξίσου σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι τα αποτελέσματα του χωρισμού ήταν ολέθρια μόνο όταν οι σχέσεις μητέρας – βρέφους ήταν καλές. Αντίθετα, όταν οι σχέσεις ήταν κακές κι όταν π.χ. η μητέρα κακομεταχειριζόταν το παιδί ή απλά δεν το ήθελε, τα αποτελέσματα του χωρισμού ήταν η άμεση βελτίωση του δείκτη της ανάπτυξής του. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση ο χωρισμός καταλήγει συχνά να είναι ευεργετικός.

Θα λέγαμε πως, ενώ ο John Bowlby, ο οποίος ασχολήθηκε εκτεταμένα με το δεσμό βρέφους – μητέρας, κατέστησε φανερή τη βαθμιαία ανάπτυξη της συμπεριφοράς του συνδέσμου με τη μητέρα, ο René Spitz επιδιώκει να καθορίσει τις κρίσιμες καμπές στην πορεία θεμελίωσης του αντικειμενοτρόπου δεσμού. Στην περίπτωση της έρευνας του Bowlby δίνεται προτεραιότητα σ’ αυτόν καθαυτό τον σύνδεσμο, ενώ στην έρευνα του Spitz αυτό που προέχει είναι η διάκριση του Αντικειμένου τόσο απ’ όλους τους άλλους, όσο κι από το ίδιο το υποκείμενο που αποτελεί απαραίτητη διάκριση για να θεμελιωθεί μια αυθεντική σχέση (Μπερτ Ρέιμον Ριβιέ, 1999).

 

Πηγή:

Μπερτ Ρέιμον Ριβιέ, 1999, μτφρ. Μαρίζα Ντε Κάστρο, Σύγχρονη παιδαγωγική βιβλιοθήκη, Η Κοινωνική Ανάπτυξη του Παιδιού, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, σ.σ. 24-59.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

 

Διαβάζοντας το βιβλίο: «Ο ασθενής που θεράπευσε τον θεραπευτή του»

Stanley Siegel & Ed Lowe

 

«Απόλυτα λογικοί άνθρωποι υιοθετούν μερικές φορές περίεργες στρατηγικές για να αντιμετωπίσουν τα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Συχνά η παραδοσιακή θεραπεία αναγνωρίζει –λαθεμένα- αυτές τις στρατηγικές ως παθολογίες που πρέπει να θεραπευτούν. Ο θεραπευτής Stanley Siegel αντιμετωπίζει τα πράγματα διαφορετικά. 

 

Στο βιβλίο ‘’Ο ασθενής που θεράπευσε τον θεραπευτή του’’ ανατρέπει τις παραδοσιακές θεωρήσεις καθώς προκαλεί τη συμβατική θεραπευτική σκέψη με την ανορθόδοξη προσέγγισή του: αντί να ταξινομεί τα προβλήματα των πελατών του σε παθολογικές κατηγορίες και να προσπαθεί να τα διορθώσει, τους ενθαρρύνει να εκτιμήσουν την προσαρμοστική ευστροφία τους.

Στη διαδικασία αυτή σχεδόν πάντα συμβαίνει κάτι αξιοπρόσεκτο –όπως στην περίπτωση του ζευγαριού που ξεπέρασε τις συγκρούσεις υψώνοντας ένα πραγματικό τείχος στο σπίτι του ή στην ιστορία που έδωσε τον τίτλο στο βιβλίο του, όπου ο Siegel υποκινεί μια αντιστροφή των ρόλων για έναν επίμονα επιφυλακτικό πελάτη ο οποίος, εντελώς απροσδόκητα, λύνει το πρόβλημα της θεραπεύτριάς του.

Οι δώδεκα αυτές ιστορίες, που συγκινούν, διασκεδάζουν και συγχρόνως προκαλούν τη σκέψη, καταδεικνύουν τις πεποιθήσεις του Siegel πως η θεραπεία είναι ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης, όπου ο θεραπευτής έχει να μάθει πραγματικά όσα και ο ασθενής, και πως η θεραπεία είναι δυνατή μόνο όταν ο θεραπευτής σέβεται αληθινά τους ασθενείς του» (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).

«Όταν η θεραπεία αφορά ζευγάρι, το ζήτημα κάτω από οποιαδήποτε διχογνωμία είναι αν η ένωσή τους πρόκειται να συνεχιστεί, αν πρέπει ή αν θέλουν να συνεχιστεί. Ωστόσο, εγώ προχωρώ σαν το ερώτημα του χωρισμού ή του διαζυγίου να είναι άσχετο. Προσπαθώ να εντοπίσω τον τρόπο με τον οποίο το πρόβλημα του ζευγαριού συντηρεί τη σχέση κρατώντας ταυτόχρονα τα μέλη του ζευγαριού συναισθηματικά σε απόσταση μεταξύ τους.

Εφόσον καταφέρουμε να διαχωρίσουμε το ζευγάρι από το πρόβλημα, το ζευγάρι γνωρίζει καλύτερα τους λόγους για τους οποίους είναι μαζί και αν πρέπει ή όχι να συνεχίσει να είναι. Από την εμπειρία μου βλέπω ότι ένα ζευγάρι δεν πρέπει να σκεφτεί τον χωρισμό ως τη στιγμή που θα διαχωρίσει τη θέση του από το πρόβλημά του και, κάνοντάς το αυτό, να το έχει λύσει αποτελεσματικά» (σελ. 67-68).

 

Πηγή:

Stanley Siegel & Ed Lowe. 2006. Ο ασθενής που θεράπευσε τον θεραπευτή του. Ερευνητές.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

 

Διαβάζοντας το βιβλίο: «Το λίκνο της σκέψης»

«Η παραγωγική και δημιουργική σκέψη είναι αυτό που διακρίνει τους ανθρώπους από τα ζώα. Είναι αυτό που ορίζει το Homo sapiens. Υπήρξε αντικείμενο αντιπαράθεσης επί αιώνες τι σημαίνει να έχουμε σκέψεις και τι είναι αυτό που μας δίνει την αξιοθαύμαστη ικανότητα να σκεπτόμαστε. Στο ‘Λίκνο της σκέψης’, ο Peter Hobson παρουσιάζει μια νέα και τολμηρή θεωρία για τη φύση και την προέλευση της ανθρώπινης σκέψης. 

 

Η επικρατούσα άποψη, για την απόκτηση της σκέψης και της γλώσσας, είναι τα βρέφη γεννιούνται με ένα ήδη υπάρχουν πρόγραμμα στον εγκέφαλό τους. αλλά αυτή είναι μια πολύ περιορισμένη και απλουστευμένη ερμηνεία.

Η ριζοσπαστική άποψη του καθηγητή Hobson είναι πως η ικανότητα της σκέψης προέρχεται από την ποιότητα των συναλλαγών του βρέφους με τους άλλους ανθρώπους κατά τους πρώτους δεκαοχτώ μήνες της ζωής του.

Ως αναπόσπαστο μέρος της θαυμαστής νοητικής εξέλιξης του δεύτερου έτους, το παιδί επιτυγχάνει να είναι νέα ενορατική γνώση για τον νου του ίδιου και των άλλων.

Η ανθρώπινη σκέψη, η γλώσσα και η αυτοεπίγνωση αναπτύσσονται στο λίκνο της συναισθηματικής σχέσης μεταξύ του βρέφους και του ανθρώπου που το φροντίζει η κοινωνική επαφή έχει ζωτική σημασία για τη νοητική ανάπτυξη.

Ο καθηγητής Χόμπσον βασίζεται στην εικοσαετή πείρα για την ακαδημαϊκή του έρευνά του ως αναπτυξιακός ψυχολόγος, ψυχίατρος και ψυχαναλυτής. Ακολουθεί το νήμα της νοητικής ανάπτυξης στη διάρκεια των πρώτων 18 μηνών της ζωής του βρέφους, για να περιγράψει και να εξηγήσει την εμφάνιση της σκέψης.

Μας προσφέρει αξιοθαύμαστες πληροφορίες και γνώσεις για τη νοητική ανάπτυξη, τις οποίες άντλησε από τις μελέτες του στον αυτισμό. Μας δείχνει πως από τη βρεφική ηλικία ως την ενήλικη ζωή, οι διαταραχές της σκέψης μπορεί να έχουν τις ρίζες τους σε διαταραγμένες σχέσεις κατά την πρώτη περίοδο της ζωής. Τέλος, τονίζει τις ανεπαίσθητες αλλά σημαντικές αλλαγές σε στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρωποειδών από τα οποία προήλθε ο άνθρωπος» (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).

«Η ανάπτυξη των σχέσεων ασφαλούς δεσμού φαίνεται να προάγεται από την ευαισθησία της μητέρας προς το βρέφος της κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής του. Αυτό μας οδήγησε να ερευνήσουμε γιατί ορισμένες μητέρες ή πατέρες είναι περισσότερο ευαίσθητοι από άλλους. Η εμμονή μας με τη σκέψη, μας οδήγησε επίσης να αναρωτηθούμε κατά πόσο  κάτι όπως είναι η ευαίσθητη ή η αναίσθητη μητρική φροντίδα συνδέεται με τις διεργασίες σκέψης της μητέρας» (σελ. 189).

 

Πηγή:

Peter Hobson. 2006. Το λίκνο της σκέψης. Διερευνώντας την προέλευση της σκέψης. Εκδόσεις Παπαζήση.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Διαβάζοντας το βιβλίο «Κρίση, φόβος και διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής»

«Μια αβέβαιη και απαιτητική καθημερινότητα επικράτησε για τους πολίτες της Ελλάδας μετά την υπογραφή του μνημονίου, ως αποτέλεσμα της ακραίας λιτότητας που επιβλήθηκε.

 

Η ύφεση, η ανεργία, οι μειώσεις και οι περικοπές των μισθών, η αυξανόμενη φορολογία και η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, η διόγκωση της φτώχειας, επιδείνωσαν τις συνθήκες διαβίωσης, ενέτειναν τα προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, αύξησαν τα ποσοστά των αυτοκτονιών και της θνησιμότητας. Παράλληλα άρχισαν να κερδίζουν έδαφος εντεινόμενες πολιτικές και πρακτικές καταστολής, παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κοινωνικά αδύναμων ομάδων, ο ρατσισμός, η βία και ο φασισμός, δημιουργώντας κλίμα φόβου και ανασφάλειας.

Το βιβλίο επιχειρεί μια σφαιρική κριτική και τεκμηριωμένη ανάλυση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στη ζωή των πολιτών, ανάλυση που αναδεικνύει την κοινωνική συνοχή ως το μεγάλο θύμα της κρίσης. Κεντρική θέση στην ανάλυση κατέχει η παρουσίαση μηχανισμών χειραγώγησης της κοινωνίας και διαδικασιών κοινωνικού αποκλεισμού, όπως η κατασκευή ενόχων, ενοχών και αποδιοπομπαίων τράγων και η ποινικοποίηση της ασθένειας και της διαφορετικότητας.

Παράλληλα, αναζητεί λύσεις για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων που έχουν οξυνθεί μέσα από την ενίσχυση της δημοκρατικής συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων και τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και την αξιολόγηση των παρεμβάσεων, με τη συμμετοχή των λειτουργών, φροντίδας και των ίδιων των εξυπηρετούμενων. Αναδεικνύει τη σημασία της κριτικής σκέψης και στάσης για τη διαμόρφωση ενός κινήματος αλληλεγγύης ενάντια στις πολιτικές που οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή ανθρωπιστική κρίση και προτείνει το μοντέλο της κριτικής κοινωνικής εργασίας στην παροχή κοινωνικής φροντίδας» (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).

 

«Οι άνθρωποι που βιώνουν προβλήματα σωματικής ή ψυχικής υγείας και εξάρτησης και χρήζουν αντίστοιχων υπηρεσιών αντιμετωπίζονται ως εμπόδια στην κοινωνική ευημερία και ενοχοποιούνται, καθώς η κατάστασή τους εμφανίζεται ως προσωπική ή οικογενειακή υπόθεση που οφείλεται σε κακές προσωπικές επιλογές, αμαρτίες και αποτυχίες.

Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελούν προτεραιότητα, καθώς ζουν εις βάρος των άλλων και άρα οι όποιες κοινωνικές παροχές σε περιόδους κρίσης θα πρέπει να περιοριστούν τόσο για τη μείωση του κόστους των δημοσίων δαπανών, όσο και για τη δική τους συμμόρφωση. Με τη μέθοδο αυτή η ανθρωπιστική διακυβέρνηση και οι προσπάθειες ενίσχυσης της πρόνοιας και παροχής φροντίδας σε ευάλωτους πληθυσμούς στρέφονται μεν προς την ανακούφιση των πληθυσμών του τρίτου κόσμου, όμως στο εσωτερικό των ίδιων των κρατών που τις υποστηρίζουν αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν προς όφελος των ευάλωτων ατόμων και ομάδων» (σελ. 120).

 

Πηγή:

Χ. Πουλόπουλος. 2014. Κρίση, φόβος και διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Εκδόσεις Τόπος.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.