Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης: θετικά συναισθήματα του θύματος για το δράστη



Μπορούμε να νιώσουμε θετικά συναισθήματα για έναν εγκληματία, για κάποιον που μας προκαλεί μια βλάβη –σωματική ή ψυχολογική, που στην πραγματικότητα μας προκαλεί τρόμο και φόβο;

Για πρώτη φορά παρατηρήθηκε το Σύνδρομο της Στοκχόλμης το 1973 κατά τη διάρκεια μιας ληστείας σε τράπεζα, όπου οι ληστές κράτησαν άτομα ως ομήρους για έξι μέρες. Κάποιοι από τους ομήρους είχαν δεθεί συναισθηματικά με τους ληστές. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που έχει παρατηρηθεί και σε θύματα βίαιων καταστάσεων καθώς και σε φυλακισμένους. Ουσιαστικά αναπτύσσεται ένας συναισθηματικός δεσμός ανάμεσα στα θύματα και τους δράστες έτσι ώστε να μπορέσουν τα θύματα να αντέξουν τη βία και την κακοποίηση που δέχονται.


Το βασικό ερώτημα που μας γεννάται είναι: τι είδους επιδράσεις ασκεί ο δράστης στο θύμα, ώστε το τελευταίο να αναπτύσσει θετικά συναισθήματα προς το δράστη, ακόμη και σε περιπτώσεις που υπάρχει πρόκληση βλάβης ή υποτίμησης;

Οι όμηροι φαίνεται πως αρχικά ταυτίζονται με τους δράστες. Η ταύτιση αποτελεί έναν μηχανισμό άμυνας που τους προφυλάσσει καθώς πείθουν τον εαυτό τους ότι ο δράστης δεν θα τους κάνει κακό και δεν θα τους βλάψει. Έτσι, επιλέγουν να είναι συνεργάσιμοι ή και να εμφανίζουν συμπεριφορές στήριξης του δράστη προσπαθώντας να προστατεύσουν τον εαυτό τους και να εξασφαλίσουν την αίσθηση της ασφάλειας, αλλά και να κερδίσουν την εύνοια του δράστη.

Όσο πιο μακροχρόνια είναι η αιχμαλωσία τόσο πιο δυνατή είναι η εξάρτηση που αναπτύσσει το θύμα από το δράστη, καθώς πλέον το θεωρεί ως ένα οικείο πρόσωπο που κουβαλάει τα δικά του προβλήματα και τις δικές του ανησυχίες, ενώ μπορεί να δικαιολογεί και τη συμπεριφορά του. Ταυτόχρονα το θύμα εμφανίζει αρνητικά συναισθήματα και συμπεριφορές προς την αστυνομία και τις αρχές, με αποτέλεσμα να επιτίθεται προς αυτούς και να ανησυχεί για τον δράστη. 


Χαρακτηριστικές συμπεριφορές του θύματος με το Σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι: 

Το θύμα αρχίζει να βλέπει τα πράγματα και την κατάσταση από την πλευρά του θύτη.

Το θύμα αρχίζει να συμφωνεί με τον θύτη και ταυτίζεται μαζί του αναγνωρίζοντας ότι υπάρχουν ορισμένες πτυχές της δικής του προσωπικότητας. 

Το θύμα αρχίζει να μαθαίνει πώς να ηρεμήσει ή και να ευχαριστήσει το θύτη, ώστε να μπορεί να προφυλάξει τον εαυτό του από το να πληγωθεί. 

Σταδιακά το θύμα αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι ο θύτης έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με τους άλλους ανθρώπους, ενώ μπορεί να αρχίσει να βλέπει στο θύτη και πλευρές του δικού του χαρακτήρα. 

Έτσι, το θύμα βλέπει και αντιμετωπίζει το θύτη ως λιγότερο απειλητικό, ενώ ταυτόχρονα έρχεται όλο και πιο κοντά –συναισθηματικά- με το θύτη. Ο θύτης ενδεχομένως μπορεί να κάνει αναφορές σε προσωπικά του στοιχεία και βιώματα ώστε να προκαλέσει τον οίκτο και όχι θυμό και αντιδράσεις. 

Το θύμα βιώνει αντικρουόμενα συναισθήματα για το θύτη: από τη μια οργή και από την άλλη οίκτο, από τη μια επιθυμία για απελευθέρωση και από την άλλη παράλογη ανησυχία για το θύτη ή και ενδιαφέρον για τις ανάγκες του θύτη.  

Ωστόσο, να σημειωθεί πως το Σύνδρομο της Στοκχόλμης δεν εμφανίζεται σε όλα τα θύματα που έχουν βρεθεί σε κατάσταση ομηρίας, αιχμαλωσίας ή γενικότερα κακοποίησης. Οι παράγοντες που ενισχύουν την εμφάνιση του Συνδρόμου είναι η χρονική διάρκεια της κατάστασης, η επαφή του δράστη με το θύμα, και οι ενδείξεις ευγένειας και καλής συμπεριφοράς του δράστη προς το θύμα.


Τέσσερις βασικές καταστάσεις στις οποίες μπορεί να εμφανιστεί το Σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι οι εξής:

  • Αντιληπτή ή πραγματική απειλή γα τη σωματική ή ψυχολογική επιβίωση και την πεποίθηση ότι ο θύτης θα πραγματοποιήσει την απειλή του. Ο θύτης μπορεί να διαβεβαιώνει το θύμα ότι η συνεργασία θα του εξασφαλίσει ασφάλεια και θα είναι καλός μαζί του. 
  •  
  • Παρουσία λίγης ευγένειας ή καλοσύνης από το θύτη προς το θύμα. Κάποιες ενδείξεις ευγένειας, όπως να επιτρέψει στο θύμα να κάνει μπάνιο ή η παροχή τροφής μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο που το θύμα βλέπει το θύτη. Επίσης, κάποιες ενδείξεις, όπως ένα δώρο ή μια ειδική μεταχείριση του θύτη προς το θύμα λειτουργούν ως απόδειξη για το θύμα ότι ο θύτης δεν είναι απόλυτα κακός. 

  • Απομόνωση του θύματος από άλλες συμπεριφορές και προσεγγίσεις. Το θύμα στην προσπάθειά του να επιβιώσει λαμβάνει την οπτική γωνία του θύτη, ενώ αποκομμένο, όπως είναι από άλλες οπτικές, στηρίζει τον τρόπο που ο θύτης βλέπει τα πράγματα και εμφανίζει θυμό προς εκείνους που προσπαθούν να βοηθήσουν.
  •  
  • Αντιληπτή ή πραγματική αδυναμία του θύματος να ξεφύγει από την κατάσταση. Το θύμα μπορεί να έχει οικονομικές υποχρεώσεις, χρέη ή έλλειψη σταθερότητας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιβιώσει μόνο του. Ο θύτης συνήθως χρησιμοποιεί απειλές.



Οι άνθρωποι που συχνά αισθάνονται αβοήθητοι σε διάφορες περιπτώσεις στη ζωή τους ή είναι πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα ώστε να επιβιώσουν φαίνεται πως είναι πιο επιρρεπείς στην εμφάνιση του Συνδρόμου, όταν βρεθούν σε κατάσταση ομηρίας. Τα άτομα που εμφανίζουν το συγκεκριμένο Σύνδρομο εκδηλώνουν συμπτώματα παρόμοια με τα συμπτώματα της διαταραχής μετατραυματικού στρες, όπως αϋπνία, εφιάλτες, ευερεθιστότητα, δυσκολία συγκέντρωσης, συναισθήματα σύγχυσης, αδυναμία άντλησης ικανοποίησης και απόλαυσης διαφόρων θετικών εμπειριών, συχνές αναδρομές στο παρελθόν και αυξημένη δυσπιστία απέναντι στους άλλους.


Ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται το άτομο με το Σύνδρομο της Στοκχόλμης μοιάζει με τον τρόπο που συμπεριφέρεται κάθε άτομο που ζει σε μια κακοποιητική σχέση, με βασικότερο χαρακτηριστικό την ανάγκη του θύματος να ασκεί έλεγχο στις καταστάσεις ώστε να προβλέπει την εμφάνιση προβλημάτων και να μην εκνευρίζει το θύτη. Το θύμα εμφανίζεται αρκετά υποχωρητικό προς τις απαιτήσεις του θύτη, ενώ συχνά δικαιολογεί τις συμπεριφορές του και απομακρύνεται από αγαπημένα του πρόσωπα, όπως οικογένεια και φίλους, αν αυτό ζητά ο θύτης. Διαρκώς προσπαθεί να εξασφαλίσει μια ήρεμη κατάσταση ώστε να αποφευχθούν οι εντάσεις και οι αντιδράσεις του θύτη, ενώ το πιο σημαντικό από όλα θεωρεί την «αγάπη» που έχει για το θύτη.  


Πηγές:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου