Κυριακή 16 Ιουλίου 2023

Η σημασία της επικοινωνίας στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις

Στις μέρες μας οι τρόποι και τα μέσα που διαθέτουμε, ειδικά με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, καθώς και της εξάπλωσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, θα λέγαμε ότι έχουν εκτοξεύσει την επικοινωνία σε άλλη διάσταση. Είναι όμως αυτό μια αλήθεια ή μήπως μια πλάνη; Δηλαδή, το ερώτημα που τίθεται αφορά στο κατά πόσο οι νέες αυτές δυνατότητες επικοινωνίας μείωσαν την απόσταση μεταξύ των ανθρώπων και έδωσαν περισσότερες ευκαιρίες προς επίλυση προβλημάτων σοβαρών όπως το άγχος, η ανασφάλεια, η αναποφασιστικότητα, η δειλία, η μελαγχολία, οι φοβίες, οι αϋπνίες κοκ.  

 

Η καλύτερη και σωστότερη επικοινωνία είναι εύλογο και αναμενόμενο να βοηθάει τους ανθρώπους στο μοίρασμα των εμπειριών τους , των προβλημάτων τους, καθώς και των υλικών, συναισθηματικών και ευρύτερων ψυχολογικών τους αναγκών. Η διευκόλυνση της επικοινωνίας με όλα αυτά τα μέσα που πλέον διαθέτουμε θα έπρεπε να συμβάλλει στο να διατηρηθούν και να επαυξηθούν οι ζεστές ανθρώπινες σχέσεις, οι επαφές να γίνουν πιο στενές, να μειωθούν οι παρεξηγήσεις, ο ανταγωνισμός, οι συγκρούσεις, η αλληλο-υπονόμευση, ενώ από την άλλη θα έπρεπε να καταπολεμείται η αποξένωση, ο κοινωνικός αποκλεισμός και να προάγεται η συνεργατικότητα, η ευγενής άμιλλα, η αλληλο-κατανόηση, ο διάλογος και ο πλουραλισμός ιδεών κι απόψεων.

Καίρια ερωτήματα, λοιπόν, είναι τα εξής: μειώθηκε η μοναξιά; Μειώθηκαν τα προβλήματα των ανθρώπων; Η απάντηση είναι μάλλον όχι, κι αυτό διότι αυξήθηκαν οι τρόποι και τα μέσα, άρα η ποσότητα ευκαιριών επικοινωνίας, αλλά δεν αυξήθηκε η ποιότητα του περιεχομένου της επικοινωνίας. Μάλλον λέμε πολλά, αλλά όχι ουσιαστικά, δηλ. καταπιανόμαστε σε συζητήσεις με φτωχό νόημα και περιεχόμενο.

Όμως, ακόμη κι αν αυτή η υπόθεση μοιάζει ή είναι πράγματι πολύ αυστηρή, τότε στην περίπτωση που θεωρούμε και πιστεύουμε ότι οι συζητήσεις μας είναι ουσιαστικές και γεμάτες νόημα ας αναρωτηθούμε το εξής: όταν συζητάμε, ακούμε τον συνομιλητή μας; Μήπως δίνουμε έμφαση σε αυτό που έχουμε να πούμε εμείς οι ίδιοι κι όταν παίρνει το λόγο ο συνομιλητής μας, εμείς τον «ακούμε» που μιλάει, αλλά δεν «ακούμε» τι μας λέει; Με άλλα λόγια, έχουμε μάθει να συζητάμε; Κι ακόμη, έστω ότι ακούμε αυτό που ο συνομιλητής μας, μας εκφράζει, το επεξεργαζόμαστε ή το προσπερνάμε; Μήπως όταν δεν μας συμφέρει το αντικρούομε; Μήπως το αμφισβητούμε;

Οκ, ως ένα βαθμό φυσικές και φυσιολογικές αντιδράσεις είναι όλες αυτές και δεν παίζει ρόλο μονάχα αυτό που μας λέει ο συνομιλητής μας, αλλά κι ο τρόπος που μας το λέει. Αν ο τρόπος του συνομιλητή μας είναι απότομος, επικριτικός ή ακόμη κι επιθετικός, τότε είναι πολύ πιθανό να γίνουμε κι εμείς απότομοι ή τουλάχιστον αμυντικοί και τότε να «κλείσουμε» τα αυτιά μας. Από την άλλη, μήπως όταν συζητάμε δίνουμε έμφαση στο ύφος και στον τρόπο του άλλου, αλλά δεν δίνουμε σημασία ποτέ στο δικό μας ύφος και στον δικό μας τρόπο; Μήπως αυτό-δικαιολογούμαστε κιόλας, όπως λόγου χάρη ότι εμείς είχαμε μια πολύ δύσκολη μέρα στη δουλειά, ενώ ο συνομιλητής μας θα πρέπει να υπομείνει τα νεύρα μας επειδή π.χ. είναι άνεργος; Μα ποιος σας είπε ότι κι αυτός δεν δικαιολογείται να έχει νεύρα, ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι άνεργος; Όταν ο διάλογος και η συζήτηση δεν γίνεται υπό ίσοις όροις, τότε είναι καταδικασμένος στο να αποτύχει. Φερειπείν, δεν θα έπρεπε να υφίσταται επιχείρημα του τύπου: «εγώ έχω τα διπλάσιά σου χρόνια και γι’ αυτό οφείλεις να με ακούσεις». Όταν ο αυταρχισμός σε μια κουβέντα νικάει τη δημοκρατία, τότε δεν έχουμε διά-λογο, αλλά διά-γγελμα στο οποίο διατάσουμε τον συνομιλητή μας να συμφωνήσει. 

 

Τα παραπάνω λάθη, δυστυχώς δεν σπανίζουν, αλλά συμβαίνουν τακτικά και πολλές φορές δεν υπάρχουν περιθώρια να αναλυθούν και να ξεπεραστούν εξαιτίας κάποιων προκαταλήψεων και μεροληψιών που μας διακατέχουν και που για να τις εντοπίσουμε θα πρέπει να έχουμε καταρχάς επίγνωση της ύπαρξής τους, αλλά ταυτοχρόνως διάθεση να τις εντοπίσουμε, κι ως εκ τούτου διάθεση αυτό-κριτικής. Μάλιστα, μια από τις «ύπουλες» προκαταλήψεις στην οποία οι περισσότεροι έχουμε προβεί αρκετές φορές, είναι αυτή που οι ψυχολόγοι ονομάζουν ως: «τυφλό σημείο ως προς τη μεροληψία» (bias blind spot), η τάση δηλαδή να σκεφτόμαστε ότι οι άλλοι άνθρωποι είναι πιο επιρρεπείς σε μεροληψίες, σε σχέση με εμάς, ως προς τις ερμηνείες τους για τα αίτια συμπεριφοράς τους ή της συμπεριφοράς των άλλων ανθρώπων (Hansen et al., 2014, Promin et al., 2002,2004).

Συνεπώς, για μια καλύτερη επικοινωνία θα πρέπει να αποκτήσουμε μια βαθύτερη γνώση του εαυτού μας, προκειμένου να είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε τα ελαττώματά μας και βαθμιαία να τα βελτιώσουμε και να τα αλλάξουμε. Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ο συνομιλητής μας δεν είναι εχθρός μας και ότι δε θα φανούμε «χαζοί» αν παραδεχθούμε ότι έχει δίκιο. Είναι σημαντικό να αξιολογούμε τις καλές ιδέες και να τις εκτιμούμε κι ας μην είναι δικές μας. Για να το επιτύχουμε αυτό χρειάζεται να καλλιεργήσουμε στην ψυχή μας το σεβασμό, την αγάπη, την καλή προαίρεση, την καλή θέληση, την καλή πίστη για τον συνομιλητή μας και πάνω από όλα αυτά η κουβέντα να γίνεται κάτω από πνεύμα συμβιβασμού κι όχι εγωισμού.

 

Πηγές:

Hansen K, Gerbasi M, Todorov A, Kruse E, Pronin E. People Claim Objectivity After Knowingly Using Biased Strategies. Pers Soc Psychol Bull. 2014 Jun;40(6):691-699. doi: 10.1177/0146167214523476. Epub 2014 Feb 21. PMID: 24562289.

Promin et al., 2002, The Bias Blind Spot: Perceptions of Bias in Self Versus Others, March 2002, Personality and Social Psychology Bulletin 28(3):369-381, DOI:10.1177/0146167202286008.

Promin et al., 2004, Objectivity in the Eye of the Beholder: Divergent Perceptions of Bias in Self Versus Others, July 2004, Psychological Review 111(3):781-99, DOI:10.1037/0033-295X.111.3.781.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου