«Οι περίοδοι απομόνωσης δεν δημιουργούν αναμνήσεις. Τι μπορεί να καταχωρηθεί στη μνήμη όταν ο κόσμος είναι κενός; Όμως, η απώλεια αφήνει τη σφραγίδα της στην εικόνα του εαυτού. Και όταν στη συνέχεια συμβαίνει ένας άλλος αποχωρισμός, ξυπνά αυτή η δίχως αναμνήσεις μνήμη.
Οι αποχωρισμοί είναι αναπόφευκτοι στη ζωή, μάλιστα είναι και ευεργετικοί όταν προετοιμάζουν την αυτονομία. Όταν όμως μια πρόωρη απώλεια που συμβαίνει πριν την κατάκτηση της ομιλίας εγγράφει στη μνήμη το αίσθημα της απώλειας, ένας κατοπινός αποχωρισμό, ακόμα και ήπιας μορφής, μπορεί να επιφέρει κατάθλιψη. Μια απλά απομάκρυνση από το πρόσωπο που παρέχει ασφάλεια γίνεται επώδυνη στο παιδί που είναι ευάλωτο εξαιτίας ενός αποχωρισμού που συνέβη στην πρώιμη παιδική του ηλικία. Ακόμα και μια συμβολική απώλεια είναι ικανή να ξυπνήσει αυτή την ανάμνηση που αποκτήθηκε πρόωρα: μια αποτυχία στις εξετάσεις, ένα χαμένο ραντεβού, μια ερωτική απογοήτευση. Τα άτομα που ένιωσαν νωρίς το αίσθημα της ασφάλειας βιώνουν μεν τον πόνο που προκαλούν οι απώλειες αυτές, αλλά πολύ γρήγορα τον ξεπερνούν με ένα άλλο σχέδιο. Αντίθετα, όσοι έζησαν νωρίς στην απομόνωση, πριν αρχίσουν να μιλούν, γίνονται συναισθηματικά ευάλωτοι και βιώνουν αυτές τις αναπόφευκτες αντιξοότητες σαν μια ανεπανόρθωτη απώλεια.
Αυτή η πρώιμη ευαλωτότητα εξηγεί τις περίεργες στρατηγικές προσκόλλησης των εγκαταλελειμμένων παιδιών. Σε πρώτη φάση, διαμαρτύρονται και κλαίνε επειδή θυμώνουν που στερούνται την προσκόλληση που δικαιούνται. Μετά, όταν έχει εδραιωθεί η αποθάρρυνση, αισθάνονται τη στέρηση σαν ένα κενό, μέσα στο οποίο δεν αξίζει πια τον κόπο να φωνάζουν. Όσο έχουν τη δύναμη να ελπίζουν, αρκεί ένα συναισθηματικό υποκατάστατο για να γαντζωθούν από αυτό. Αυτή η αγχώδης υπερπροσκόλληση δεν κάνει διακρίσεις. Αυτά τα παιδιά προσπαθούν να προσκολληθούν στον οποιονδήποτε βρεθεί μπροστά τους. προσκολλώνται σε οποιονδήποτε ενήλικο, όπως αυτός που πνίγεται και γραπώνεται από οτιδήποτε επιπλέει. Αυτό ασφαλώς σώζει το παιδί, αλλά το τίμημα μιας τέτοιας ανάπτυξης είναι μεγάλο. Το παιδί που δεν έχει νιώσει από νωρίς ασφάλεια κατευθύνεται στις μορφές προσκόλλησης που του ταιριάζουν. Έναν τέτοιο ενήλικο θα πλησιάσει, σε αυτόν θα μιλήσει και θα χαμογελάσει. Αντίθετα, ένα παιδί συναισθηματικά ευάλωτο στρέφεται προς κάθε ενήλικο, ακόμη κι αν του δεν του χαμογελάει, ακόμα και αν τον απορρίπτει. Μένει κοντά του επειδή τον έχει ανάγκη, ακόμα κι αν ο ενήλικας το απορρίπτει. Το παιδί αυτό έτσι αισθάνεται καλύτερα, αλλά, έχοντας χάσει την αυτονομία του, δέχεται να ζήσει με κάποιον που δεν ενδιαφέρεται για αυτό. Όταν ενηλικιωθεί, θα ντύσει λεκτικά αυτό το συναίσθημα που εντυπώθηκε κατά την παιδική του ηλικία και θα πει:
‘Δείτε από πού προέρχονται, πώς γίνεται να μ’ αγαπάει κανείς; Να ποιος είμαι, σας ευχαριστώ που με κρατάτε κοντά σας. Ευχαριστώ που θέλησες να με παντρευτείς’.
Έτσι συμβαίνει να συναντάμε παιδιά ή νέους που προσκολλώνται απεγνωσμένα σε γονείς ή συντρόφους που τους κάνουν δυστυχισμένους. Αυτός ο τρόπος ανάπτυξης σχέσεων προετοιμάζει μια δύσκολη ανάπτυξη που μπορεί να τους οδηγήσει στην κατάθλιψη. Στην εφηβεία, τότε που πρέπει να αυτονομηθούν, δεν έχουν αρκετή εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και προτιμούν να μένουν μαζί με εκείνους που τους παραμελούν ή τους κακομεταχειρίζονται. Μέρι την ημέρα που αυτοί οι επαναλαμβανόμενοι εξαναγκασμοί και οι καθημερινές ματαιώσεις θα οδηγήσουν στην κατάθλιψη.
Παιδιά που δεν έκαναν διάκριση στην προσκόλληση, όταν γίνονται έφηβοι, εμφανίζουν τέσσερις φορές συχνότερα κατάθλιψη από ότι ο γενικός πληθυσμός. Και όταν η κοινωνική αβεβαιότητα εντείνει αυτή την ευαλωτότητα σωρεύοντας ματαιώσεις και τραύματα, παρατηρούμε ότι το 68% των ατόμων με κατάθλιψη είναι οι ενήλικοι που δεν κοινωνικοποιήθηκαν ομαλά, αφού πρώτα υπήρξαν παιδιά συναισθηματικά ευάλωτα.
Όταν μια πρόωρη απώλεια συμβαίνει σε μια ευαίσθητη περίοδο της ανάπτυξης και το περιβάλλον δεν προσφέρει κανένα συναισθηματικό υποκατάστατο, το παιδί ξαναβρίσκεται σε μια κατάσταση αισθητηριακής απομόνωσης, όπου τίποτα δεν διεγείρεται, ούτε ο εγκέφαλός του ούτε η μνήμη του ούτε η προσωπική του ιστορία. Και αν η απομόνωση διαρκέσει μεγάλο χρονικό διάστημα, ο εγκέφαλος ατροφεί, η μνήμη σβήνει, η προσωπικότητα δεν μπορεί πλέον να αναπτυχθεί. Σε αυτή την περίπτωση, η ανθεκτικότητα κατακτάται δύσκολα» (σελ. 110-112).
Πηγή:
Boris Cyrulnik. (2015). Τρέξε να σωθείς, η ζωή σε καλεί. Εκδόσεις Κέλευθος.
Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου