Η σχέση με τη μητέρα
«Μεγαλώνοντας διαπιστώνουμε το ισχυρό αποτύπωμα της μητέρας μας μέσα μας. Τον καθοριστικό ρόλο που εξακολουθεί να διαδραματίζει στη ζωή μας ως πρότυπο με το οποίο φτάνουμε να συγκρινόμαστε. Έχοντας ενσωματώσει πολλές από τις αντιλήψεις, τις τάσεις και τις αξίες της, άλλοτε υιοθετούμε ή αντιγράφουμε ακόμα και άθελά μας τη συμπεριφορά της κι άλλοτε προσπαθούμε να την αποφύγουμε απορρίπτοντάς την. Πρωταρχική και καθοριστική η σχέση μας μαζί της, καθώς σχεδόν αναπότρεπτα σημαδεύει κάθε φάση της ανάπτυξής μας και εξελίσσεται μαζί της. Με το πέρασμα του χρόνου μας δίνεται η ευκαιρία να ξανακοιτάξουμε τη γυναίκα που είναι μάνα μας, πιθανόν αναθεωρώντας την κρίση μας για αυτήν, προσεγγίζοντας με διαφορετικό τρόπο κάποιες πλευρές της. Ιδιαίτερα όταν γινόμαστε με τη σειρά μας μητέρες συμβαίνει η σχέση μας μαζί της να αποκτά μεγαλύτερο βάθος και περισσότερη εγγύτητα. Καθώς ταυτιζόμαστε ασυνείδητα μαζί της, παρακολουθούμε πάνω της τα στάδια της ζωής που πρώτη αυτή διέρχεται: την ώριμη ηλικία, τα γεράματα ακόμα και τον θάνατο, όταν φεύγοντας εκείνη μένουμε πιο εκτεθειμένες στο επικείμενο τέλος. Γνωρίζουμε θεωρητικά την ακολουθία των σταδίων της ζωής, όμως η βιωματική εξοικείωση μας γίνεται λιγότερο επίπονη επειδή οι γονείς μας και ιδιαίτερα η μητέρα μας μοιάζει να λειτουργεί σαν προστατευτικό ανάχωμα προς όφελός μας» (σελ. 110-111).
Κατά τη μέση ηλικία πραγματοποιείται μια αξιολόγηση όλων των τομέων της ζωής μας, μεταξύ των οποίων είναι και οι σημαντικές μας σχέσεις: σχέσεις με τη μητέρα, σχέσεις με τον πατέρα, σχέσεις με άλλα σημαντικά πρόσωπα. Μέσα από τις περιγραφές για τη σχέση με τη μητέρα, οι περισσότερες δεν αναφέρθηκαν σε μια ισότιμη- φιλική σχέση και εξομολογούνταν τα μυστικά τους. Πολλές γυναίκες ανέφεραν το παράπονο ότι δεν τις χάιδευαν, γιατί ‘δεν έπρεπε’, ενώ πολλές ένιωθαν ότι οι μητέρες δεν ασχολούνταν μαζί τους όσο οι ίδιες επιθυμούσαν. Επίσης, ορισμένες μητέρες έδιναν ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα θρησκείας, ενώ εμφανίζονταν υποταγμένες ή καταπιεστικές.
Η οικοδόμηση μιας δύσκολης σχέσης εξαρτάται από τα προβλήματα υγείας της μητέρας (που πολλές φορές εκφράζονται στη μεσήλικη κόρη ως έλλειψη τρυφερότητας από αυτή προς τους άλλους), τον χωρισμό της μητέρας από τον πατέρα που δημιούργησε κλειστοφοβία στην κόρη, τα ατελείωτα ‘πρέπει’ και ‘δεν πρέπει’, καθώς και τη χειριστική συμπεριφορά της μητέρας προς τη θυγατέρα. Πολλές από τις γυναίκες που μίλησαν για τη μητέρα τους ένιωθαν θυμό, ενώ είχαν μια εχθρική σχέση με τη μητέρα τους. Σε κάποιες περιπτώσεις οι σχέσεις μητέρας- κόρης χαρακτηρίζονταν από την πλευρά της κόρης ως καλές, χωρίς στην πραγματικότητα να υπάρχει σχέση: «δεν της άνοιξα ποτέ την καρδιά μου», «δεν έμαθε ποτέ σημαντικά πράγματα για μένα», «έκρυβα τα μυστικά μου από αυτή. Ίσως επειδή και η ίδια δεν συζητούσε» (σελ. 117).
Ωστόσο, υπήρχαν και γυναίκες που περιέγραψαν με θετικό τρόπο τη μητέρα τους: «φύλακας άγγελος, αγκαλιά, παντοτινή φίλη, καλός άνθρωπος που μ’ αγαπάει, εξισορροπίστρια ανάμεσα στην οικογένεια και τα αδέλφια». Πολλές φορές οι σχέσεις μητέρας- κόρης ήταν κακές και παρέμειναν κακές και σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους (σχέσεις δύσκολες και ανταγωνιστικές). Με το πέρασμα των γυναικών στη μέση ηλικία πραγματοποιείται και το πέρασμα της μητέρας τους στην τρίτη ηλικία, σε μια κατάσταση αδυναμίας και ανάγκης για φροντίδα.
Από τα πιο δύσκολα συναισθήματα είναι οι ενοχές: για όσα δεν εκπληρώθηκαν, για το ότι η γυναίκα- κόρη δεν κατάφερε να σταθεί στο ύψος της, καθώς επέλεξε να ζήσει τη δική της ζωή. Το βασικό ερώτημα είναι αν έχει υπάρξει αποδοχή της μιας από την άλλη… Το πέρασμα του χρόνου μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά και να αποκαταστήσει τη σχέση ή μπορεί να διευρύνει το χάσμα…
Η σχέση με τον πατέρα
«Καθοριστική είναι και η σχέση με τον πατέρα, εφόσον το πρόσωπο και η παρουσία του εγγράφονται και λειτουργούν ως το κατεξοχήν πρότυπο –θετικό ή αρνητικό- στη σχέση με το άλλο φύλο. Δεν είναι λίγες οι φορές που όχι τυχαία μέσα στον γάμο μας βρισκόμαστε να ενσαρκώνουμε τους ρόλους που είδαμε να παίζουν οι γονείς μας στη δική τους σχέση. Ειδικότερα η δική μας γενιά, που γνώρισε την εφηβεία στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, αμφισβήτησε την παραδοσιακή δομή της οικογένειας και εναντιώθηκε συνειδητά κάποιες φορές στην πατρική εξουσία, αφήνοντας ως παρακαταθήκη, μεταξύ άλλων, το σύνθημα ‘’Δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι της μητρός μου, θέλω να είμαι ο εαυτός μου’’.
Η αναζήτηση αυτής της προσωπικής ταυτότητας στη νεανική ηλικία ως γυναίκας μπορεί αργότερα να συσσωρεύσει κάποιες ενοχές απέναντι στον εαυτό ή απέναντι στους γονείς. Στη φάση της ωριμότητας συμβαίνει να αναλογιζόμαστε τις φορές εκείνες που δεν υπηρετήσαμε αυτό που θέλαμε ή που αποτύχαμε να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες των γονιών μας. Προσπαθούμε τότε να εκτιμήσουμε τι κάναμε ή τι παραλείψαμε να κάνουμε για το οποίο σήμερα μετανιώνουμε. Κάποιες φορές πάλι καταλήγουμε να φέρουμε το βάρος καταστάσεων που δεν προλάβαμε να ξεκαθαρίσουμε στη σχέση με τους γονείς μας όσο εκείνοι ζούσαν» (σελ. 128-129).
Οι γυναίκες που μίλησαν για τη σχέση τους με τον πατέρα δυσκολεύτηκαν να περιγράψουν μονολεκτικά αυτή τη σχέση ως καλή ή κακή, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα συναισθήματα ήταν αμφίθυμα και αντιφατικά. Ένας πατέρας στοργικός, υποστηρικτικός, φροντιστικός, ή ένας πατέρας αυστηρός, απόμακρος, αυταρχικός, αδιάφορος. Για κάποιες γυναίκες η σχέση με τον πατέρα αποτελούσε ένα μελανό σημείο στη ζωή τους. Η καλή και συμφιλιωμένη σχέση πατέρα- κόρης όσο ο πατέρας ζούσε βοηθούσε ώστε η κόρη να έχει μια θετική εικόνα για τον πατέρα και μετά τον θάνατό του και να μπορεί να αποδεχθεί τον θάνατό του. Σε ορισμένες κακές σχέσεις πατέρα- κόρης, η κόρη μετά τον θάνατο του πατέρα ένιωσε λύτρωση, απελευθέρωση, ανακούφιση… Σε κάθε περίπτωση, η σχέση με τον πατέρα είτε ήταν θετική είτε ήταν αρνητική σημαδεύει τη ζωή της γυναίκας, αλλά και τη σχέση με τους άνδρες.
Πηγή: …και μετά τα πενήντα τι; Μαρτυρίες γυναικών για τη μέση ηλικία. (2011). Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου