* Από Παπαδόπουλο Βαγγέλη, Κοινωνικό Λειτουργό
Μελέτη και Ανάλυση του έργου «Διάκριση» του Μπουρντιέ
Ο Μπουρντιέ επιχειρεί να εξηγήσει την κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας και τους μηχανισμούς της κουλτούρας και της εξουσίας στις σύγχρονες κοινωνίες, εντάσσοντας στο επίκεντρο της θεωρίας του τις τρεις βασικές έννοιες: έξη (habitus), κεφάλαιο (σχολικό, κοινωνικό, οικονομικό και οικογενειακό) και πεδίο.
Μιλώντας για το επάγγελμα ο Μπουρντιέ τονίζει ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το πλήρες σύστημα των σχέσεων, για παράδειγμα ότι το επάγγελμα εξαρτάται από τον τίτλο, ο οποίος με τη σειρά του υποτίθεται πώς εγγυάται- εξαρτάται από το επάγγελμα, αλλά και από το πολιτισμικό κεφάλαιο, το οποίο έχει αποκτηθεί από την οικογένεια ή το σχολείο. Το κατεχόμενο επάγγελμα μπορεί να προϋποθέτει είτε τη συντήρηση είτε την αύξηση του πολιτισμικού κεφαλαίου.
Στην ενότητα αυτή ο Μπουρντιέ αναφέρει ότι η κοινωνική τάξη δεν μπορεί να οριστεί μόνο από μία ιδιότητα, ακόμη κι αν αυτή είναι η καθοριστικότερη, όπως ο όγκος και η δομή του κεφαλαίου. Επίσης, η κοινωνική τάξη δεν μπορεί να οριστεί ούτε από σύνολο ιδιοτήτων, όπως το φύλο, η ηλικία, η κοινωνική ή εθνοτική καταγωγή, κ.ο.κ., αλλά «από τη δομή των σχέσεων ανάμεσα σε όλες τις διακριτικές ιδιότητες, η οποία απονέμει στην καθεμία τους και στα αποτελέσματα που η καθεμία αποφέρει στις πρακτικές την προσίδια αξία τους». Πιο συγκεκριμένα, δεν εξαρτώνται όλοι οι συστατικοί παράγοντες της κατασκευασμένης τάξης στον ίδιο βαθμό οι μεν από τους δε και ως εκ τούτου η δομή του συστήματος που συγκροτούν καθορίζεται από εκείνους που έχουν το ουσιαστικότερο λειτουργικό βάρος.
Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι μια τάξη ορίζεται ως προς τα σημαντικότερα στοιχεία της, που δεν είναι άλλα από τη θέση και την αξία που προσδίδει στα δύο φύλα και στις κοινωνικά συγκροτημένες διαθέσεις τους. Έτσι, μπορούμε να εξηγήσουμε τον καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στα δύο φύλα, αλλά και το πώς αυτός προσλαμβάνεται από τις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Για παράδειγμα, οι χαμηλότερες κοινωνικές θέσεις καταλαμβάνονται από αυξανόμενο ποσοστό ξένων χειρωνακτών ή ειδικευμένων εργατών ή ξένων γυναικών, συνήθως για θέσεις παραδουλεύτρας.
Η διάκριση των τάξεων γίνεται με βάση τον όγκο του κεφαλαίου, που αποτελείται από τους χρησιμοποιήσιμους πόρους και εξουσίες, καθώς και από το οικονομικό, πολιτισμικό και κοινωνικό κεφάλαιο. Συνεπώς, υπάρχει μια διακύμανση από αυτούς που κατέχουν υψηλότερα επίπεδα κοινωνικού και πολιτισμικού κεφαλαίου προς αυτούς που στερούνται από αυτά τα κεφάλαια. Πιο συγκεκριμένα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες προέρχονται από την κυρίαρχη τάξη, έχουν υψηλά εισοδήματα και πτυχία, έχουν συχνά καλεσμένους και υψηλή κατανάλωση υλικών και πολιτισμικών αγαθών. Από την άλλη, οι υπάλληλοι γραφείου, οι οποίοι προέρχονται συχνότερα από τις λαϊκές και μεσαίες τάξεις, δεν συνηθίζουν να έχουν καλεσμένους, ιδιαίτερα χαμηλή κατανάλωση αγαθών και αφιερώνουν τον ελεύθερο χρόνο τους σε μαστορέματα, όπως συντήρηση αυτοκινήτου και άλλα. Τέλος, οι πτυχιούχοι εργάτες, οι εξειδικευμένοι εργάτες αλλά και οι χειρώνακτες και οι μισθωτοί αγρότες έχουν τα χαμηλότερα εισοδήματα, δεν έχουν ανώτερα πτυχία και προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις.
Το οικονομικό κεφάλαιο στην πλειοψηφία του είναι κληρονομημένο, ενώ τα λιγότερο εφοδιασμένα τμήματα εξαρτώνται κυρίως από το πολιτισμικό κεφάλαιο, όπως είναι οι δάσκαλοι στο μεσαίο επίπεδο και οι καθηγητές στο ανώτερο επίπεδο. Επομένως, η δομή της κατανομής του οικονομικού κεφαλαίου είναι συμμετρική και αντίστροφη προς τη δομή της κατανομής του πολιτισμικού κεφαλαίου. Αντίστοιχα, για τα μεσαία στρώματα η σχέση ανάμεσα στο οικονομικό και πολιτισμικό κεφάλαιο είναι αντιστρόφως ανάλογη, καθώς όσο μειώνεται το πολιτισμικό κεφάλαιο, τόσο αυξάνεται το οικονομικό. Επίσης, η σχολική επιτυχία εξαρτάται από το κληρονομημένο πολιτισμικό κεφάλαιο και από την τάση για επένδυση στο σχολικό σύστημα. Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα συμβάλλουν στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης τάξης. Από την άλλη, τα μέλη της μικροαστικής τάξης προκειμένου να ανέλθουν από τις κατώτερες στις ανώτερες θέσεις εκδηλώνουν διαθέσεις παρακολούθησης νυχτερινών μαθημάτων, εγγραφής σε βιβλιοθήκες, συλλογής βιβλίων κ.τ.λ.
Για τον Μπουρντιέ, η μοντέρνα κουλτούρα συνδέεται με την τάξη, που χαρακτηρίζεται από συμβολικές διαφορές μεταξύ των τάξεων, με αποτέλεσμα κάποιοι να φαίνονται ανώτεροι σε σύγκριση με τους άλλους. Στηρίζεται σε μια κριτική, αυτόνομη κουλτούρα που διέπεται από συγκεκριμένες κοινωνικές δομές. Αναλυτικότερα, ο Μπουρντιέ βλέπει τη μοντέρνα κοινωνία ως μια δομή κυριαρχίας που θεμελιώνεται από τη μοναδική διανομή των υλικών πηγών. Από τη δική του οπτική γίνεται προσπάθεια να κατανοήσουμε τη σχέση ανάμεσα σε κουλτούρα και ανισότητα, για τον ίδιο όλα καθορίζονται με βάση κυρίως το πολιτισμικό κεφάλαιο. Επομένως, υπάρχουν διαφορετικές κοινωνιολογικές ερμηνείες για τον τρόπο που η κουλτούρα νομιμοποιεί τις ανισότητες ως προς την τάξη. Η κουλτούρα συνδέεται με ιστορικά και σχεσιακά στοιχεία. Για τον Μπουρντιέ, η υψηλή κουλτούρα φέρει διαφορετικά ενδιαφέροντα, που την καθιστούν ξεχωριστή από τα κατώτερα στρώματα.
Ο Μπουρντιέ στο έργο του «Διάκριση», διαπραγματεύεται το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό κεφάλαιο καθορίζοντας τη διάκριση των κοινωνικών τάξεων, με βάση αυτά. Το οικονομικό κεφάλαιο περιλαμβάνει τα κληρονομημένα κυρίως υλικά αγαθά που προέρχονται από την οικογένεια, το κοινωνικό κεφάλαιο περιλαμβάνει το επάγγελμα, την κοινωνική τάξη, το φύλο, την ηλικία και την καταγωγή, δηλαδή συμβολικούς και πραγματικούς πόρους που αφορούν διάφορα δίκτυα. Το πολιτισμικό κεφάλαιο περιλαμβάνει τις γνώσεις του ατόμου, τη μουσική, την κουλτούρα, τη γλώσσα, τις προδιαθέσεις και τη συμπεριφορά.
Όλοι οι δρώντες ενός καθορισμένου κοινωνικού μορφώματος κοιτάζονται από κοινού ένα σύνολο θεμελιακών σχημάτων αντίληψης. Η γνώση του κοινωνικού κόσμου οφείλει να λάβει υπόψη μια προϋπάρχουσα πρακτική γνώση του κόσμου αυτού, που δεν πρέπει να παραλείψει να συμπεριλάβει στο αντικείμενό της παρ’ ότι, σε έναν πρώτο καιρό, οφείλει να συγκροτηθεί ενάντια στις μερικές και ιδιοτελείς παραστάσεις τις οποίες η πρακτική αυτή γνώση παρέχει.
«Οι κυριαρχημένοι για να αποτιμήσουν την αξία της θέσης τους και των ιδιοτήτων τους, ένα σύστημα σχημάτων αντίληψης και αποτίμησης που δεν είναι τίποτε άλλο από την ενσωμάτωση των αντικειμενικών νόμων σύμφωνα με τους οποίους συγκροτείται αντικειμενικά η αξία τους, τείνουν πρώτα να προσδίδουν στον εαυτό τους τα όποια κατηγορήματα τους προσδίδει η κατανομή, αρνούμενοι ότι τους έχουν αρνηθεί, αρκούμενοι σε ότι τους έχει παραχωρηθεί, ρυθμίζοντας τις προσδοκίες τους με μέτρο τις προοπτικές τους, προσδιορίζοντας τον εαυτό τους, όπως η κατεστημένη τάξη τους προσδιορίζει…» (Bourdieu, 2018, 493-500).
Bourdieu, P. (2018). Η διάκριση. Κοινωνική κριτική της καλαισθητικής κρίσης. Αθήνα: Πατάκης.
Παπαδόπουλος Βαγγέλης, Κοινωνικός Λειτουργός
papevag90@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου