Τι μας μαθαίνει η Θεωρία της Επιλογής;
«Αυτό που η Θεωρία της Επιλογής
δείχνει ξεκάθαρα είναι ότι το 99% των ανθρώπων, όταν αντιμετωπίζουν κάποια
δυσκολία με τον συνάνθρωπό τους, χρησιμοποιούν την απαρχαιωμένη μέθοδο που εγώ
αποκαλώ Ψυχολογία Εξωτερικού Ελέγχου. Αυτή
η ελεγκτική και τιμωρητική ψυχολογία, είναι η αιτία των μη- ικανοποιητικών
σχέσεων που βασανίζουν τους ανθρώπους. Αυτή η ψυχολογία βλάπτει τις σχέσεις,
και στο τέλος τις καταστρέφει- είναι μια μάστιγα για την ανθρωπότητα.
Αυτό που προσπαθώ να διδάξω στους
ανθρώπους είναι να σταματήσουν να χρησιμοποιούν τον εξωτερικό έλεγχο και να τον
αντικαταστήσουν με τη θεωρία της επιλογής. Μπορούν ακόμα να μάθουν να
χρησιμοποιούν τη θεωρία της επιλογής για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους από
τον εξωτερικό έλεγχο που χρησιμοποιούν οι άλλοι απέναντί τους. Συνήθως, διδάσκω
αυτές τις ιδέες κατά τη διάρκεια της θεραπείας και οι πελάτες μου συχνά δε
συνειδητοποιούν αυτό που κάνω. Δίνω όμως και μια ξεκάθαρη εξήγηση της θεωρίας,
επειδή πιστεύω ότι βοηθάει» (Glasser, σελ.
21).
Οι ψυχαναγκαστικές εμμονές, και
πού τον βοηθάνε…
… κάνεις αυτό που διαλέγεις σε
μια σχέση, και όχι αυτό που διαλέγουν οι άλλοι να κάνεις. Αυτός είναι ο πυρήνας
της θεωρίας της πραγματικότητας.
Στην ταινία «Καλύτερα δεν
γίνεται», ο ήρωας Μέλβιν Γιουντάλ, είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα
ψυχαναγκαστικής διαταραχής, την οποία ο ασθενής δεν μπορεί να ελέγξει. Σύμφωνα
όμως με τη θεωρία της επιλογής, δε πιστεύω ότι ο Μέλβιν υποφέρει από μια ψυχική
ασθένεια, ή ότι δεν έχει τον έλεγχο των πράξεών του. Πιστεύω ότι επιλέγει να
επιδίδεται σε έμμονες ιδέες και να ψυχαναγκάζεται, για να μπορέσει να
αντιμετωπίσει αυτό που είναι τόσο εμφανές από την αρχή της ταινίας: Το γεγονός
ότι δεν έχει κοντινές και ικανοποιητικές σχέσεις. Για να καταφέρει να ζήσει μια
φυσιολογική ζωή, χρειάζεται, όπως όλοι μας άλλωστε, τουλάχιστον μια σχέση που
να τον γεμίζει.
Όταν αποτυγχάνουμε στην
προσπάθειά μας να δημιουργήσουμε σχέσεις με άλλους ανθρώπους, όπως ο Μέλβιν
έχει αποτύχει- υποφέρουμε. Κι αυτό επειδή αυτή η ανάγκη βρίσκεται μέσα στα
γονίδιά μας, όπως και η ανάγκη επιβίωσης. Σχεδόν όλος ο πόνος και η αρρώστια
που σχετίζονται με τις επιλογές μας –και αποκαλούνται ψυχικές ασθένειες- είναι
μια γενετική προειδοποίηση: Σημαίνει ότι δεν έχουμε κάποια σχέση για να
ικανοποιηθούν τα γονίδιά μας.
Όταν υποφέρουμε από κάποιο πόνο,
ψυχικό ή σωματικό, το μυαλό μας δεν μας αφήνει να κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια.
Νιώθουμε ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για να μειώσουμε τον πόνο. Αυτό που
αποκαλείται ψυχική ασθένεια, είναι μια περιγραφή του τρόπου που επιλέγει ένας
τεράστιος αριθμός ανθρώπων, για να αντιμετωπίσει τον πόνο της μοναξιάς ή της
απομόνωσής του. Στην περίπτωση του Μέλβιν, η επιλογή είναι κυρίως οι εμμονές
και οι ψυχαναγκασμοί, μια επιλογή τόσο κοινή που της έχει δοθεί λανθασμένα η
ταμπέλα της ‘ψυχικής ασθένειας’ εδώ και εκατό χρόνια, περίπου.
Όσο όμως ακατάλληλες κι αν είναι
οι εμμονές και οι ψυχαναγκασμοί για να μας βοηθήσουν να επανασυνδεθούμε, είναι
πάντα η καλύτερη επιλογή για να ικανοποιήσουμε μία ή περισσότερες από τις πέντε
ανάγκες που είναι ενσωματωμένες στη γενετική μας δομή: Η Επιβίωση, η Αγάπη και
η Ανάγκη να ανήκουμε, η Δύναμη, η Ελευθερία και η Ψυχαγωγία. Από τη στιγμή που
επιλέγουμε κάποια συμπεριφορά, πιστεύουμε ότι οποιαδήποτε άλλη επιλογή δεν θα
είναι τόσο αποτελεσματική. Αυτό που διαλέγουμε είναι η καλύτερη επιλογή για τη
συγκεκριμένη στιγμή. Όταν λέμε ότι δεν πρέπει να κάνουμε κάτι και τελικά το
κάνουμε, αυτό σημαίνει ότι υποθέτουμε πώς δε θα φέρει αποτέλεσμα, και αυτό που
υποθέτουμε, όμως, δεν είναι αρκετό για να μας σταματήσει από το να επιλέγουμε
να το κάνουμε.
Όπως βλέπουμε λοιπόν στην ταινία,
ο Μέλβιν, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον πόνο της μοναξιάς του, επιλέγει
μια ποικιλία εμμονών και ψυχαναγκαστικών
συμπεριφορών, μέσα στην προσπάθειά του –που συχνά είναι ανεπιτυχής- να
συγκρατήσει τον θυμό που επιλέγει να νιώσει όταν έχει να κάνε με ανθρώπους που
τους βρίσκει εκνευριστικούς. Στην αρχή της ταινίας, φαίνεται να μην αναγνωρίζει
τον θυμό του, κι αυτό ενέχει κίνδυνο για τον εαυτό του, αλλά και για τους
άλλους. Όμως, σίγουρα γνωρίζει ότι χρειάζεται ν’ αγαπηθεί και να νιώσει ότι
ανήκει –όπως όλοι μας άλλωστε. Κι αυτό είναι ολοφάνερο στο γεγονός ότι γράφει
ρομαντικές νουβέλες.
Τα συμπτώματά του είναι τα
κλασσικά συμπτώματα που επιλέγει ένα ψυχαναγκαστικό άτομο: Φοβάται τόσο πολύ τα
μικρόβια, ώστε χρησιμοποιεί καινούργιο σαπούνι κάθε φορά που πλένει τα χέρια
του, και τα πλένει πολλές φορές την ημέρα. Άλλη μια ψυχαναγκαστική διαδικασία
που βιώνει, είναι όταν κλειδώνει και ξεκλειδώνει τις τέσσερις κλειδαριές που ασφαλίζουν
την είσοδο του διαμερίσματός του. Το πιο εμφανές από τα συμπτώματά του είναι η
τεράστια προσπάθεια που καταβάλλει για να μην πατήσει τις γραμμές στις πλάκες
του πεζοδρομίου, κάτι που σε μια πόλη σαν την Νέα Υόρκη του παρέχει μια πλήρη
απασχόληση.
Με έναν αληθοφανή τρόπο, η ταινία
τον δείχνει να προσπαθεί να δημιουργήσει μια σχέση με την Κάρεν, μια μοναχική
μητέρα που σηκώνει τα βάρη ενός ασθματικού εφτάχρονου γιου. Η Κάρεν βαστάει
γερά, αλλά βλέπει τον εαυτό της να στερεύει σε κοινωνικό και σεξουαλικό
επίπεδο. Πριν ακόμα ξεκινήσουν τη σχέση τους, η Κάρεν γνωρίζει αρκετά για τον
Μέλβιν. Είναι η σερβιτόρα του σ’ ένα εστιατόριο δίπλα στο σπίτι του, όπου
εκείνος τρώει κάθε μέρα. Τον βλέπει που είναι απεχθής και περίεργος κάθε φορά
που εκνευρίζεται, πράγμα που συμβαίνει συνέχεια.
Πολύ σύντομα, ο Μέλβιν και η
Κάρεν ερωτεύονται. Η ταινία καταλήγει σε ευτυχισμένο τέλος, μιας και ο Μέλβιν
και η Κάρεν γίνονται ένα ευτυχισμένο ζευγάρι. Η επιλογή του, να έχει εμμονές
και ψυχαναγκασμούς έχει μειωθεί, μέχρι που υπονοείται ότι οι δυο τους έχουν την
προοπτική να ζήσουν μαζί μια φυσιολογική ζωή» (σελ. 23-25).
Glasser, William (2002). Ιστορίες άμεσης
θεραπείας. Εκδόσεις Θυμάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου