Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-
Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ)
Η Διαταραχή Ελλειμματικής
Προσοχής- Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) είναι μια διαταραχή που εμφανίζεται στην
παιδική ηλικία. Το παιδί εμφανίζει αποδιοργανωτικές συμπεριφορές, έλλειψη
συγκέντρωσης, απροσεξία, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα. Πρόκειται για
μια δυσκολία συμπεριφοράς που πολλές φορές συνδέεται με τις μαθησιακές
δυσκολίες, καθώς το παιδί μπορεί να εμφανίζει δυσκολία στην κατάκτηση της
ανάγνωσης ή της γραφής.
Οι μαθησιακές δυσκολίες και οι
δυσκολίες συμπεριφοράς αποτελούν ένα συνηθισμένο θέμα, που απασχολεί γονείς και
εκπαιδευτικούς, ενώ ταλαιπωρεί ένα σύνολο παιδιών. Επίσης, πρόκειται για ένα
σύνολο διαταραχών για τις οποίες είναι σημαντικό να υπάρχει πρώιμη παρέμβαση
ώστε να μην ακολουθούν το άτομο και κατά την ενήλικη ζωή. Για την εκδήλωση των
συμπτωμάτων των μαθησιακών δυσκολιών και των προβλημάτων συμπεριφοράς είναι
σημαντικό να δίνεται προσοχή από τις πρώτες τάξεις κατά τις οποίες το παιδί
φοιτά στο σχολείο, ενώ η πρώιμη παρέμβαση μπορεί να διευκολύνει τη φοίτηση του
παιδιού στο σχολείο και την ακαδημαϊκή του πορεία.
Η ΔΕΠ-Υ ξεκινάει από την παιδική ηλικία, ενώ
κάποια από τα συμπτώματα ακολουθούν το άτομο σε όλη του τη ζωή, όπως είναι η
διάσπαση προσοχής, η υπερκινητικότητα, η ανησυχία και ο μειωμένος έλεγχος των παρορμήσεων
(Schweitzer, Cummins & Kant,
2001).
Τα συμπτώματα που εμφανίζουν τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ διακρίνονται σε
πρωτογενή και δευτερογενή. Ως πρωτογενή συμπτώματα θεωρούνται η διάσπαση
προσοχής, οι αυθόρμητες κινήσεις και η υπερκινητικότητα. Ως δευτερογενή συμπτώματα
θεωρούνται οι δυσκολίες στη συμπεριφορά, η σχολική αποτυχία, η έλλειψη φίλων ή
η έλλειψη κοινωνικών σχέσεων και η χαμηλή αυτοπεποίθηση (Μανιαδάκη, 2001). Πιο
αναλυτικά, τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν για να εκτελέσουν
δραστηριότητες ή να μελετήσουν, συνήθως σκέφτονται άλλα πράγματα ή μπορεί να
ξεχαστούν χαζεύοντας έξω από το παράθυρο ή κάνοντας σκέψεις για πράγματα που τα
ευχαριστούν. Ακόμη, δυσκολεύονται να ακολουθήσουν οδηγίες, ενώ μόλις αποτύχουν
σε κάποια δραστηριότητα, απογοητεύονται και γρήγορα την εγκαταλείπουν. Συχνά
ξεχνούν ή χάνουν αντικείμενα, ενώ χαρακτηρίζονται από έντονη ακαταστασία όσον
αφορά τον προσωπικό τους χώρο, τη σχολική τους τσάντα, ακόμη και τον τρόπο
γραφής τους. Συχνά, επίσης, δίνουν την εντύπωση ότι είναι αφηρημένα, βυθισμένα
στις δικές τους σκέψεις, ενώ δεν ακούν τους άλλους (Μανιαδάκη, 2001).
Η υπερκινητικότητα
του παιδιού εκδηλώνεται με αυξημένη ανάγκη για κινητική δραστηριότητα, που
είναι ενοχλητική για το κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού. Το σύμπτωμα γίνεται
πιο εμφανές όταν το παιδί πηγαίνει στην πρώτη τάξη του δημοτικού που θα πρέπει
να εμφανίζει μεγαλύτερη ικανότητα για έλεγχο και περιορισμό ως προς την
αυθόρμητη κινητική δραστηριότητα. Το παιδί δυσκολεύεται να παραμείνει καθιστό
για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ όταν κάθεται μπορεί να στριφογυρίζει στο
κάθισμα, να κινεί νευρικά χέρια και πόδια, να κάνει απότομες κινήσεις και να
δυσκολεύεται να παραμείνει ήσυχο (Μανιαδάκη, 2001).
Επίσης, η
παρορμητικότητα αποτελεί ένα κύριο χαρακτηριστικό των παιδιών με ΔΕΠ-Υ.
Πρόκειται για την έντονη τάση που εμφανίζει το παιδί να μιλά και να ενεργεί
αυθόρμητα, χωρίς να σκεφτεί πρώτα τα λόγια ή τις πράξεις του, ενώ δεν έχει
αναστολές. Ακόμη, τα παιδιά βιάζονται να απαντήσουν αμέσως στις ερωτήσεις που
τους κάνουν, με αποτέλεσμα να παρερμηνεύουν τις ερωτήσεις, να κάνουν λάθος στις
απαντήσεις τους ή να μην ακούνε καν ολόκληρη τη διατύπωση της ερώτησης. Η
παρορμητικότητα δημιουργεί και δυσκολίες του παιδιού να περιμένει τη σειρά του,
χωρίς να διακόπτει τους άλλους ή να παρεμβαίνει διαρκώς, δημιουργώντας μια
αρνητική εντύπωση στους άλλους (Μανιαδάκη, 2001).
Ωστόσο, είναι
σημαντικό να γίνει διάκριση ανάμεσα σε ένα παιδί με ΔΕΠ-Υ και ένα ζωηρό παιδί,
το οποίο όμως δεν εμφανίζει κάποια διαταραχή. Η βασική διαφορά ανάμεσα σε ένα
παιδί με ΔΕΠ-Υ και σε ένα ζωηρό παιδί έγκειται στην ικανότητα και το βαθμό
ελέγχου της κινητικής δραστηριότητας ανάλογα με τις περιστάσεις που έχει να
αντιμετωπίσει το παιδί. Το ζωηρό παιδί μπορεί να ελέγξει την κινητικότητά του
σε ικανοποιητικό βαθμό και να τη μειώσει σε περιστάσεις όπου δεν επιτρέπεται
αυξημένη κινητικότητα. Αντίθετα, το παιδί με ΔΕΠ-Υ δυσκολεύεται να παραμείνει
ήσυχο ακόμη και σε περιστάσεις που του επιβάλλεται αυτό. Επιπλέον, μία ακόμη
διαφορά ανάμεσα στο παιδί με ΔΕΠ-Υ και το ζωηρό παιδί αφορά την ποιότητα της
κινητικότητας. Το παιδί με ΔΕΠ-Υ συνήθως είναι αδέξιο σε επίπεδο λεπτής και
αδρής κινητικότητας, ενώ το ζωηρό παιδί δεν εμφανίζει τέτοιου είδους δυσκολίες.
Επίσης, τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ μπορεί να εμφανίσουν αυξημένη κινητικότητα ακόμη και
στον ύπνο, που εκδηλώνεται με ανήσυχο ύπνο ή μειωμένο ύπνο (Μανιαδάκη, 2001).
Επιπλέον, τα
παιδιά με ΔΕΠ-Υ είναι αρκετά ευερέθιστα και ευέξαπτα, ενώ δεν μπορούν να
ανταποκριθούν σε ικανοποιητικό βαθμό στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος. Είναι
αντιδραστικά και πολλές φορές γίνονται αγενή και απότομα. Χρησιμοποιούν ψέματα
για να καλύψουν κάποιες συμπεριφορές τους, γίνονται επιθετικά, φέρονται ανώριμα
και δεν επηρεάζονται από τις τιμωρίες. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν τα παιδιά με
ΔΕΠ-Υ να εμφανίζουν αυξημένα προβλήματα στη γενικότερη συμπεριφορά τους. Ακόμη,
πολύ περιορισμένη είναι η ικανότητά τους να συγκεντρωθούν σε δραστηριότητες που
κάνουν. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν καθόλου. Η
ικανότητα συγκέντρωσής τους εξαρτάται από το χρονικό διάστημα συγκέντρωσης που
απαιτείται και από τα κίνητρα που έχουν (Μανιαδάκη, 2001).
Δυσαναγνωσία
Η δυσαναγνωσία
αφορά τα προβλήματα στην ανάγνωση και εντάσσεται στις ειδικές μαθησιακές
δυσκολίες. Πρόκειται για ένα είδος δυσκολιών που επικεντρώνονται σε ένα
συγκεκριμένο τομέα της μάθησης, ενώ το παιδί μπορεί να παρουσιάζει φυσιολογικά
νοητικά επίπεδα (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2006).
Οι ειδικές
μαθησιακές δυσκολίες είναι ένα σύνολο διαταραχών σε μία ή περισσότερες από τις
βασικές ψυχολογικές λειτουργίες που σχετίζονται με τη χρήση του λόγου, της αντίληψης και των βασικών σχολικών δεξιοτήτων. Οι
δυσκολίες αυτές συνδέονται με ατέλειες στην προσοχή, στον συλλαβισμό, στην
ομιλία, στην ανάγνωση και στην εκτέλεση μαθηματικών πράξεων (Μιχελογιάννης,
2000). Πρόκειται για δυσκολίες που αναφέρονται στην έκφραση μιας δυσλειτουργίας
που χαρακτηρίζει ένα άτομο από τη γέννηση του και διαρκεί δια βίου. Δεν
εμφανίζονται ξαφνικά και δεν θεραπεύονται με την έννοια της απόλυτης ίασης με
καμία ιατρική μέθοδο σύμφωνα με τα σημερινά επιστημονικά δεδομένα. Βέβαια,
αντιμετωπίζονται και ελαχιστοποιούνται με μεγάλη επιτυχία, με συγκεκριμένες
εκπαιδευτικές μεθόδους (Λιβανίου, 2004). Οι δυσκολίες στην ανάγνωση επιδρούν
αρνητικά στην ικανότητα μάθησης του παιδιού και γενικότερα στη σχολική επίδοση
(Παπαδάτος, 2010).
Οι Wolf, Bowers
& Biddle (2000) πρότειναν την ύπαρξη τριών διακριτών κατηγοριών των ατόμων
με αναγνωστικές δυσκολίες με βάση τα ελλείμματα, τα οποία αφορούν: είτε τη
φωνολογική ενημερότητα, που μειώνει την αναγνώριση λέξεων, είτε τη μειωμένη
ταχύτητα ονομασίας, που εμποδίζει την ομαλή ορθογραφική επεξεργασία, είτε ένα
διπλό έλλειμμα, που περιλαμβάνει ελλείμματα τόσο στη φωνολογική ενημερότητα όσο
και στη γρήγορη κατονομασία.
ΔΕΠ-Υ και
Δυσαναγνωσία
Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ
πολλές φορές εμφανίζουν εκτός από συμπτώματα της υπερκινητικότητας, της παρορμητικότητας
και της έλλειψης προσοχής και προβλήματα στη μάθηση και τη συμπεριφορά, μεταξύ
των οποίων είναι και οι δυσκολίες ανάγνωσης.
Έρευνες που έχουν
πραγματοποιηθεί εξετάζοντας τη συννοσηρότητα ανάμεσα στη ΔΕΠ-Υ και τις
δυσκολίες ανάγνωσης διαπίστωσαν την ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ των δύο
διαταραχών. Συγκεκριμένα, οι μαθητές με ΔΕΠ-Υ και δυσκολίες ανάγνωσης
εμφανίζουν δυσκολίες στην κατονομασία, ελλείμματα στην ταχύτητα επεξεργασίας,
μεγαλύτερη μεταβλητότητα στους χρόνους αντίδρασης, αργή λεκτική ταχύτητα
ανάκτησης (Rucklidge
& Tannock, 2002. Willcutt et al., 2007).
Ωστόσο, είναι σημαντικό αρχικά να
πραγματοποιηθεί διαφορική διάγνωση, καθώς τα ελλείμματα στη μάθηση μπορεί να
οφείλονται στις ειδικές μαθησιακές δυσκολίες ή να είναι αποτέλεσμα της ΔΕΠ-Υ. Ένα
στοιχείο που υπάρχει και στις δύο περιπτώσεις και θα πρέπει να διαφοροποιηθεί
είναι τα προβλήματα στην εργαζόμενη μνήμη, τα οποία συμβάλλουν στην εμφάνιση
προβλημάτων ανάγνωσης. Η ικανότητα της εργαζόμενης μνήμης αποτελεί στοιχείο
διάκρισης ανάμεσα στις αναγνωστικές δυσκολίες και τη ΔΕΠ-Υ, καθώς θα πρέπει να
αξιολογηθεί με βάση τις επιδόσεις του παιδιού (Savage, Lavers & Pillay,
2007). Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ εμφανίζουν ελλείμματα κυρίως στην αναστολή της
συμπεριφοράς τους, την εκτελεστική λειτουργία, ενώ τα παιδιά με δυσαναγνωσία
εμφανίζουν ελλείμματα στη φωνημική ενημερότητα και τη λεκτική εργαζόμενη μνήμη.
Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ και δυσαναγνωσία εμφανίζουν ελλείμματα τόσο στην εκτελεστική
λειτουργία όσο και στη φωνημική εημερότητα (Willcutt et al., 2001).
Συμπερασματικά, η
ΔΕΠ-Υ έχει σημαντική επίδραση στη μάθηση και τη συμπεριφορά, καθώς τα
συμπτώματα που έχει το παιδί λόγω της ΔΕΠ-Υ παρεμποδίζει τη λειτουργικότητα και
την προσαρμογή του παιδιού. Όσον αφορά τη μάθηση, το παιδί με ΔΕΠ-Υ παρουσιάζει
δυσκολίες λόγω της ελλειμματικής λειτουργίας του μηχανισμού της προσοχής.
Επομένως, η μάθηση μπορεί να διαταραχτεί τόσο στο επίπεδο των σχολικών γνώσεων
όσο και στο επίπεδο της συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τα σύγχρονα ερευνητικά
δεδομένα τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ συχνά εμφανίζουν μαθησιακές δυσκολίες, ενώ τα
παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να παρουσιάζουν υπερκινητικότητα
και προβλήματα συμπεριφοράς (Μανιαδάκη, 2001).
Βιβλιογραφία
Κάκουρος, Ε., & Μανιαδάκη, Κ. (2006). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων. Αναπτυξιακή
προσέγγιση. Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω- Γιώργος Δάρδανος.
Λιβανίου, Ε. (2004). Μαθησιακές δυσκολίες και προβλήματα συμπεριφοράς στην κανονική τάξη. Αθήνα: Κέδρος.
Μανιαδάκη, Κ. (2001). Το υπερκινητικό παιδί. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μιχελογιάννης, Ι. (2000). Μαθησιακές Δυσκολίες. Αθήνα: Γρηγόρη.
Μιχελογιάννης, Ι. (2000). Μαθησιακές Δυσκολίες. Αθήνα: Γρηγόρη.
Παπαδάτος, Γ. (2010). Ψυχικές διαταραχές και μαθησιακές δυσκολίες παιδιών και εφήβων.
Αθήνα: Gutenberg.
Rucklidge, J.J., & Tannock, R. (2002).
Neuropsychological profiles of adolescents with ADHD: Effects of reading
difficulties and gender. Journal of Child
Psychology and Psychiatry, 43 (8), 988- 1003.
Savage, R., Lavers, N., & Pillay, V. (2007).
Working memory and reading difficulties: What we know and what we don’t know
about the relationship. Educational
Psychology Review, 19 (2), 185- 221.
Schweitzer, J.B., Cummins, T.K., & Kant, C.A.
(2001). Attention- Deficit/ Hyperactivity Disorder. Medical Clinics of North America, 85 (3), 757-777.
Willcutt, E.G., Pennington, B.F., Boada, R., Ogline,
J.S., Tunick, R.A., Chhabildas, N.A., & Olson, R.K. (2001). A comparison of
the cognitive deficits in reading disability and attention- deficit/
hyperactivity disorder. Journal of
Abnormal Psychology, 110, 157- 172.
Willcutt, E.G., Pennington, B.F., Olson, R.K., &
DeFries, J.C. (2007). Understanding comorbidity: A twin study of reading
disability and attention- deficit/ hyperactivity disorder. American Journal of Medical Genetics Part B (Neuropsychiatric
Genetics), 144B, 709- 714.
Wolf, M., Bowers, P.G., & Biddle, K. (2000).
Naming-speed processes, timing, and reading: a conceptual review. Journal of
Learning
Disabilities,
33,
387-407.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου