Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο
Οργανισμό Υγείας (Krug et al., 2002: 5), η βία αποτελεί την «σκόπιμη χρήση σωματικής
δύναμης ή εξουσίας, με μορφή απειλής ή δράσης εναντίον του ίδιου του εαυτού
κάποιου ατόμου ή εναντίον ενός άλλου ατόμου ή εναντίον μιας ομάδας ή κοινότητας
που είτε τραυματίζει είτε προκαλεί το θάνατο είτε προκαλεί ψυχολογική βλάβη,
καθυστέρηση στην ανάπτυξη ή αποστέρηση».
Η βία αποτελεί ένα από πρωταρχικό
και ουσιώδες χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Ο βίαιος άνθρωπος είναι το ανθρώπινο
ον που καθορίζεται εγγενώς και δομείται θεμελιωδώς από τη βία (Dadoun, 1998). Η βία σχετίζεται με τη δύναμη, την ισχύ, την εξουσία
και την ενέργεια. Η κάθε όψη της ανθρώπινης πραγματικότητας είναι καθοριστικά
συναρτημένη με τη βία, ενώ η βία ακολουθεί τον άνθρωπο από τη στιγμή της
γέννησής του, όπου το νεογέννητο έρχεται στο κόσμο αποδιωγμένο από τη μήτρα της
μητέρας του μέχρι και το θάνατό του. Η βία μπορεί να οριστεί με διαφορετικό
τρόπο σε διαφορετικούς πολιτισμούς και ιστορικά πλαίσια. Η βία μπορεί να
σημαίνει πολλά διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους, ενώ μπορεί να
αναφέρεται ή να περιλαμβάνει πολλούς και διάφορους τύπους κοινωνικών πράξεων
και κοινωνικών σχέσεων (Hearn, 1998).
Η βία περιλαμβάνει μια σειρά έντονα
καταπιεστικών φαινομένων τα οποία περιλαμβάνουν τη χρήση σωματικής δύναμης ή τη
λεκτική επιθετικότητα. Η συζυγική βία γίνεται αντιληπτή ως καταπίεση,
εκμετάλλευση και κυριαρχία των ανδρών προς τις γυναίκες. Οι γυναίκες θεωρούνται
τα πιο συχνά θύματα οικογενειακής βίας, ενώ οι άνδρες είναι κυρίως θύματα της
βίας που προκαλείται στον δρόμο (Brink et al., 2002).
Ο όρος βία αναφέρεται σε κάθε
πράξη που υποβιβάζει οποιαδήποτε
ανθρώπινη ύπαρξη. Η βία αναπτύσσεται μέσα σε βασικούς θεσμούς της
κοινωνίας, όπως είναι το σχολείο, οι χώροι εργασίας, η αδικία, η ιεραρχία και η
έλλειψη δημοκρατικότητας. Η βία κατά μελών συγκεκριμένων ομάδων αντικατοπτρίζει
την κοινωνική θέση αυτών των ατόμων μέσα στην κοινωνία (Fawcett et al., 1996). Κύριο στοιχείο των επεισοδίων βίας είναι η κατάχρηση
της δύναμης που έχει ή που θεωρεί ότι έχει ένα άτομο. Στα επεισόδια βίας
λειτουργεί η δύναμη του ισχυρότερου έναντι του πιο αδύναμου, έτσι η βία
εκδηλώνεται σε άτομα που δεν είναι κοινωνικά ισχυρά και βρίσκονται σε μια
προσπάθεια να κερδίσουν τη χαμένη τους δύναμη.
Ένας βασικός διαχωρισμός της βίας
μπορεί να γίνει ανάμεσα στην ενδοοικογενειακή βία και την εξωοικογενειακή βία. Σύμφωνα
με τον Pagelow (1984) η ενδοοικογενειακή βία περιλαμβάνει κάθε πράξη
διαταγής ή καταπίεσης από κάποιο ή κάποια μέλη της οικογένειας και κάθε συνθήκη
που απορρέει από τέτοιες πράξεις, που έχουν ως αποτέλεσμα την αποστέρηση των
δικαιωμάτων ή της ελευθερίας από κάποια άλλα μέλη της οικογένειας. Μέσα στην
οικογένεια η βία μπορεί να κατευθύνεται κατά των παιδιών, κατά των συζύγων ή
κατά των γονιών. Συνήθως θύματα είναι οι γυναίκες, τα παιδιά και τα άτομα της
τρίτης ηλικίας (Μαγγανάς, 1997).
Η κακοποίηση της συζύγου ορίζεται
ως η σωματική επίθεση από το σύζυγο που περιλαμβάνει χτυπήματα, σπρωξίματα ή
κλωτσιές, και γενικότερα κάθε είδους προσβολή της σωματικής και ψυχικής
ακεραιότητας του ατόμου. Η σοβαρότητα της βίας κατά της συζύγου μπορεί να είναι
από ελάχιστη μέχρι ιδιαίτερα επώδυνη έως και θανατηφόρα (Schwartz & DeKeseredy, 2000).
Εκτός από το οικογενειακό
πλαίσιο, η βία μπορεί να λάβει χώρα σε διάφορα άλλα πλαίσια, όπως η βία που εκδηλώνεται
κατά τη διάρκεια περιστατικών οικονομικής εγκληματικότητας (κλοπές, διαρρήξεις,
ληστείες), η βία που εκδηλώνεται στον αθλητισμό, η σεξουαλική βία και κάθε
άλλου είδους βία που εκδηλώνεται από κάποιο ή κάποια άτομα σε ένα ή περισσότερα
άτομα (Μαγγανάς, 1997). Επίσης, ο χώρος εργασίας αποτελεί ένα χώρο όπου συχνά
παρουσιάζονται διάφορες μορφές βίας, που αφορούν κάθε καταχρηστική συμπεριφορά
που εκδηλώνεται με λόγια, πράξεις, μηνύματα και στοχεύει στη μείωση της
προσωπικότητας του άλλου, της αξιοπρέπειάς του, ή σε προσβολή της σωματικής ή
ψυχικής του ακεραιότητας, ενώ μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο η εργασία του ή να
διαταραχθεί το εργασιακό κλίμα (Hirigoyen,
2004).
Ακόμη, η βία είναι εμφανής στο
σχολείο, όπου εμφανίζονται διάφορες μορφές βίας μεταξύ των μαθητών, ή μεταξύ
των μαθητών και των εκπαιδευτικών ή μεταξύ των εκπαιδευτικών, ενώ η βία μπορεί
να προέρθει από εξωσχολικά άτομα που εισβάλλουν στο χώρο του σχολείου (Ανδρέου
& Αλεξίου, 2001). Βασικοί τύποι κακοποίησης που προκαλεί η βία είναι η
σωματική κακοποίηση, η ψυχολογική κακοποίηση και η σεξουαλική κακοποίηση. Η
σωματική κακοποίηση προϋποθέτει τη χρήση σωματικής βίας και προκαλεί σωματικές
βλάβες και τραύματα. Η σεξουαλική κακοποίηση, ο βιασμός αποτελεί μία δύσκολη
κατάσταση που το θύμα δυσκολεύεται να ομολογήσει (Hester,
Kelly & Radford,
1996).
Ένα ακόμη σύνολο μορφών βίας
αφορούν τη συλλογική ή μαζική βία που οφείλεται σε οικονομικούς, κοινωνικούς ή
πολιτικούς παράγοντες. Τα κίνητρα συνήθως είναι κοινά σε μια τουλάχιστον ομάδα
ατόμων, ενώ η εκδήλωση της βίας μπορεί να αφορά εγκλήματα, τρομοκρατικές
ενέργειες ή συγκρούσεις, πολέμους, επιθέσεις ή άρνηση πρόσβασης σε υπηρεσίες. Επιπλέον,
η βία εκτός από διαπροσωπική ή συλλογική μπορεί να είναι και αυτοπροκαλούμενη (Krug et al., 2002).
Οι επιπτώσεις της βίας ανάλογα με
τη μορφή που θα εκδηλωθεί μπορεί να αφορούν την ψυχή ή και το σώμα των ατόμων.
Για παράδειγμα οι επιπτώσεις που επιφέρει η κακοποίηση στο παιδί το ακολουθούν
σε όλη του τη ζωή, με αποτέλεσμα ενδεχομένως να εμφανίσει προβλήματα στη
σωματική ή ψυχική του υγεία. Το παιδί βιώνοντας την κακοποίηση βρίσκεται σε
κατάσταση απόγνωσης και αδυναμίας, ενώ μπορεί να νιώθει μοναξιά και φόβο, καθώς
και να νιώθει αβοήθητο. Ταυτόχρονα, μπορεί να είναι επιθετικό, συγχυσμένο και
οξύθυμο, ενώ τα συναισθήματα που βιώνει το ακολουθούν και στην ενήλικη ζωή του,
όπου σε συνδυασμό με την τραυματική εμπειρία που έχει βιώσει μπορεί να
διαμορφώσει μια προβληματική προσωπικότητα ή και να εμφανίσει διάφορα έντονα
ψυχολογικά προβλήματα.
Οι επιπτώσεις τόσο στα παιδιά όσο
και στους ενήλικες είναι ιδιαίτερα εμφανείς σε ψυχολογικό επίπεδο. Στο
επίκεντρο των συνεπειών που έχει η κακοποίηση στα παιδιά είναι οι
συναισθηματικές βλάβες που ακολουθούν το άτομο και κατά την ενήλικη ζωή του,
όπου το άτομο παρουσιάζει συνήθως ιδιαίτερα έντονες δυσκολίες να δημιουργήσει
στενές προσωπικές σχέσεις (Γιωτάκος & Πρεκατέ, 2005).
Η βία αποτελεί παραβίαση του
δικαιώματος στην ανθρώπινη ελευθερία, την προσωπική, ψυχική και σωματική
ακεραιότητα, την ίση αντιμετώπιση και προστασία των ατόμων απέναντι στο νόμο
και την ισότητα των μελών μέσα στην οικογένεια. Κάθε χρόνο περισσότερο από ένα
εκατομμύριο άτομα χάνουν τη ζωή τους, το πιο σημαντικό δικαίωμα του ανθρώπου,
εξαιτίας της βίας. Η βία αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες θανάτου σε
παγκόσμιο επίπεδο για τους ανθρώπους ηλικίας 15- 44 ετών, ενώ το προφανές
σχετικά με τη βία είναι το ανθρώπινο κόστος σε λύπη και πόνο (Krug et al., 2002). Η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει
αρνητικές επιδράσεις στην υγεία του ατόμου. Η βία καταπατά τα ανθρώπινα
δικαιώματα και δημιουργεί διάφορα προβλήματα στην υγεία των ατόμων (International
Council of Nurses, 2009).
Οι επιπτώσεις της βίας έχουν
αντίκτυπο όχι μόνο στο ίδιο το άτομο που τη βιώνει αλλά και στην κοινωνία.
Επιπλέον, οι επιπτώσεις της βίας έχουν και μια οικονομική διάσταση η οποία θα
πρέπει να ληφθεί σημαντικά υπόψη και να αξιολογηθεί. Η βία αποτελεί μεγάλο
κίνδυνο για τη δημόσια υγεία καθώς και σοβαρή αιτία θανάτου και αναπηρίας. Η
οικονομική διάσταση δεν αφορά μόνο το κόστος παροχής των υπηρεσιών στήριξης στα
θύματα της βίας αλλά και την εξοικονόμηση πόρων που η πρόληψη μπορεί να
επιφέρει στους προϋπολογισμούς των κοινωνικών πολιτικών. Η βία έχει επιπτώσεις
σε οικονομικό επίπεδο, καθώς απαιτεί ένα μεγάλο ποσό χρημάτων για την περίθαλψη
της υγείας, τα νομικά έξοδα, τις απουσίες από την εργασία και την απώλεια της
παραγωγικότητας (Krug et al., 2002). Η κακοποίηση των γυναικών συνδέεται με αρνητικά
επίπεδα της Δημόσιας Υγείας και των κοινωνικών αποτελεσμάτων (Moracco et al., 2007).
Η βία έχει επιπτώσεις στην υγεία
των θυμάτων, είτε είναι γυναίκες, είτε είναι παιδιά ή γενικά ενήλικες. Η βία
οδηγεί σε σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία, σε χρόνιες και οξείες καταστάσεις
σωματικών βλαβών λόγω τραυματισμών, σε απώλεια αισθήσεων, όπως απώλεια όρασης ή
ακοής, σε σωματικές αναπηρίες και συχνά σε κατάθλιψη, αλκοολισμό ή και στην
αυτοκτονία. Πολλά από τα άτομα που έχουν υποστεί βία παρουσιάζουν
μετατραυματικό στρες, με αποτέλεσμα να χρειάζονται συχνά υπηρεσίες ψυχικής υγείας.
Στις εκβιομηχανισμένες χώρες ο βιασμός και η οικογενειακή βία αφαιρούν μέχρι
και πέντε υγιή χρόνια ζωής από τις γυναίκες ηλικίας 15 έως 44 ετών. Στο Λονδίνο
εκτιμάται ότι 100.000 γυναίκες κάθε χρόνο ζητούν ιατρική περίθαλψη εξαιτίας της
οικογενειακής βίας, ενώ το κόστος για την παροχή των παρεμβάσεων για τις
σωματικές και ψυχολογικές βλάβες των θυμάτων βίας στο Λονδίνο μόνο ανέρχεται
στις 189 εκατομμύρια λίρες (Royal College of Nursing, 2000).
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο
Οργανισμό Υγείας (1997) η βία κατά των γυναικών αυξάνει τον κίνδυνο για χαμηλά
επίπεδα στην ποιότητα της υγείας του ατόμου, καθώς έχει σημαντικές επιδράσεις
στην υγεία. Τα αρχεία των ιατρών και των νοσοκομείων μαρτυρά την έκταση του
προβλήματος της βίας. Οι τραυματισμοί, οι αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης HIV/
AIDS αλλά και σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων, η τρωτότητα απέναντι σε
ασθένειες και η εμφάνιση σοβαρών προβλημάτων ψυχικής υγείας χρειάζονται την
παρέμβαση του συστήματος δημόσιας υγείας. Όπως υποστηρίζει ο Παγκόσμιος
Οργανισμός Υγείας (WHO, 1997) το κόστος της βίας κατά των γυναικών είναι
τεράστιο για την κοινωνία, μόνο όσον αφορά την περίθαλψη της υγείας. Το κόστος
αυτό αφορά την κάλυψη των σοβαρών σωματικών τραυματισμών, ενώ ένα μεγάλο ποσό
απαιτείται και για την κάλυψη των αναγκών ψυχολογικής βοήθειας και στήριξης που
χρειάζονται τα θύματα της βίας, κυρίως για τη διαχείριση του άγχους και για την
αντιμετώπιση συμπτωμάτων κατάθλιψης, έλλειψης εμπιστοσύνης και αυτοπεποίθησης.
Όσον αφορά το κόστος της δημόσιας
υγείας περιλαμβάνει τόσο προγράμματα παρέμβασης για τους θύτες που κακοποιούν
αλλά και ιατρικές και κοινωνικές υπηρεσίες για την σωματική και ψυχική υγεία
των θυμάτων βίας και κακοποίησης, καθώς και υπηρεσίες παροχής φροντίδας και
προστασίας των παιδιών που έχουν υποστεί κακοποίηση.
Βιβλιογραφία
Ανδρέου, Ε. & Αλεξίου, Β.
(2001). Προβλήματα επιθετικότητας και
θυματοποίησης σε σχέση με πλευρές της κοινωνικής αυτοαποτελεσματικότητας
μαθητών του δημοτικού σχολείου. Δημοσίευση αποτελεσμάτων έρευνας σε δημόσια
Δημοτικά σχολεία του Ν. Μαγνησίας. www.ypepth.gr.
Brink, O., Bitch, O., Petersen, K.,
& Charles, A.V. (2002). Two decades of violence. A cohort study from the
Danish Municipality of Aarhus. Danish
Medical Bulletin, 49, 64- 67.
Γιωτάκος,
Ο., & Πρεκατέ, Β. (2005). Οδηγός
Εκπαιδευτικών και Γονέων για την Ανίχνευση της Παιδικής Κακοποίησης. Αθήνα:
ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις.
Dadoun, R. (1998). Η βία: Δοκίμιο για τον “homo violens”. Αθήνα: Εκδόσεις Scripta.
Fawcett, B., Featherstone, B., Hearn,
J, & Toft, C. (Eds). (1996). Violence and gender relations: Theories and
interventions. California: Sage Publications.
Hearn, J. (1998). The Violences
of Men. California: Sage Publications.
Hester, M., Kelly, L., &
Radford, J. (1996). Women, violence, and male power. Buckingham- Philadelphia:
Open University Press.
Hirigogen, M.F. (2004). Ηθική παρενόχληση,
η κρυμμένη βία στην καθημερινή ζωή. (Μετάφρ. Μ. Γεωργιάδου). Αθήνα: Εκδόσεις
Πατάκη.
International
Council of Nurses. (2009). ICN on Health
and Human Rights. Geneva, Switzerland.
Krug, E.G.,
Dahlberg, L.L., Mercy, J.A., Zwi, A.B., & Lozano, R. (2002). World Report on Violence and Health. World
Health Organization, Geneva.
Μαγγανάς,
Α.Δ. (1997). Προληπτική αντεγκληματική πολιτική. Στο Β. Φίλιας (Επιμ.), Προβληματισμοί και Επισημάνσεις Ι (σσ. 29-
52). Αθήνα: Ι. Σιδέρης.
Moracco, K.E., Runyan,
C.W., Bowling, J.M., & Earp, J.A.L. (2007). Women’s experiences with violence: A national
study. Women’s Health Issues, 17, 3-
12.
Pagelow, M.D. (1984). Family
Violence. New York: Praeger.
Royal College of Nursing. (2000). Domestic Violence: Guidance for nurses. Available
at www.rcn.org.uk.
Schwartz, M.D., & DeKeseredy,
W.S. (2000). Aggregation bias and women abuse: Variations by male peer support,
region, language, and school type. Journal of Interpersonal Violence, 15, 555-565.
WHO. (1997). Violence against women: Health consequences. World Health
Organization.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου