Η
ακοή και η όραση αποτελούν δύο βασικές αισθήσεις μέσα από τις οποίες το άτομο δέχεται
τα ερεθίσματα από το περιβάλλον και του επιτρέπουν να επικοινωνεί με άλλους
ανθρώπους γύρω του. Τα προβλήματα στην ακοή ή την όραση δυσχεραίνουν την
επικοινωνία του παιδιού, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται δυσκολίες στην
κοινωνικοποίηση και ένταξη του παιδιού. Μέσα από την ακουστική ή την οπτική οδό
το παιδί συλλέγει πληροφορίες που τις στέλνει στον εγκέφαλο, όπου γίνεται η
επεξεργασία. Τα προβλήματα σε μία από αυτές τις οδούς οδηγούν στην μεγαλύτερη
χρησιμοποίηση της άλλης οδού, χωρίς όμως να μπορεί το παιδί να βρει την
κατάλληλη ισορροπία που θα το κάνει τελείως λειτουργικό. Σημαντικό ρόλο παίζει
η εκπαιδευτική και συμβουλευτική παρέμβαση.
Προβλήματα
ακοής
Η
ακοή είναι σημαντική ωστόσο υπάρχουν αρκετά άτομα που παρουσιάζουν προβλήματα
στην ακοή, καθώς είτε έχουν μειωμένη ακοή και χαρακτηρίζονται βαρήκοα, είτε
έχουν πλήρη απώλεια της ακοής και χαρακτηρίζονται κωφά. Τα άτομα με βαρηκοΐα ή
κώφωση αντιμετωπίζουν ορισμένα προβλήματα και δυσκολίες, για αυτό το λόγο θα
πρέπει να δοθεί σε αυτά η κατάλληλη προσοχή, ενώ απαραίτητη είναι η πρώιμη
διάγνωση και παρέμβαση, μέσα από μια διεπιστημονική ομάδα (Λαμπροπούλου &
Οκαλίδου, 1999). Κύριο χαρακτηριστικό του βαρήκοου παιδιού είναι η ικανότητά
του να μάθει τη γλώσσα, όπως και ένα ακούον παιδί και η χρησιμοποίηση αυτής για
την επικοινωνία του με τους άλλους (Ζαφειράτου- Κουλιούμπα, 1994).
Τα
προβλήματα ακοής ή η απώλεια ακοής στα παιδιά μπορεί να είναι εκ γενετής ή
επίκτητη, μονόπλευρη ή αμφιτερόπλευρη, ενώ ο βαθμός ακοής κυμαίνεται από 25 έως
95 dB. Ο βαθμός της απώλειας της ακοής καθορίζει την
ανάπτυξη της ομιλίας και επικοινωνίας του παιδιού μέσω της ομιλούμενης γλώσσας,
κυρίως όταν πρόκειται για παιδική βαρηκοΐα χωρίς άλλα προβλήματα, όπως νοητική
καθυστέρηση ή νευροεξελικτικές παθήσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ανάπτυξη
της ομιλίας γίνεται μέσω της ενίσχυσης των ακουστικών υπολειμμάτων και την
εφαρμογή ειδικής παρεμβατικής αγωγής (Λαμπροπούλου & Οκαλίδου, 1999). Οι
διαταραχές στην ακοή, με άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση ή την απώλειά της μπορεί να
συμβούν πριν από τον τοκετό, κατά τη διάρκεια του τοκετού ή μετά τον τοκετό,
ενώ μπορεί να είναι κληρονομικές ή μη.
Προβλήματα
όρασης
Όσον
αφορά την περίπτωση της όρασης μπορεί να εμφανιστούν διάφορες παθήσεις στο παιδί,
που έχουν επιπτώσεις στην εκπαιδευτική διαδικασία. Τέτοιου είδους παθήσεις
είναι ο αλβινισμός (το άτομο δεν παράγει μελανίνη που προστατεύει από την
υπεριώδη ακτινοβολία, ενώ υπάρχουν επιπτώσεις και στην ανάπτυξη του
αμφιβληστροειδή και του εγκεφάλου), η αμβλυωπία (αμυδρότητα στην όραση λόγω μη
χρησιμοποίησης του ενός ματιού), ο στραβισμός (τα μάτια είτε συγκλίνουν είτε
αποκλίνουν), η ανιριδία (απουσία της ίριδας, πρόωρο γλαύκωμα, εκ γενετής
πάθηση), η αφακία (απουσία φακού, προκαλεί αδυναμία προσαρμογής, υπερωπία και
βαθιά εμπρόσθια κοιλότητα), φλοιώδης τύφλωση και άλλες παθήσεις που μπορεί να
είναι εκ γενετής ή επίκτητες. Τα παιδιά με όραση μπορεί να έχουν μειωμένη όραση
(μερικώς βλέποντες) ή λειτουργική τύφλωση (χρησιμοποιούν συνδυασμούς τρόπων για
να λειτουργήσουν μέσα στο περιβάλλον), ή τύφλωση (μερική ήπλήρης) (Turnbull et
al., 2002).
Η
ακοή και η όραση παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ομιλίας, της γλώσσας
και της επικοινωνίας, καθώς το παιδί στερείται ένα μεγάλο μέρος ερεθισμάτων.
Όταν το παιδί μεγαλώνει με κάποια αισθητηριακή διαταραχή παρουσιάζει σημαντικά
ελλείμματα στην ομιλία και την επικοινωνία, ενώ όλη η κοινωνικοποίησή του
πραγματοποιείται με βάση τη δεδομένη κατάστασή του καθώς και τις ικανότητες και
δεξιότητες που μπορεί να αναπτύξει διαμορφώνοντας με αυτό τον τρόπο και την ταυτότητά του. Τα
παιδιά με κώφωση αντιμετωπίζουν απειλή των κοινωνικών δεσμών και σχέσεων που
οφείλεται στην ελλιπή ή ανεπαρκή επικοινωνία (Foster, 1998). Επιπλέον, το κωφό άτομο διαμορφώνει την αυτοεικόνα
του μέσα από τις επιρροές που δέχεται όχι μόνο από το άμεσο περιβάλλον του αλλά
και από τις συλλογικές αξιολογήσεις και τα μηνύματα που δέχεται από τα άτομα (Padden, 1996). Το παιδί με κώφωση μπορεί να νιώθει
κατώτερο και να έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, ενώ μπορεί να βιώνει συναισθήματα
απογοήτευσης και απομόνωσης που οφείλονται στις δυσκολίες επικοινωνίας που
αντιμετωπίζει (Bat
Chava, 1994.
Gregory, Bishop & Sheldon, 1995).
Ένα από τα βασικά
προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά με βαρηκοΐα ή κώφωση είναι οι δυσκολίες
στην επικοινωνία τους, για αυτό το λόγο και η εκπαιδευτική τους προσέγγιση στα
πλαίσια του σχολείου, αλλά ακόμη και πριν την είσοδό τους στο σχολικό περιβάλλον
θα πρέπει να εστιαστεί στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους ώστε να αποκτήσουν
ικανοποιητική επικοινωνία με τους γύρω τους. Επίσης, τα παιδιά με προβλήματα
όρασης παρουσιάζουν δυσκολίες στην επικοινωνία, ενώ στο σχολείο οι
εκπαιδευτικοί πρέπει να γνωρίζουν τα χαρακτηριστικά της ασθένειας του παιδιού,
να ρυθμίσουν τη διδασκαλία με βάση τις ανάγκες του μαθητή, αλλά και να αναγνωρίζουν
το άγχος και τα προβλήματα συμπεριφοράς και κοινωνικοποίησης που αντιμετωπίζει.
Το εκπαιδευτικό υλικό θα πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες του κάθε παιδιού
και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, ενώ τα παιδιά θα πρέπει να ενθαρρύνονται
να αναπτύσσουν φιλίες και να κάνουν παρέα με άλλους μαθητές (Κατσούλης &
Χαλικιά, 2007).
Η
κοινωνικοποίηση αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα στο οποίο πρέπει να
δοθεί έμφαση από τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς. Ο μαθητής με αισθητηριακά
προβλήματα πρέπει να μάθει να αναγνωρίζει και να υιοθετεί αποδεκτές κοινωνικές
συμπεριφορές, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, να διακρίνει τις συμπεριφορές που
είναι κοινωνικά αποδεκτές δημοσίως και αυτές που είναι αποδεκτές στη ιδιωτική
του ζωή, την χρήση μη λεκτικών τρόπων επικοινωνίας, την ικανότητα ελέγχου της
στάσης του σώματος και των κινήσεων, την γνώση σχετικά με δραστηριότητες της
καθημερινής ζωής και επικοινωνίας. Σημαντικό ρόλο παίζει και η κάλυψη της
ανάγκης για ψυχαγωγία του παιδιού. Συγκεκριμένα, το παιδί θα πρέπει να μην
αισθάνεται απομονωμένο από τους συμμαθητές του, αλλά να συμμετέχει σε
κοινωνικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες, να επιλέγει δραστηριότητες στον
ελεύθερο χρόνο του, να δοκιμάζει και να συμμετέχει σε παιχνίδια εσωτερικών και
εξωτερικών χώρων, αλλά και να αναπτύσσει προσωπικά ενδιαφέροντα, όπως μουσική,
χειροτεχνία, συλλογές (Κατσούλης & Χαλικιά, 2007).
Η
κοινωνική ανάπτυξη και η κοινωνικοποίηση των παιδιών τόσο των κωφών όσο και των
ακουόντων εξαρτάται από την αλληλεπίδραση με τους συνομηλίκους, κυρίως κατά τη
διάρκεια της εφηβείας (Rachford
& Furth,
1986). Οι γονείς θα πρέπει να βρουν ομαδικές δραστηριότητες στις οποίες μπορεί
να ενταχθεί το παιδί τους, έτσι ώστε να μπορέσει να αναπτύξει διαπροσωπικές και
συνεργατικές σχέσεις με άλλα παιδιά. Επιπλέον, οι γονείς μπορεί να είναι
σημαντική πηγή στήριξης για το παιδί που αντιμετωπίζει προβλήματα, ενώ θα
πρέπει να το ενθαρρύνουν και να το παροτρύνουν να εμπλέκεται σε δραστηριότητες
που ενισχύουν την ομιλία και τη γλώσσα, αλλά και την αλληλεπίδραση και
επικοινωνία με άλλα παιδιά. Στο πλαίσιο της οικογένειας και του σχολείου θα
πρέπει να καλύπτονται βασικές ανάγκες των παιδιών με αισθητηριακά προβλήματα
που αφορούν τομείς όπως την ανάπτυξη εννοιών, την ακαδημαϊκή κατάρτιση, την
ικανότητα για επικοινωνία, τις κοινωνικές, συναισθηματικές και
αισθησιοκινητικές ικανότητες και δεξιότητες που σχετίζονται με την καθημερινή
ζωή (Κατσούλης & Χαλικιά, 2007).
Η
τύφλωση και η κώφωση αποτελούν δύο βασικά αισθητηριακά προβλήματα που μειώνουν
τις δυνατότητες του παιδιού να δεχτεί ερεθίσματα μέσα από μια αισθητηριακή οδό
που παρουσιάζει προβλήματα. Τα παιδιά με αισθητηριακές διαταραχές χρειάζονται
περισσότερη ενασχόληση και χρήση από τον εκπαιδευτικό κατάλληλων μέσων και
τεχνικών για την διδασκαλία τους. Ωστόσο, τόσο από τους εκπαιδευτικούς όσο και
από τους γονείς απαιτείται η κινητοποίηση αυτών των παιδιών ώστε να μπορέσουν
να κοινωνικοποιηθούν, να αναπτύξουν φιλικές σχέσεις με άλλα παιδιά και να
αναπτύξουν φυσιολογικά τη γλώσσα και την ομιλία τους.
Βιβλιογραφία
Bat Chava, Y.
(1994). Group identification and self-esteem of deaf adults. Personality αnd Social Psychology Bulletin, 20, 494-502.
Foster,
S. (1998). Communication as social engagement: Implications for interactions
between deaf and hearing persons. Scandinavian
Audiology, 27 (Suppl. 49), 116-124.
Ζαφειράτου- Κουλιούμπα, Ε. (1994). Γνωριμία
με την κώφωση. Αθήνα: Εκδόσεις ΕΛΛΗΝ.
Gregory, S.,
Bishop, J., & Sheldon, L. (1995). Deaf young people and their families:
developing understanding. Cambridge: Cambridge University Press.
Κατσούλης, Φ., & Χαλικιά, Ι. (2007). Εισαγωγή στην εκπαίδευση των
μαθητών με μερική ή ολική απώλεια όρασης. Στο ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ, Διαναπηρικός Οδηγός Εξειδίκευσης. Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα
Ψυχολογίας.
Λαμπροπούλου, Β., & Οκαλίδου, Α. (1999). Διάγνωση- αποκατάσταση βαρηκοΐας.
Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ.- ΥΠ.Ε.Π.Θ.- Πανεπιστήμιο Πατρών: Μονάδα Ειδικής Αγωγής/Κωφών
Π.Τ.Δ.Ε.
Rachford, D.,
& Furth, H.G. (1986). Understanding of friendship and social rules in deaf
and hearing adolescents. Journal of
Applied Developmental Psychology, 7, 391- 402.
Padden, C.A.
(1996). From the cultural to the bicultural: The modern deaf community. In I.
Parasnis (Ed.), Cultural and language diversity and the deaf experience (pp.
79-98). New York: Cambridge University Press.
Turnbull, A., Turnbull, R.,
Shank, M., Smith, S., & Leal, D. (2002). Exceptional lives: Special education in today 's schools (3rd ed.).
Upper Saddle River, NJ: Merrill.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου