Σύμφωνα με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του
Παιδιού θα πρέπει να αναγνωρίζεται το δικαίωμα του παιδιού να προστατεύεται από
την οικονομική εκμετάλλευση και από τη συμμετοχή σε οποιασδήποτε μορφής
εργασία, που μπορεί να ενέχει κινδύνους για το παιδί ή μπορεί να δημιουργήσει
προβλήματα στην εκπαίδευσή του, την υγεία του, τη σωματική, πνευματική, ψυχική,
ηθική και κοινωνική ανάπτυξή του.
Η παιδική εργασία δεν αποτελεί μόνο ένα
σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο, καθώς παρουσιαζόταν και στις παραδοσιακές
προβιομηχανικές κοινωνίες, όπου το παιδί κατείχε τη δική του θέση μέσα στον
κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, κυρίως στις αγροτικές κοινωνίες. Οι
αγροτικές οικογένειες αποτελούσαν αυτόνομες οικονομικές μονάδες με κύρια
στοιχεία την παραγωγή και κατανάλωση, όπου το κάθε μέλος τους ήταν υπεύθυνο για
την εκτέλεση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων ανάλογα με το φύλο και την ηλικία του
(Παπαθανασίου, 2003, Ρηγίνος, 1995). Σήμερα συνδέεται συνήθως με τη φτώχεια και
με τη σημαντικότητα της οικονομικής συνεισφοράς στα πλαίσια της οικογένειας.
Σύμφωνα με την κοινωνιολογική και
ανθρωπολογική διάσταση, η παιδική ηλικία αποτελεί μια σταθερή κοινωνική
κατηγορία, ένα δομικό φαινόμενο και τα παιδιά αντιμετωπίζονται ως κοινωνικοί
δράστες που κατέχουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνίας. Μέσα από αυτή
την οπτική γωνία τα παιδιά είναι μέρος των οικονομικών και άλλων κοινωνικών
πεδίων. Στις προβιομηχανικές κοινωνίες, τα παιδιά είτε εργάζονταν πολλές είτε
λίγες ώρες, στο αγροτικό ή αστικό περιβάλλον όπου διέμεναν, συνέβαλαν σημαντικά
στην οικονομία της οικογένειας αλλά και της κοινωνίας γενικότερα (Αντωνίου & Σπύρου, 2005).
Σήμερα παρά τις αλλαγές που έχουν
πραγματοποιηθεί στον τρόπο που αντιμετωπίζονται τα παιδιά εκτιμάται ότι
υπάρχουν ακόμη σε όλο τον κόσμο 215 εκατομμύρια παιδιά που εργάζονται, αριθμός
που περιλαμβάνει τα οικονομικώς ενεργά παιδιά μικρότερα από 15 ετών (International Labour Organization). Ακόμη και σε μερικές Δυτικές κοινωνίες,
τα παιδιά συμμετέχουν ενεργά στον εργασιακό τομέα, κυρίως στο σπίτι ή σε
οικογενειακές επιχειρήσεις (Αντωνίου & Σπύρου, 2005). Επομένως, η παιδική
εργασία δεν αποτελεί μόνο χαρακτηριστικό των χωρών του Τρίτου Κόσμου, αλλά και
των υποτιθέμενων ανεπτυγμένων χωρών.
Η παραπάνω θεώρηση της παιδικής ηλικίας δεν
έχει εξαλείψει την παιδική εργασία, η οποία συνεχίζει να υπάρχει. Τα παιδιά στην Κύπρο στις αρχές του 20ου
αιώνα εργάζονταν εντός ή εκτός του σπιτιού εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων
της οικογένειας, των αντιλήψεων για την παιδική ηλικία, καθώς και της έλλειψης
νομοθετικών πλαισίων και κατάλληλης εκπαιδευτικής κουλτούρας. Ωστόσο, σταδιακά
η παιδική εργασία μειώθηκε κυρίως λόγω της συστηματικής εκπαίδευσης, της
οικονομικής ανάπτυξης και τεχνολογίας καθώς και των κινημάτων για τα δικαιώματα
των παιδιών (Αντωνίου & Σπύρου, 2005).
Στις προβιομηχανικές κοινωνίες βασικό
χαρακτηριστικό της παιδικής εργασίας ήταν ο περιορισμός της στα όρια της
οικογενειακής ιδιοκτησίας, χωρίς αυτό να αποκλείει και την απασχόληση του
παιδιού ως ωρομίσθιου εργάτη. Ωστόσο, συνήθως εργαζόταν μόνο κατά περιόδους και
όχι συνεχόμενα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Επιπλέον, επρόκειτο για
οικονομίες αυτοκατανάλωσης, χωρίς να υπάρχει άμεση σύνδεση με την αγορά και τη
διακίνηση χρήματος, για αυτό και δεν θεωρούνταν παιδική εργασία με την κλασική
έννοια του όρου (Παπαθανασίου, 2003). Εξάλλου, η εκμετάλλευση των παιδιών και η
παιδική εργασία παρουσίαζε διαφοροποιήσεις στα κοινωνικά πλαίσια διαφόρων
ιστορικών περιόδων.
Στην ελληνική ύπαιθρο του 19ου ή
και των αρχών του 20ου αιώνα, το παιδί απασχολούνταν είτε στην
οικογενειακή ιδιοκτησία είτε ως εργάτης, ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα
άρχισαν να εργάζονται και σε έργα των σιδηροδρόμων (Ρηγίνος, 1995). Παρόμοιες
ήταν οι εργασίες των παιδιών και στην Κύπρο, όπου τα παιδιά απασχολούνταν είτε
σε οικιακές- οικογενειακές εργασίες είτε αναγκάζονταν να μετακινηθούν και να
εργαστούν σε άλλους ή και να ακολουθήσουν κάποια τεχνική εκπαίδευση με στόχο τη
μελλοντική εργασιακή αποκατάσταση (Αντωνίου & Σπύρου, 2005). Η συμμετοχή
των παιδιών σε εργασίες συλλογικού χαρακτήρα όπως ήταν ο τρύγος ή ο θερισμός
ωθούσε στην ενίσχυση του αισθήματος του ανήκειν στην κοινότητα, η οποία
χαρακτηριζόταν από αλτρουισμό (Παπαθανασίου, 2003). Παιδιά που ήταν ανίκανα να
εργαστούν σε αγροτικές εργασίες τα έστελναν οι γονείς τους στα μεγάλα αστικά
κέντρα για να εργαστούν κυρίως ως υπηρέτες ή βοηθοί. Ακόμη εργάζονταν σε
εμπορικά καταστήματα, ιατρεία ή διάφορα γραφεία χωρίς καμιά νομική προστασία,
καθώς και σε ευκαιριακά ή εποχικά επαγγέλματα (Ρηγίνος, 1995).
Το κράτος παρέμβει στην απαγόρευση της
παιδικής εργασίας κάτω της ηλικίας των 14 ετών κατά τη διάρκεια των σχολικών
μαθημάτων με νόμο το 1920. Η έκταση της παιδικής εργασίας φαίνεται και από ένα
νόμο του 1913 που επέτρεπε το κλείσιμο των σχολείων ακόμη και για ένα μήνα για
τις καπνοκαλλιέργειες. Η παιδική εργασία δεν περιοριζόταν στην ύπαιθρο αλλά
επεκτεινόταν και στις προβιομηχανικές πόλεις όπου τα παιδιά εργάζονταν ως
μαθητευόμενοι κοντά σε τεχνίτες ή υπηρέτες. Οι τεχνίτες εκμεταλλεύονταν την
έλλειψη τεχνικής εκπαίδευσης και εργαστηρίων και έπαιρναν τα παιδιά για
μαθητεία για μακρά χρονικά διαστήματα (Ρηγίνος, 1995).
Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στη
θεώρηση της παιδικής ηλικίας ώθησαν σε αλλαγές και αναθεωρήσεις και ως προς την
αντιμετώπιση και προσέγγιση της παιδικής εργασίας.
Αντωνίου, Λ., &
Σπύρου, Σ. (2005). Μικροδουλειές. Παιδική
εργασία στην Κύπρο στις αρχές και τα μέσα του 20ου αι. Λευκωσία:
Κέντρο Μελέτης της Παιδικής και Εφηβικής Ηλικίας.
Παπαθανασίου, Μ.
(2003). Μεγαλώνοντας στον Ορεινό χώρο.
Αθήνα: ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς.
Ρηγίνος, Μ. (1995).
Μορφές παιδικής εργασίας στη Βιομηχανία
και τη Βιοτεχνία, 1870- 1940. Αθήνα: ΙΑΕΝ/ Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου