«Ο ορισμός που έδωσα το 1896 στις ψυχαναγκαστικές ιδέες, ότι είναι ‘μεταμορφωμένες αυτομομφές που επιστρέφουν από την απώθηση και σχετίζονται πάντοτε με μια σεξουαλική πράξη των παιδικών χρόνων η οποία είχε εκτελεστεί με ηδονή’, σήμερα μου φαίνεται τυπικά ευπρόσβλητος, αν και έχει συντεθεί από τα πιο καλά στοιχεία. […] Στην πραγματικότητα είναι πιο ορθό να μιλούμε για ‘ψυχαναγκαστικό σκέπτεσθαι’ και να υπογραμμίζουμε ότι τα ψυχαναγκαστικά μορφώματα είναι δυνατόν να έχουν την αξία των πιο ποικιλόμορφων ψυχικών πράξεων. Μπορούν να προσδιοριστούν ως επιθυμίες, πειρασμοί, παρορμήσεις, στοχασμοί, αμφιβολίες, εντολές και απαγορεύσεις. Οι ασθενείς έχουν γενικά την τάση να μετριάζουν τη βεβαιότητα αυτού του προσδιορισμού και να παρουσιάζουν το στερημένο από τις συναισθηματικές ενδείξεις περιεχόμενο ως ψυχαναγκαστική ιδέα. Ένα παράδειγμα τέτοιας μεταχείρισης μιας επιθυμίας μας προσέφερε σε μια από τις πρώτες συνεδρίες ο ασθενής μας, καθώς υποβίβασε την επιθυμία απλώς σε νοητική σύνδεση» (σελ. 99-100).
«Η εμπειρία διδάσκει ότι τα όνειρα είναι δυνατόν να δώσουν το πραγματικό κείμενο της ψυχαναγκαστικής εντολής κλπ., το οποίο σε κατάσταση αγρύπνιας έγινε γνωστό μόνο σε ακρωτηριασμένη και παραποιημένη μορφή, όπως σε ένα παραμορφωμένο τηλεγράφημα. Αυτά τα κείμενα εμφανίζονται στο όνειρο ως ομιλία, παρά τον κανόνα ότι τα λόγια στο όνειρο προέρχονται από ομιλίες της ημέρας. Κατά την ψυχαναλυτική παρακολούθηση ενός ιστορικού ασθενείας αποκτούμε την πεποίθηση ότι συχνά πολλές διαδοχικές, αλλά στη λεκτική τους διατύπωση μη ταυτόσημες ψυχαναγκαστικές ιδέες είναι κατά βάθος μια και η αυτή. Η ψυχαναγκαστική ιδέα αποκρούσθηκε την πρώτη φορά με επιτυχία, επανέρχεται όμως παραμορφωμένη, δεν αναγνωρίζεται και ακριβώς λόγω της παραμόρφωσής της μπορεί ίσως να ανταπεξέλθει καλύτερα στον αμυντικό αγώνα. Η αρχική μορφή όμως είναι η σωστή, αυτή που αφήνει να φανεί το νόημά της ασυγκάλυπτο. Όταν με πολύ κόπο έχουμε εξηγήσει μια ακατανόητη ψυχαναγκαστική ιδέα, ακούμε μερικές φορές από τον ασθενή ότι μια αυθόρμητη ιδέα, μια επιθυμία ή ένας πειρασμός όπως ο κατασκευασμένος εμφανίστηκε πράγματι μια φορά πριν από την ψυχαναγκαστική ιδέα, αλλά δεν μπόρεσε να κρατηθεί» (σελ. 102).
Η ψυχαναγκαστική ιδέα εμφανίζεται παραμορφωμένη έναντι της αρχικής λεκτικής μορφής τα ίχνη του πρωτογενούς αμυντικού αγώνα. «Η παραμόρφωσή της την κάνει ικανή να ζήσει, διότι η συνειδητή σκέψη είναι αναγκασμένη να την παρεξηγήσει, ακριβώς όπως παρανοεί και το ονειρικό περιεχόμενο, που είναι και αυτό ένα προϊόν συμβιβασμού και παραμόρφωσης και από την άγρυπνη σκέψη εξακολουθεί να παρεξηγείται» (σελ. 103).
Μια από τις ψυχικές ανάγκες των ψυχαναγκαστικών είναι η ανάγκη για την αβεβαιότητα στη ζωή ή για την αμφιβολία. Η δημιουργία της αβεβαιότητας αποτελεί μια μέθοδο που χρησιμοποιεί η νεύρωση για να βγάλει το άτομο από την πραγματικότητα και να το απομονώσει από τον κόσμο. «Η ψυχαναγκαστική νεύρωση εκμεταλλεύεται στο έπακρο την αβεβαιότητα της μνήμης για τον σχηματισμό συμπτωμάτων. […] Οι σκέψεις τους είναι απασχολημένες συνεχώς με τη διάρκεια της ζωής και τη δυνατότητα θανάτου άλλων ανθρώπων, οι προληπτικές τους τάσεις δεν είχαν πρώτα άλλο περιεχόμενο και ίσως δεν έχουν ποτέ άλλη προέλευση. Προπάντων όμως χρειάζονται τη δυνατότητα θανάτου για τη λύση των συγκρούσεων που άφησαν άλυτες. Το ουσιαστικό τους γνώρισμα είναι η ανικανότητά τους να αποφασίσουν, ιδιαίτερα στο ζήτημα της αγάπης, τείνουν να αναβάλλουν κάθε απόφαση και στον δισταγμό τους για την επιλογή ενός προσώπου ή μέτρων εναντίον ενός προσώπου πρότυπό τους γίνεται κατ’ ανάγκη το παλαιό δικαστήριο του γερμανικού Ράιχ, όπου οι δίκες συνήθως τελείωναν με τον θάνατο των διάδικων πριν από τη δικαστική απόφαση» (σελ. 115-116).
Πηγή:
Τρία ιστορικά ασθενείας. Ο Ράττενμαν. Ο Πρόεδρος Σρέμπερ. Ο Βόλφσμαν. Φρόυντ. Επίκουρος.
Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου