Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Διομαδικές Σχέσεις σε Άτομα με και χωρίς Αναπηρία

 Η διομαδική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα της επίγνωσης των ανθρώπων ότι ανήκουν σε συγκεκριμένες ομάδες. Η υπαγωγή σε μια ομάδα επηρεάζει τόσο την αντίληψη και νόηση των ατόμων όσο και τη συμπεριφορά τους. Το άτομο από τα πρώτα χρόνια της κοινωνικοποίησης γνωρίζει ότι το ίδιοι και οι άλλοι άνθρωποι είναι μέλη διακριτών κοινωνικών ομάδων. Με βάση την ομάδα ή τις ομάδες στις οποίες ανήκει, το άτομο διαμορφώνει και τις αντίστοιχες συμπεριφορές, ενώ μπορεί να υπάρχουν επιδράσεις ως προς τη συμπεριφορά του και τον τρόπο σκέψης.


Οι διομαδικές σχέσεις μπορεί να είναι ανταγωνιστικές ή συνεργατικές ή ενδέχεται να είναι και τελείως ανύπαρκτες. Παράδειγμα συγκρουσιακών ομάδων είναι πολιτικά κόμματα με αντίθετες ιδεολογίες, ενώ παράδειγμα συνεργατικών ομάδων είναι δύο ομάδες εργασίας που εργάζονται πάνω στο ίδιο αντικείμενο εργασίας και έχουν κοινό στόχο. Ο διομαδικός ανταγωνισμός μπορεί να οδηγήσει στη διομαδική σύγκρουση, όπως υποστηρίζει ο Sherif, σύμφωνα με τη θεωρία του, θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ομάδες είναι εμφανής καθώς τα υλικά αγαθά και οι πόροι είναι περιορισμένοι, επομένως, η κάθε ομάδα προσπαθεί να διεκδικήσει όσο το δυνατόν περισσότερα (Hogg & Vaughan, 2010).

Σε ορισμένες περιπτώσεις η σύγκρουση και η σύγκριση μεταξύ των ομάδων φτάνει στα όρια της σχετικής αποστέρησης. Αυτή αποτελεί μια ακόμη θεωρία στο πλαίσιο των διομαδικών σχέσεων, όπου το αίσθημα της σχετικής αποστέρησης μπορεί να οδηγήσει σε διομαδικές συγκρούσεις και δράσεις. Όταν μια ομάδα ή ένα μέλος μιας ομάδας νιώθει ότι του στερούν αυτά που δικαιούται ή του ανήκουν, τότε αναζητά τρόπους να δράσει και συχνά οδηγείται σε μαζικές και οργανωμένες δράσεις. 


Οι διομαδικές σχέσεις μελετώνται και ερμηνεύονται και από τη θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας, η οποία υποστηρίζει ότι το άτομο επιθυμεί να ανήκει σε ομάδες που λειτουργούν θετικά στην κοινωνική του ταυτότητα. Το κοινωνικό υποκείμενο έχει την ανάγκη να αναπτύξει μια θετική κοινωνική ταυτότητα, που θα το οδηγήσει σε μια θετική εικόνα εαυτού. Το άτομο ως μέλος μιας ομάδας υπαγωγής εμφανίζει ενδοομαδική εύνοια για την ομάδα του και εξωομαδική μεροληψία για την άλλη ομάδα. Η διαμόρφωση της κοινωνικής ταυτότητας είναι αποτέλεσμα κατηγοριοποίησης τόσο του εαυτού όσο και των άλλων γύρω μας (Hogg & Vaughan, 2010· Χαντζή, 2008).  

Μέσα στην κοινωνία υπάρχουν διακριτές κοινωνικές ομάδες, εκ των οποίων κάποιες έχουν δύναμη και ισχύ, οπότε κατέχουν μια υψηλότερη κοινωνική θέση και κάποιες που δεν έχουν δύναμη και ισχύ, που ανήκουν στις κατώτερες κοινωνικές ομάδες. Οι ανισότητες αποτελούν ένα βασικό χαρακτηριστικό της εκάστοτε κοινωνίας, που εδράζεται στη διαφορετική κοινωνική θέση των ομάδων, ενώ προκαλεί συμπεριφορές διάκρισης και στιγματισμού. Πρόκειται για μια ασυμμετρία ως προς τους οικονομικούς πόρους, το κύρος και την ισχύ (Hogg & Vaughan, 2010).


Σύμφωνα με τους OByrne και Muldoon (2017), τα άτομα με νοητική διαταραχή αντιλαμβάνονται τη σωματική τους κατάσταση, συνολικά την αυταξία τους και τον εαυτό τους, με βάση τη σοβαρότητα της νοητικής διαταραχής, καθώς πρόκειται για μια ομάδα που περιλαμβάνει πολλές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της. Τα άτομα με υψηλοτέρα επίπεδα νοητικής διαταραχής δυσκολεύονται περισσότερο να αντιληφτούν τον εαυτό τους, το σώμα τους και την αξία τους, ενώ οι κοινωνικές συγκρίσεις λειτουργούν αρνητικά στην εμπειρία του στίγματος. Τα άτομα που βιώνουν τον στιγματισμό εμφανίζουν λιγότερες θετικές κοινωνικές συγκρίσεις και ο στιγματισμός έχει επιδράσεις τόσο στο σχολείο όσο και στην ευρύτερη κοινότητα. Τα άτομα με πιο σοβαρές νοητικές διαταραχές βρέθηκε ότι έχουν χαμηλότερα επίπεδα επίγνωσης της κατάστασης που βιώνουν και της διαταραχής που εμφανίζουν και είναι πιο αόρατος ο εαυτός τους για τα ίδια τα άτομα. Τα άτομα με ήπια νοητική διαταραχή έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν διαταραγμένη εικόνα εαυτού, λόγω της αναπηρίας και εξαιτίας της ικανότητάς τους να κάνουν κοινωνικές συγκρίσεις.  


 

Μία μεταβλητή που βρέθηκε, επίσης, σημαντική στη συγκεκριμένη έρευνα, ήταν το φύλο. Διαπιστώθηκε ότι άνδρες και γυναίκες συμπεριφέρονται με διαφορετικό τρόπο απέναντι στην αναπηρία και την εμπειρία του στίγματος. Οι άνδρες ανέφεραν πιο θετικές κοινωνικές συγκρίσεις με τους άλλους παρά οι γυναίκες. Επιπλέον, οι γυναίκες ανέφεραν ότι είχαν μεγαλύτερη επιρρέπεια σε εμπειρίες στίγματος. Ένας ακόμη παράγοντας που βρέθηκε ότι διαδραματίζει ρόλο ήταν η χαμηλή ή υψηλή κοινωνική θέση των γυναικών, καθώς οι γυναίκες που προέρχονταν από μια χαμηλή κοινωνική θέση εμφάνιζαν υψηλότερο κίνδυνο να έχουν μια χαμηλή εικόνα εαυτού και χαμηλότερα επίπεδα αυτοαξίας, ενώ βίωναν περισσότερες εμπειρίες στίγματος. Γενικά, διαπιστώθηκε ότι οι νεαροί άνθρωποι με νοητική διαταραχή δεν είναι παθητικοί στις απαντήσεις τους απέναντι στο εκπαιδευτικό σύστημα και απέναντι στην ετικετοποίηση που δέχονται. Οι κοινωνικές συγκρίσεις που επιλέγει το κάθε άτομο μπορεί να λειτουργήσουν ως ένας αυτοπροστατευτικός μηχανισμός για την εικόνα του ατόμου ή να επιβαρύνουν το άτομο προκαλώντας μια αρνητική εικόνα εαυτού (OByrne & Muldoon, 2017).

Η αναπηρία μπορεί να ειδωθεί ως ένα κοινωνικό φαινόμενο, πέρα από τις ατομικές και ιατρικές διαστάσεις που έχει. Το κοινωνικό νόημα της αναπηρίας συνδέεται με τη διαμόρφωση μιας κατηγορίας ανθρώπων που αποτελούν μια ομάδα που βιώνει περιθωριοποίηση και στιγματισμό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η αναπηρία είναι ένα ζήτημα, που απασχολεί ολόκληρη την κοινωνία, η οποία αποδίδει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στα άτομα που εμφανίζουν κάποιου είδους αναπηρία. Παρά τις προσπάθειες που γίνονται να μειωθούν τα στερεότυπα και οι διακρίσεις απέναντι στα άτομα με αναπηρία, φαίνεται πως ο στιγματισμός και η περιθωριοποίηση αυτών συνεχίζει να αποτελεί ένα σύγχρονο φαινόμενο (Grue, 2016).

Αν το ζήτημα προσεγγιστεί από την πλευρά των ατόμων χωρίς αναπηρία, ο στιγματισμός και η περιθωριοποίηση των ατόμων με αναπηρία συμβάλλει στη βελτίωση της αυτοεικόνας και της κοινωνικής ταυτότητας των ατόμων της εξωομάδας. Η χρήση στερεοτύπων και προκατάληψης είναι ένας τρόπος δικαιολόγησης του άνισου κοινωνικού συστήματος, που μειώνει και περιθωριοποιεί τα άτομα με αναπηρία. Από την άλλη μεριά, τα άτομα με αναπηρία εμφανίζουν σημαντικές επιδράσεις λόγω του στιγματισμού που βιώνουν. Το στίγμα έχει ως αποτέλεσμα να βιώνει το άτομο ανασφάλεια και αμφισβήτηση, και ένα διαρκή φόβο μήπως επιβεβαιωθεί το στερεότυπο (απειλή στερεοτύπου). Τα στιγματισμένα άτομα εμφανίζουν την τάση να αποφεύγουν τη σύγκριση με ομάδες που βρίσκονται σε ανώτερη θέση και κυρίως αυτούς που φέρουν χαρακτηριστικά, τα οποία δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσουν (Παυλόπουλος, 2011).

 


Βιβλιογραφία

Grue, J. (2016). The social meaning of disability: A reflection on categorization, stigma and identity. Sociology of Health & Illness, 38 (6), 957-964.

Hogg, M.A., & Vaughan, G. (2010). Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.

O’Byrne, C. & Muldoon, O. (2017). Stigma, self-perception and social comparisons in young people with an intellectual disability. Irish Educational Studies, 36 (3), 307-322.

Παυλόπουλος, Β. (2011). Κοινωνικός στιγματισμός: Από τη σκοπιά του ‘θύτη’ και του ‘θύματος’. Στους Π.Σ. Κορδούτη & Β.Γ. Παυλόπουλο (Επιμ.), Πεδία έρευνας στην Κοινωνική Ψυχολογία (σσ. 126-145). Αθήνα: Διάδραση.

Χαντζή, Α. (2008). Κοινωνικά στερεότυπα και διομαδικές σχέσεις. Στο βιβλίο του Σ. Παπαστάμου (Επιμ.), Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία, Η Παράδοση (Τόμ. Β’), (σσ. 223-258). Αθήνα: Πεδίο.   


Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου