Οι εμπειρίες που αποκτά το παιδί σε αυτή την ηλικία είναι
καθοριστικές για τη μεταγενέστερη πορεία του. Αυτό σημαίνει πως το παιδί της
προσχολικής ηλικίας χρειάζεται ποσοτικά και ποιοτικά ένα πλούτο εμπειριών έτσι
ώστε να μπορέσει να μεγιστοποιήσει τα οφέλη των επιδράσεων που δέχεται που
δέχεται από το περιβάλλον του, είτε το οικογενειακό περιβάλλον είτε το
εξωοικογενειακό πλαίσιο παροχής ημερήσιας φροντίδας και αγωγής.
Το περιβάλλον του παιδιού καλείται να καλύψει ένα σύνολο
αναγκών του, που αφορούν τη συναναστροφή με συνομηλίκους, την κίνηση, το
παιχνίδι, την κοινωνικοποίηση, τη φροντίδα και αγωγή, την εκπαίδευση, και
γενικότερα την ανάπτυξη των νοητικών, γλωσσικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων
του παιδιού.
Το πιο σημαντικό για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας θεωρείται
το παιχνίδι, που θα πρέπει να είναι διασκεδαστικό και ένας ευχάριστος τρόπος
συνάντησης ανθρώπων και επιλογής φίλων. Τα παιδιά μπορούν να μάθουν κατά τη
διάρκεια του παιχνιδιού, ενώ όταν θέλουν να συνεχίσουν το παιχνίδι με τους
φίλους τους, είναι απαραίτητο να βρουν τρόπους για να αναπτύξουν αλληλεπίδραση
με τα άλλα παιδιά.
Η ανάπτυξη της μητρικής γλώσσας πραγματοποιείται από τη στιγμή
που γεννιέται το παιδί μέσα στο οικογενειακό αρχικά περιβάλλον. Η ανάπτυξη της γλώσσας παίζει καθοριστικό ρόλο στη
δημιουργία εννοιών και στη δόμηση αντιλήψεων για τον κόσμο, γεγονός που
αποτελεί δείγμα της επικοινωνιακής πληροφόρησης καθώς και ένα βασικό εργαλείο
μάθησης. Η γλώσσα συμβάλλει στη συμμετοχή σε κοινωνικές ομάδες, όπου τα άτομα
μπορούν να εκφράσουν την προσωπικότητά τους, την κοινωνική τους ταυτότητα και
την κουλτούρα τους.
Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του παιδιού παίζει η διαδικασία
της κοινωνικοποίησης, η οποία αρχίζει από τη στιγμή της γέννησης του παιδιού
καθώς οι ενήλικες διαφοροποιούν τα βρέφη από εκείνη τη στιγμή. Βασικό
χαρακτηριστικό διάκρισης είναι τα διαφορετικά ρούχα που φορούν στα βρέφη
ανάλογα με το φύλο καθώς και η συμπεριφορά που εκδηλώνουν απέναντι στα βρέφη
(Turner, 1998). Τα παιδιά κατά την ανάπτυξή τους χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό
την ταύτιση, η οποία αποτελεί μια διεργασία κατά την οποία τα άτομα προσπαθούν
να μοιάζουν, να ενεργούν, να αισθάνονται και να συμπεριφέρονται με βάση τα
σημαντικά πρόσωπα στο κοινωνικό τους περιβάλλον.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της νηπιακής ηλικίας είναι η
γλωσσική ανάπτυξη. Η γλωσσική επικοινωνία στηρίζεται στα επιτεύγματα που
κατακτά το παιδί κατά την προγλωσσική περίοδο ανάπτυξης της επικοινωνίας. Κατά
την νηπιακή ηλικία παρατηρείται γρήγορη αύξηση της μορφο- συντακτικής
πολυπλοκότητας καθώς και γενίκευση των γραμματικών κανόνων. Κατά τη διάρκεια
της νηπιακής ηλικίας σημαντική είναι και η γνωστική ανάπτυξη του παιδιού, όπου
το παιδί σύμφωνα με τον Piaget έχει κατακτήσει τα στοιχεία της αναπαραστατικής
σκέψης. Τα παιδιά πλέον δεν στηρίζονται αποκλειστικά στην επανειλημμένη δοκιμή
και στο λάθος για να λύσουν προβλήματα. Επιπλέον μιμούνται πράξεις, τις οποίες
μπορεί να έχουν παρατηρήσει σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον, κάτω από
διαφορετικές συνθήκες.
Από την ηλικία των 5 ετών το παιδί αρχίζει να παρουσιάζει
αλλαγές στην σκέψη. Η σκέψη των παιδιών σε αυτή την ηλικία αλλάζει σημαντικά
και εμφανίζονται οι συλλογισμοί. Στην ηλικία των 6 ή 7 ετών το παιδί δεν
πιστεύει πια ότι τα όνειρα του είναι κάτι έξω από αυτό και καταλαβαίνει ότι οι
άλλοι δεν μπορούν να τα δουν ή να τα αγγίξουν. Τα παιδιά στην νηπιακή ηλικία
κατακτούν την έννοια της σχετικότητας, κατανοώντας ότι τα πράγματα υπάρχουν σε
σχέση με άλλα πράγματα, καθώς αποτελούν μέρος κάποιων συνόλων. Τα παιδιά πλέον
έχουν την ικανότητα να κάνουν ταξινομήσεις και συγκρίσεις. Επιπλέον, το παιδί
αρχίζει σιγά- σιγά να βγαίνει από την εγωκεντρική σκέψη, όπου θεωρούσε τον
εαυτό του το κέντρο του κόσμου και ταυτόχρονα απαλλάσσεται από το βάρος της
ευθύνης που νιώθει για όσα συμβαίνουν γύρω του. Το παιδί μπαίνοντας στο σχολείο
έχει κατακτήσει πλέον τον έλεγχο, την ικανότητα να δημιουργήσει και να
διατηρήσει σχέσεις με τους άλλους καθώς και να συνεργάζεται με τους άλλους.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της νηπιακής ηλικίας είναι η
γλωσσική ανάπτυξη. Η γλωσσική επικοινωνία στηρίζεται στα επιτεύγματα που
κατακτά το παιδί κατά την προγλωσσική περίοδο ανάπτυξης της επικοινωνίας. Κατά
την νηπιακή ηλικία παρατηρείται γρήγορη αύξηση της μορφο- συντακτικής
πολυπλοκότητας καθώς και γενίκευση των γραμματικών κανόνων. Κατά τη μετάβαση
από το βάβισμα στην ομιλία, τα παιδιά αρχίζουν να προσαρμόζονται στην
περιορισμένη ομάδα ήχων της γλώσσας την οποία μιλούν οι γονείς τους. Βασικοί
ήχοι μιας γλώσσας είναι τα φωνήματα που διακρίνουν τη μια λέξη από την άλλη. Το
λεξιλόγιο των παιδιών διευρύνεται, η κατανόηση της σημασίας των λέξεων αλλάζει
σημαντικά. Η ανάπτυξη του λεξιλογίου των παιδιών και η αυξανόμενη ικανότητά
τους να χρησιμοποιούν σύνθετες μορφο- συντακτικές δομές συνοδεύονται από την
ικανότητα των παιδιών να συμμετέχουν σε συζητήσεις που εξυπηρετούν διάφορους
στόχους (Cole & Cole, 2002α).
Κατά τη διάρκεια της νηπιακής ηλικίας σημαντική είναι και η
γνωστική ανάπτυξη του παιδιού, όπου το παιδί σύμφωνα με τον Piaget έχει
κατακτήσει τα στοιχεία της αναπαραστατικής σκέψης. Τα παιδιά πλέον δεν
στηρίζονται αποκλειστικά στην επανειλημμένη δοκιμή και στο λάθος για να λύσουν
προβλήματα. Επιπλέον μιμούνται πράξεις, τις οποίες μπορεί να έχουν παρατηρήσει
σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον, κάτω από διαφορετικές συνθήκες (Cole
& Cole, 2002α).
Στην ηλικία των τριών, τεσσάρων και πέντε ετών τα παιδιά δεν
βασίζονται εντελώς σε λογικούς συλλογισμούς. Επίσης, η σκέψη είναι μονόπλευρη
καθώς τα παιδιά εστιάζουν την προσοχή τους σε μια προέχουσα πλευρά του θέματος
που τα ίδια σκέφτονται. Κύρια στοιχεία της νηπιακής ηλικίας σύμφωνα με τον
Piaget είναι ο εγωκεντρισμός, η σύγχυση του φαινομενικού και πραγματικού κόσμου
και η εμφάνιση και χρήση μη λογικών συλλογισμών. Συγκεκριμένα, τα παιδιά
ηλικίας 2-6 ετών αναπαριστούν την πραγματικότητα στον εαυτό τους μέσα από τη
χρήση συμβόλων, λέξεων και χειρονομιών (Cole & Cole, 2002α).
Από την ηλικία των 5 ετών το παιδί αρχίζει να παρουσιάζει
αλλαγές στην σκέψη. Η σκέψη των παιδιών σε αυτή την ηλικία αλλάζει σημαντικά
και εμφανίζονται οι συλλογισμοί. Στην ηλικία των 6 ή 7 ετών το παιδί δεν
πιστεύει πια ότι τα όνειρα του είναι κάτι έξω από αυτό και καταλαβαίνει ότι οι
άλλοι δεν μπορούν να τα δουν ή να τα αγγίξουν. Τα παιδιά στην νηπιακή ηλικία
κατακτούν την έννοια της σχετικότητας, κατανοώντας ότι τα πράγματα υπάρχουν σε
σχέση με άλλα πράγματα, καθώς αποτελούν μέρος κάποιων συνόλων. Τα παιδιά πλέον
έχουν την ικανότητα να κάνουν ταξινομήσεις και συγκρίσεις. Επιπλέον, το παιδί
αρχίζει σιγά- σιγά να βγαίνει από την εγωκεντρική σκέψη, όπου θεωρούσε τον εαυτό
του το κέντρο του κόσμου και ταυτόχρονα απαλλάσσεται από το βάρος της ευθύνης
που νιώθει για όσα συμβαίνουν γύρω του. Το παιδί μπαίνοντας στο σχολείο έχει
κατακτήσει πλέον τον έλεγχο, την ικανότητα να δημιουργήσει και να διατηρήσει
σχέσεις με τους άλλους καθώς και να συνεργάζεται με τους άλλους (Cole &
Cole, 2002β).
COLE, MICHAEL, & COLE, SHEILA R. (2002α). H ανάπτυξη των παιδιών: Γνωστική και ψυχοκοινωνική
ανάπτυξη κατά τη νηπιακή και μέση παιδική ηλικία. (Τόμ. Β΄). (Επιμ. και μτφρ. Ζ. Μπαμπλέκου). Αθήνα: Τυπωθήτω – Γιώργος Δάρδανος.
COLE, MICHAEL, & COLE, SHEILA R. (2002β). Η ανάπτυξη των παιδιών: Εφηβεία (μτφρ. Μ.
Σόλμαν). Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω- Γιώργος Δάρδανος.
TURNER,
PATRICIA J.
(1998). Βιολογικό φύλο, κοινωνικό φύλο
και ταυτότητα του Εγώ (Επιμ. Ν.Δ. Γιαννίτσας). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου