Η Μέλανι Κλάιν στο βιβλίο της «Η αγάπη και το μίσος» γράφει τα εξής για τη σχέση μητέρας- παιδιού:
«Θα μελετήσουμε πρώτα πρώτα μια σχέση αληθινής αγάπης ανάμεσα σε μια μητέρα και στο μωρό της, σαν αυτή που δημιουργείται, όταν η μητέρα έχει μια προσωπικότητα τελείως μητρική. Υπάρχουν πολλοί γιοι, που συνδέουν τη σχέση μιας μητέρας με το μωρό της με τη σχέση, που αυτή είχε σαν παιδί με τη δική της μητέρα. Στα παιδιά υπάρχει συνειδητά ή ασυνείδητα μια πολύ δυνατή επιθυμία να αποκτήσουν μωρά. Μέσα στις ασυνείδητες φαντασιώσεις του μικρού κοριτσιού, το σώμα της μητέρας είναι γεμάτο μωρά. Φαντάζεται ότι τα μωρά αυτά μπήκαν μέσα στη μητέρα από το πέος του πατέρα, αυτό το πέος είναι για αυτήν ταυτόχρονα σύμβολο της δημιουργίας και της δύναμης. Αυτός ο κυρίαρχος θαυμασμός του μικρού κοριτσιού για τον πατέρα της και για τα γεννητικά του όργανα, που δημιουργούν και γεννούν ζωή, συμβαδίζει με την έντονη επιθυμία της να κάνει δικά της παιδιά και να έχει μωρά μέσα της.
[…] Η κλίση της μητέρας να αγαπά και να δημιουργεί βρίσκει ένα πεδίο δράσης. Ορισμένες μητέρες, όπως ξέρουμε, εκμεταλλεύονται αυτή τη σχέση, για να ικανοποιήσουν δικές τους επιθυμίες, δηλαδή την επιθυμία τους να έχουν κάποιον, που εξαρτάται από αυτές. Οι γυναίκες αυτές θέλουν τα παιδιά τους να πιάνονται από αυτές, μισούν να τα βλέπουν να μεγαλώνουν και να αποκτούν τη δική τους προσωπικότητα. Για άλλες, η αδυναμία του παιδιού τις κάνει να εκφράζουν όλες τις επιθυμίες επανόρθωσης, που οφείλονται σε διάφορες αιτίες, επιθυμίες που μπορούν τώρα να εκδηλωθούν σε ένα τόσο επιθυμητό μωρό, που εκπληρώνει τους πιο παλιούς πρωταρχικούς τους πόθους. Ένα συναίσθημα ευγνωμοσύνης προς το παιδί, που δίνει στη μητέρα τη χαρά να μπορεί να το αγαπά, δυναμώνει αυτά τα συναισθήματα και μπορεί να οδηγήσει σε μια στάση, όπου η κύρια φροντίδα της μητέρας είναι το καλό του μωρού και όπου η ικανοποίηση, που νιώθει, θα συνδέεται με την ευτυχία του μωρού.
[…] Ένα στοιχείο της μητρικής στάσης φαίνεται να είναι η ικανότητα της μητέρας να μπαίνει στη θέση του παιδιού και να βλέπει τα πράγματα από τη δική του άποψη. Όπως το είδαμε, η ικανότητά της να ενεργεί έτσι, με αγάπη και συμπάθεια, συνδέεται στενά με την ενοχή και με την ανάγκη επανόρθωσης. Αν όμως η ενοχή είναι πολύ έντονη, η ταύτιση αυτή μπορεί να την οδηγήσει να θυσιάζεται ολοκληρωτικά για το παιδί, πράγμα πολύ μειονεκτικό για το παιδί» (σελ. 115-117).
Αν η μητέρα ήταν πολύ δοτική με το παιδί και το πλημμύριζε με αγάπη, χωρίς να περιμένει τίποτα, τότε το παιδί μπορεί να έγινε εγωιστικό. Η μεγάλη ανοχή και επιείκεια της μητέρας ενισχύουν την ασφάλεια του παιδιού, χωρίς όμως να έχει αρκετό χώρο να επανορθώνει, ώστε να μάθει να σέβεται και να υπολογίζει πραγματικά τους άλλους ανθρώπους. Σημαντικές είναι οι συνέπειες και των γονέων που έχουν σκληρή συμπεριφορά και δεν δείχνουν αγάπη στα παιδιά τους.
«Αν όμως η μητέρα δεν ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με το παιδί κι αν δεν ταυτίζεται υπερβολικά μαζί του, είναι ικανή να χρησιμοποιήσει τη σοφία της, για να καθοδηγεί το παιδί με τον πιο χρήσιμο τρόπο. και τότε η μητέρα θα αντλεί μια πλατιά ικανοποίηση από τη δυνατότητα να διευκολύνει την ανάπτυξή του, ικανοποίηση που θα δυναμώνει με τη φαντασίωσή της ότι κάνει για το παιδί της αυτό που και η δική της μητέρα έκανε για αυτήν ή αυτό που επιθυμούσε να είχε κάνει. Με τη δράση της αυτή, ξαναδίνει στη μητέρα της αυτό που εκείνη της είχε δώσει και μετατρέπει σε καλό το κακό, που στη φαντασία της είχε κάνει στα παιδιά της μητέρας της. Κι αυτό λιγοστεύει πιο πολύ την ενοχή της.
Η ικανότητα μιας μητέρας να αγαπά και να κατανοεί τα παιδιά της θα δοκιμαστεί ιδιαίτερα όταν τα παιδιά θα περνούν το στάδιο της εφηβείας. Στο στάδιο αυτό τα παιδιά έχουν κανονικά την τάση να απομακρύνονται από τους γονείς και να απελευθερώνονται από την προσκόλλησή τους σε αυτούς. Οι προσπάθειες, που κάνουν τα παιδιά, για να βρουν τον δρόμο τους προς νέα αντικείμενα αγάπης, αποτελούν την αιτία διαφόρων καταστάσεων, που μπορεί να είναι πολύ οδυνηρές για τους γονείς. Αν η στάση της μητέρας είναι πολύ μητρική, η αγάπη της θα μείνει ανέπαφη, θα μπορέσει να δείξει υπομονή και κατανόηση και θα είναι σε θέση, αν χρειαστεί, να βοηθήσει τα παιδιά της και να τους δώσει συμβουλές, επιτρέποντάς τους ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους μόνα τους. Και μπορεί μάλιστα να είναι ικανή να ενεργεί έτσι, χωρίς να ζητάει πολλά για τον εαυτό της. Ωστόσο, αυτό είναι κατορθωτό μόνο όταν η ικανότητά της να αγαπά είναι αναπτυγμένη έτσι, που να μπορεί να ταυτίζεται πολύ δυνατά και με το παιδί της αλλά και με μια σοφή μητέρα, της οποία την εικόνα κρατά μέσα στο νου της.
Η φύση των σχέσεων μιας μητέρας με τα παιδιά της θα μεταβληθεί και πάλι, όταν τα παιδιά της θα έχουν μεγαλώσει, όταν θα έχουν φτιάξει τη δική τους ζωή και θα έχουν απελευθερωθεί από τους παλιούς δεσμούς τους, η αγάπη της θα εκδηλώνεται τότε με διαφορετικό τρόπο. Ίσως, η μητέρα ανακαλύψει τότε ότι δεν παίζει πια σημαντικό ρόλο στη ζωή τους, αλλά θα νιώθει ευτυχία να τους δείχνει την αγάπη της, κάθε φορά που τη χρειάζονται. Ασυνείδητα, θα έχει το συναίσθημα ότι τους προσφέρει ασφάλεια και ότι παραμένει πάντα η μητέρα των παλιών ημερών, τότε που το στήθος της τους έδινε κάθε ικανοποίηση και ανταποκρίνονταν στις ανάγκες τους και στις επιθυμίες τους. Στην κατάσταση αυτή η μητέρα ταυτίζεται απόλυτα με τη δική της στοργική μητέρα, που η προστατευτική της επίδραση δεν έπαψε ποτέ να εκδηλώνεται μέσα στο νου της. Ταυτόχρονα ταυτίζεται με τα δικά της παιδιά. Στη φαντασία της νιώθει σαν να είναι ακόμα παιδί και να μοιράζεται με τα παιδιά της μια μητέρα καλή και έτοιμη να βοηθήσει. Το ασυνείδητο των παιδιών αντιστοιχεί πολύ συχνά με το ασυνείδητο της μητέρας, είτε χρησιμοποιούν είτε όχι αυτή την προσφορά αγάπης, που προορίζεται για αυτά, τα παιδιά αντλούν συχνά μια πολύ μεγάλη ανακούφιση και ασφάλεια και μόνο από το γεγονός ότι ξέρουν πώς η αγάπη αυτή υπάρχει» (σελ. 117-119).
Melani Klein & Joan Riviere. (2008). Η αγάπη και το μίσος. Η ανάγκη της επανόρθωσης. Εκδόσεις Κονιδάρη.
Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου