Στο εσώφυλλο του βιβλίου αναφέρονται τα εξής: «Ο Επίκτητος από την Ιεράπολη της Φρυγίας, έζησε το διάστημα 50-120 μ.Χ. περ. Παιδί δούλων, ήταν και ο ίδιος δούλος στη Ρώμη επί Νέρωνος, ενώ αργότερα, σε μεγάλη ηλικία, έγινε απελεύθερος. Ασπάστηκε την Στωική Φιλοσοφία, την οποία δίδαξε καταρχάς στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια, μετά την απέλαση των φιλοσόφων από τον Δομιτιανό (90 μ.Χ.), στην Νικόπολη της Ηπείρου, όπου έζησε πάμπτωχος και ασκητικός.
Ο ίδιος δεν έγραψε˙ η γραπτή αποτύπωση των ιδεών του οφείλεται στον μαθητή του Φλάβιο Αρριανό, ο οποίος συγκέντρωσε βάσει των σημειώσεών του από τις παραδόσεις, τα κύρια σημεία της διδασκαλίας του Επικτήτου σε δύο συγκράματα υπό τους τίτλους Επικτήτου Διατριβαί και Εγχειρίδιον.
Ο Επίκτητος καταλέγεται, μαζί με τον Σενέκα και τον Μάρκο Αυρήλιο , στους κορυφαίους της ονομαζόμενης Νέας Στοάς, τρίτης περιόδου της Στωικής Φιλοσοφίας.»
Πρόκειται για ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που μας εισάγει σε μία πρακτική φιλοσοφία , δηλαδή μια φιλοσοφία η οποία μπορεί να μας βοηθήσει να βελτιώσουμε τη ζωή μας και χωρίς να δυσκολευτούμε να κατανοήσουμε όλα αυτά τα νοήματα με τα οποία ασχολείται ο Επίκτητος. Η φιλοσοφία του Επικτήτου καλύπτει το σύνολο σχεδόν των αντικειμένων που απασχόλησαν τους Στωικούς και επικεντρώνεται σε ζητήματα ηθικής, συμπεριλαμβάνοντας ταυτόχρονα το θείο και την σχέση ανάμεσα σε αυτό και τον άνθρωπο.
Ο Επίκτητος ενδιαφέρεται επίσης, για το πώς θα έχει ο άνθρωπος έναν ενάρετο βίο, ο οποίος είναι και το ιδεώδες, αν και ίσως να μην είναι πραγματοποιήσιμος, όταν ο άνθρωπος στηρίζεται μόνο στις δικές του δυνάμεις. Επιπροσθέτως, κεντρικό ερώτημα της φιλοσοφίας του Επίκτητου είναι η Ευδαιμονία και το πώς κανείς μπορεί να την κατακτήσει. Άλλο παραπλήσιο ερώτημα σχετίζεται με το πώς ο άνθρωπος θα μπορέσει να επιζητήσει τα καλά, τα οποία αφορούν το θείο μέρος της ψυχής και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί κανείς να αποκτήσει αυτά τα καλά είναι μέσω της «αταραξίας», δηλαδή από την απομάκρυνση, από τον φόβο των κακών (σ.16).
Σύμφωνα με τον Επίκτητο θα πρέπει να υπομένουμε καρτερικά τις δυσκολίες της ζωής, «να ελαχιστοποιούμε τις ανάγκες μας και να μένουμε μακριά από τα πάθη που γεννάει η ύλη. Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι δεν πρέπει η αταραξία μας να θίγεται ούτε και με τα δεινά που πλήττουν τους άλλους. Ο Επίκτητος αποδέχεται τη σκέψη αυτή χωρίς όμως να αρνείται τα φιλάλληλα συναισθήματα που μπορούν να δημιουργηθούν από τα δεινά των άλλων και τη γνήσια παραμυθητική προσέγγιση των πασχόντων, όσο τουλάχιστον, εξαρτάται από τις δυνάμεις του καθενός.» (σ. 17).
Στο σημείο αυτό, μας έρχεται στο νου η έννοια της «ενσυναίσθησης» που χρησιμοποιεί η επιστήμη της ψυχολογίας, δηλαδή η ικανότητα να μπεις στη θέση του άλλου και να καταλάβεις πώς μπορεί να αισθάνεται, ούτως ώστε μετά να περάσεις στο επόμενο στάδιο, να ενδιαφερθείς πραγματικά και να θελήσεις να δράσεις υπέρ του άλλου, να ξεπεράσεις τον εαυτό σου, τις δικές σου ανάγκες και να νοιαστείς για τις ανάγκες του άλλου, είτε αυτές είναι συναισθηματικές, είτε είναι υλικές ανάγκες.
Όπως αναφέραμε και παραπάνω, ο Επίκτητος έζησε σε συνθήκες πλήρους φτώχειας και ανέχειας κι αυτό ίσως να τον βοήθησε να μπορέσει να επιτύχει την Ευδαιμονία, να μην ενδιαφέρεται για πράγματα ή καταστάσεις που δεν ανήκουν στον έλεγχό του. Προκειμένου να δώσουμε μια καλύτερη εικόνα γι’ αυτό το αξιόλογο βιβλίο θα παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα από το περιεχόμενό του. Το εν λόγω έργο μπορεί να διαβαστεί και σαν ένα βιβλίο αυτό-βοήθειας με την έννοια ότι ο αναγνώστης μπορεί να υιοθετήσει κάποιες από τις απόψεις που παρατίθενται για να βελτιώσει τις σκέψεις του και ως εκ τούτου τον τρόπο που διαχειρίζεται και που αντιμετωπίζει τους πόνους και τις θλίψεις στη ζωή του.
«Δεν πρέπει να αγανακτούμε με τον άνθρωπο που πάσχει κατά το σπουδαιότερο στοιχείο του: την ελεύθερη ηθική βούλησή του. Αυτός αξίζει περισσότερο τη λύπηση των άλλων, παρά την οργή τους. Προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να μας βοηθήσει η συνειδητοποίηση του ποια πράγματα κατέχουμε στ’ αλήθεια και ποια όχι˙διατρέχουμε τον κίνδυνο της (λιγότερο ή περισσότερο σοβαρής ζημίας) μόνο σε σχέση με ότι πραγματικά κατέχουμε˙αν λοιπόν περιορίσουμε τη σφαίρα αυτών των πραγμάτων μόνο σε όσα υπόκεινται πραγματικά στην εξουσία μας, το κακό στερείται τη δυνατότητα να μας καταβάλλει.» (σ.35)
Άρα βλέπουμε εδώ πως ο Επίκτητος θεωρεί ότι δεν πρέπει να ασχολούμαστε με πράγματα τα οποία δεν υπόκεινται στην εξουσία μας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, αν το λάβει κανείς υπόψη, καθώς εμείς ως ανθρώπινο είδος επιθυμούμε να εξουσιάζουμε τα πάντα. Όχι μόνο αυτά που μας αφορούν άμεσα, αλλά και όσα μας αφορούν έμμεσα. Ο άνθρωπος διακατέχεται από μια ακατανίκητη δύναμη ή ροπή στο να εξουσιάσει και τη φύση, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πείσει τον εαυτό του ότι η δύναμή του ξεπερνά και αυτή τη δύναμη της ίδιας της φύσης. Κι έτσι, προσπαθώντας να εξουσιάσει και να καθυποτάξει τη φύση, αποξενώνεται από αυτή και τελικά από τον ίδιο του τον εαυτό.
«Αρχή της φιλοσοφικής αναζήτησης είναι η επίγνωση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται το ηγεμονικόν μέρος της ψυχής μας, δηλαδή η πραγματική γνώση για την ουσία του εαυτού μας. Η γνώση του πεπερασμένου των δυνάμεών μας οδηγεί στη σύμμετρη προς αυτές σύλληψη δραστηριοτήτων.» (σ.35). Αυτή η αναφορά του Επίκουρου, μας θυμίζει την αξία του «γνώθι σαυτόν», υπογραμμίζει δηλαδή τη σημασία του να γνωρίζουμε σε βάθος τον εαυτό μας, την ουσία του εαυτού μας.
Απ’ ότι φαίνεται ο Επίκτητος δεν βρίσκει κανένα νόημα στο να παραπονιέται κανείς και να μην κάνει κάτι γι’ αυτό, δηλαδή να μένει απλά στο να παραπονιέται. «Συμβαίνουν όμως, δυσάρεστα και οδυνηρά πράγματα στη ζωή. Μήπως στην Ολυμπία δεν συμβαίνουν; Δεν ζεσταίνεστε; Δεν είστε στενάχωρα; Δεν πλένεστε πρόχειρα; Δεν μουσκεύεστε όταν βρέχει; Δεν νιώθετε τη φασαρία, τον θόρυβο και τις άλλες ενοχλήσεις; Όλα τούτα, νομίζω, τα δέχεστε και τα υπομένετε, αντισταθμίζοντάς τα με την σπουδαιότητα του θεάματος. Δεν σας δόθηκαν οι δυνάμεις να ανέχεστε όλα όσα συμβαίνουν; Δεν σας δόθηκε μεγαλοψυχία; Δεν σας δόθηκε ανδρεία; Δεν σας δόθηκε καρτερικότητα; Τι με νοιάζει εμένα αν είμαι μεγαλόψυχος, για το τι μπορεί να συμβεί; Τι θα με αναστατώσει, τι θα με ταράξει ή τι θα με πονέσει; Δεν θα χρησιμοποιήσω την ικανότητα για τον σκοπό για τον οποίο μου δόθηκε, αλλά θα πενθώ και θα κλαίω για ό,τι συνέβη; (σ.σ.81-83). Θέλει να μας πει ότι μας έχουν δοθεί όπλα με τα οποία μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις καταστάσεις και ότι το να παραπονούμαστε είναι απλά ανώφελο.
Παρακάτω λέει για τον Ηρακλή: «σε τι θα ωφελούσε τα δυνατά χέρια του, η ανδρεία του, η αντοχή του και η γενναιότητά του; Αν δεν υπήρχαν τέτοια περιστατικά και συγκυρίες να τον συνταράξουν και να τον ασκήσουν;» (σ. 83). Και απευθυνόμενος στον εαυτό του λέει: «Δία, ρίξε με σε όποιες καταστάσεις θέλεις. Είμαι εξοπλισμένος με όσα μου έδωσες και με όσα μου χρειάζονται για να διακριθώ χάρις σε αυτά που θα συμβούν. Όχι˙ αντί γι’ αυτό, κάθεστε φοβισμένοι μήπως συμβούν κάποια πράγματα, και θρηνείτε για κάποια άλλα που συμβαίνουν και μετά κατηγορείτε τους θεούς. Τέτοια ποταπή συμπεριφορά, άλλωστε τι άλλο από ασέβεια μπορεί να προκαλέσει; Παρά ταύτα ο θεός δεν μας έδωσε μόνο τις δυνάμεις εκείνες με τις οποίες μπορούμε να αντέξουμε οτιδήποτε συμβαίνει, χωρίς εκείνος να μας ταπεινώνει και να μας συνθλίβει, αλλά μας έδωσε ό,τι μπορούσε να δώσει αγαθός βασιλιάς ή, στ’ αλήθεια πατέρας και μάλιστα ανεμπόδιστα, ελεύθερα στην απόλυτη διάθεσή μας, χωρίς να κρατήσει για τον εαυτό του καμιά δύναμη ικανή να τα σταματήσει ή να τα εμποδίσει.» (σ.83-85). Συνεπώς, εδώ βλέπουμε την επέμβαση του θείου και την πίστη του Επίκουρου ότι υπάρχει κάποια ανώτερη δύναμη η οποία μας έχει προικίσει με τις απαραίτητες εκείνες δυνάμεις και ικανότητες τις οποίες μπορούμε να χρησιμοποιούμε ούτως ώστε να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες που μας παρουσιάζονται.
Αυτά, λοιπόν, και άλλα πολλά εξαιρετικά σημαντικά κι ενδιαφέροντα θα βρείτε σε αυτό το βιβλίο, που μπορούν να αποτελέσουν οπωσδήποτε τροφή για σκέψη και προβληματισμό, αλλά κι έναν οδηγό για το πώς αξίζει να συμπεριφέρεται κανείς και πώς να σκέφτεται έτσι ώστε να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις και τα προβλήματα που του παρουσιάζονται στη ζωή.
Εν κατακλείδι, «η άποψη του Επίκτητου είναι ότι δεν πρέπει να θίγεται η αταραξία μας από τις συμφορές που μας πλήττουν. Συνέπεια τούτου είναι, κατά μείζονα, ότι δεν πρέπει να λυπόμαστε ούτε για τα δεινά που πλήττουν τους άλλους. Ο φιλόσοφος όμως δεν συνιστά πλήρη απομάκρυνση από τη δυστυχία του άλλου ανθρώπου, αλλά συχνά προέτρεπε στην εκδήλωση αληθινής και όχι υποκριτικής παρηγορίας και στην προσφορά βοήθειας προς τους ανθρώπους, ως εκπλήρωση καθήκοντος.» (σ.259). Επίσης, «ο Επίκτητος αντιλαμβανόταν τη φιλοσοφία ως ενέργεια που οδηγεί στην ευδαίμονα ζωή, και την διαλεκτική ως όργανο για την ανακάλυψη της αλήθειας {..} σε σχέση με την επιδίωξη της αταραξίας η αρετή είναι το μέσο και όχι ο σκοπός. Η σπουδαιότερη αρετή είναι η φρόνησις, η οποία έχει έργο να διακρίνει ποιες είναι οι προτιμητέες ηδονές και ποια τα φευκτέα δεινά.» (σ.σ.261,262).
Πηγή:
Επίκτητος, Άπαντα,1994, Τόμος 1, Διατριβαί Α΄, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία “Οι Έλληνες”, Εκδότης: Οδ. Χατζόπουλος, Αθήνα
Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου