γιατί δεν μπορούμε να αντέξουμε την αλήθεια
Αν ο εχθρός του καλού είναι ο καλύτερος, τότε ο εχθρός του καλύτερου ποιος είναι; Αν πρόκειται για άνθρωπο, τότε ο εχθρός του καλύτερου δε θα είναι ένας, αλλά όλοι οι άλλοι, όλοι εκείνοι που δεν έχουν τις ικανότητες να τον φτάσουν ή να τον ξεπεράσουν. Ο καλύτερος θα ξυπνήσει όλα εκείνα τα κόμπλεξ κατωτερότητας στους υπόλοιπους, οι οποίοι θα θελήσουν να του βάλουν εμπόδια για να αποδείξουν ότι δεν αξίζει, και θα επιχειρήσουν να τον παραγκωνίσουν, να τον απομονώσουν, να τον μετατρέψουν σε αποδιοπομπαίο τράγο. Αντί να ενδιαφερθούν για το τι κάνει ή πώς το κάνει και πετυχαίνει υψηλές επιδόσεις, θα τον διαβάλουν, λασπολογώντας εναντίον του και τρέφοντας αυταπάτες ότι δήθεν είναι ευνοημένος κι ανάξιος. Για να αξιολογήσουμε όμως το ποιος είναι καλός και ποιος καλύτερος βασική προϋπόθεση είναι η κριτική.
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η κριτική ως συμπεριφορά, στάση, αλλά και πράξη, αποτελεί ένα κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων και εκδηλώνεται άλλοτε υποσυνείδητα και άλλοτε συνειδητά στην καθημερινή μας ζωή. Η κριτική δεν γίνεται πάντοτε καλοπροαίρετα ή για να θίξει τα κακώς κείμενα και να βοηθήσει κάποιον, ώστε να βελτιώσει τα ελαττώματά του. Κάποιες φορές πίσω από την κριτική που ασκούμε ή που μας ασκούν , κρύβονται σκοπιμότητες, συμφέροντα ή και λασπολογία – παραπληροφόρηση, όπως αναφέραμε παραπάνω.
Πέραν αυτών, κάποιες φορές, ίσως και τις περισσότερες, αναδύονται κάποια αρχαϊκά και αρχέγονα συναισθήματα όπως αυτά της ζήλειας και του φθόνου. Συνήθως, για να κρίνω τον άλλο θα πρέπει πρώτα να συγκριθώ μαζί του, να «μετρήσω» κατά κάποιον τρόπο αυτά που έχω κι αυτά που έχει σε όλα τα επίπεδα. Να αξιολογήσω, δηλαδή, τα σωματικά, τα υλικά, αλλά ακόμη και τα πνευματικά ή ψυχικά προσόντα/χαρακτηριστικά, όπως λόγου χάρη σπουδές, ικανότητες, προσωπικότητα κοκ, κι αν βρω ότι υστερεί σε σχέση με εμένα, τότε η κριτική μου ίσως να είναι ήπια, διότι νιώθω ότι δεν «απειλούμαι».
Από την άλλη, αν αυτός με τον οποίο συγκρίνομαι είναι σε κάποιον τομέα καλύτερος από εμένα, τότε το μικρόβιο της ζήλειας δεν αφήνει περιθώρια για μια αντικειμενική κριτική. Ο εγωισμός μπαίνει στη μέση και δεν επιτρέπει να παραδεχθούμε ότι κάποιο άλλο άτομο μπορεί να είναι καλύτερο, δηλαδή ικανότερο σε κάτι σε σχέση με εμάς.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι κανείς δεν είναι ίδιος με κανέναν κι ότι κάποιος άνθρωπος υστερεί σε κάποιον τομέα, ενώ σε κάποιον άλλο τομέα υπερτερεί κοκ. Επίσης, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι το σφάλμα μας είναι ότι αξιολογούμε με υποκειμενικά κριτήρια τα οποία τις περισσότερες φορές είναι εσφαλμένα.
Το ζητούμενο που ίσως πρέπει να μας απασχολήσει είναι το «γιατί» εμείς μπαίνουμε στη διαδικασία του να συγκριθούμε με άλλους ανθρώπους και μάλιστα να τους κρίνουμε βασιζόμενοι στο πώς μας φαίνεται κάποιος και όχι στο πώς πραγματικά είναι. Στη διαδικασία κατασκευής – σχηματισμού της γνώμης που έχουμε για κάποιον, πολλές φορές λαμβάνουμε υπόψη και λόγια τα οποία έχουμε ακούσει. Γιατί όμως, πιστεύουμε τόσο εύκολα λόγια, τα οποία δεν μπορούμε να ελέγξουμε ως προς το κατά πόσο είναι αλήθεια ή ψέματα;
Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση, όπως εξάλλου στις περισσότερες, δεν πρέπει και δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Απλά, ας έχουμε κατά νου ότι ίσως μας έλκουν οι λασπολογίες και τα κουτσομπολιά, καθώς η σύγκριση ασκεί τέτοια δύναμη πάνω μας που δεν μπορούμε να την αποφύγουμε. Θέλουμε να ακούσουμε για κατεστραμμένες σχέσεις, όπου ο ένας απατά τον άλλον, ή για διαλυμένες οικογένειες όπου τα αδέλφια δεν μιλούν μεταξύ τους, για επιχειρηματίες που χρεοκόπησαν, για υποψήφιους που δεν πέτυχαν στη σχολή που ήθελαν κοκ. Κι αυτό για να καλύψουμε τις δικές μας ανεπάρκειες, ψάχνοντας για τις αποτυχίες ή τις ανεπάρκειες των άλλων, καθώς τα δικά μας λάθη, οι παραλήψεις ή οι αποτυχίες μας, μας πληγώνουν σε τέτοιον βαθμό που δε θέλουμε ούτε καν να τις δούμε. Είναι πληγές που η ασχήμια τους μας δημιουργεί αποστροφή και κάνοντας ότι δεν τις βλέπουμε, νομίζουμε ότι δεν υπάρχουν. Όμως, με το να αρνούμαστε να τις αποδεχθούμε, δε θα τις φροντίσουμε όπως πρέπει κι αργά ή γρήγορα η «μόλυνση» θα επεκταθεί. Ενώ, θα παίρνουμε μια μικρή ικανοποίηση από τις αποτυχίες των άλλων, δε θα μπορέσουμε να βιώσουμε ποτέ αληθινή χαρά κι ευτυχία γιατί η «δυσωδία» από τις δικές μας πληγές που δε θελήσαμε ποτέ να φροντίσουμε πάντα θα μας «πνίγει». Αν σταματήσουμε να ζούμε στις δικές μας μικρές ή μεγάλες αυταπάτες, τότε μόνο θα κατορθώσουμε να επουλώσουμε τις δικές μας πληγές. Ας πάρουμε, λοιπόν, το βλέμμα από τους άλλους κι ας το στρέψουμε στον εαυτό μας.
Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου