«Ο Φρόυντ αναφέρει επανειλημμένα
τη σημασία του φθόνου στις κοινωνικές σχέσεις, τόσο στον μικροκοινωνικό
(διαπροσωπικό) όσο και στον μακροκοινωνικό (δημόσιο) χώρο. Ως πρωτογενής μορφή
απόρριψης και αντιπάθειας του διαφορετικού άλλου, ο φθόνος παίζει αρχικά έναν
θεμελιακό ρόλο στην ανάδυση κοινωνικών στάσεων και θεσμών, ως μια αντίδραση της
κοινότητας ενάντια στη ‘διαλυτική’ τάση του ατόμου. Στο Τοτέμ και ταμπού, ο
Φρόυντ αναφέρει ότι, όπως στις ανεπτυγμένες κοινωνίες σε σχέση με τους νόμους,
έτσι και στις πρωτόγονες κοινότητες το άτομο που παραβαίνει τα συλλογικά ταμπού
προκαλεί τον φθόνο των άλλων. Ο ‘τολμηρός’ παραβάτης/ εγκληματίας πρέπει να
τιμωρηθεί, εφόσον οι άλλοι θα ήθελαν δυνητικά να κάνουν το ίδιο, αλλά δεν το
έπραξαν. Οι ζώντες φοβούνται επίσης τον φθόνο των νεκρών και για αυτό τηρούν
όλα τα τελετουργικά απέναντί τους. Ο πρωτοπατέρας, απέναντι στον οποίο οι γιοι
έτρεφαν αμφίρροπα συναισθήματα, ήταν αντικείμενο φθόνου εκ μέρους τους, αλλά ο
φθόνος χαρακτήριζε και τις αμοιβαίες σχέσεις τους μετά τον φόνο του
πρωτοπατέρα» (Δεμερτζής & Λίποβατς, 2006: 151-152).
«Ο Φρόυντ τονίζει στην Ψυχολογία
των μαζών πως το πρωτότοκο παιδί φθονεί ή ζηλεύει το δευτερότοκο και τα επόμενα
αδέλφια, έτσι ώστε οι γονείς στον βαθμό που (ορθώς) αγαπούν όλα τα παιδιά τους
εξίσου, το αναγκάζουν να ταυτισθεί με τα άλλα. Αυτή είναι η πηγή του συλλογικού
αισθήματος του ανήκειν σε μια ομάδα, το οποίο ο Φρόυντ ονομάζει προϊόν
αντίδρασης ενάντια στη ζήλια και τον φθόνο. Ως εκ τούτου, το πρώτο αίτημα της
αντίδρασης αυτής είναι η δικαιοσύνη, ενώ το αίτημα της ισότητας οδηγεί στην
ανάπτυξη της κοινωνικής συνείδησης» (Δεμερτζής & Λίποβατς, 2006: 152-153).
«Ο Φρόυντ υπογραμμίζει επίσης τη
θεμελιακή τάση μιας πρωταρχικής επιθετικότητας (του φθόνου) των ατόμων ανάμεσά
τους, η οποία αναγκάζει τον εκάστοτε πολιτισμό, μέσω του σχηματισμού
αντιδράσεων, να την αντιμετωπίσει. Το πρόβλημα που προκύπτει εδώ είναι ότι
αυτές οι αντιδράσεις αποτυγχάνουν πλήρως. Έτσι, η απαίτηση για ‘ισότητα’ κρύβει
πάντα τον απωθημένο φθόνο των ατόμων της ομάδας, από όπου η τελευταία προήλθε,
και ο οποίος με την πρώτη ευκαιρία εμφανίζεται πάλι στο προσκήνιο, ενάντια σε
κάθε άτομο που ‘ξεχωρίζει’ (αδιάφορα πώς) από τη μάζα» (Δεμερτζής &
Λίποβατς, 2006: 154).
«Η άμιλλα, ο ‘αγώνας’ και ο
θεμιτός ανταγωνισμός αποτελούν το αναγκαίο, διορθωτικό στοιχείο ενάντια στην
παραλυτική επίδραση κάθε ισοπεδωτικής ισότητας. Από την άλλη, όμως, και ο
ανταγωνισμός ενέχει στοιχεία αμφιρροπίας, εφόσον και εδώ εισχωρεί πάλι ο
φθόνος, ως αθέμιτος, αδίστακτος ανταγωνισμός και ως ‘ναρκισσισμός των μικρών
διαφορών’. Έτσι από τώρα διαφαίνεται ότι μια ‘ποιοτικά ανώτερη’ ισότητα
προϋποθέτει όχι απλά την απώθηση του φθόνου, αλλά την υπέρβασή του μέσα από
μετουσιωτική διεργασία, η οποία συγχρόνως ενέχει και την αναγνώριση της
‘ανισότητας μέσα στην ισότητα’, ως υπέρβαση του φθόνου και του ναρκισσισμού των
ανταγωνιζόμενων ατόμων και ομάδων» (Δεμερτζής & Λίποβατς, 2006: 154-155).
«Ο Φρόυντ τονίζει ότι η προΰπαρξη
ισχυρών ‘κακών’ τάσεων στην παιδική ηλικία (βίαιων, επιθετικών, φθονερών
τάσεων) αποτελεί συχνά την προϋπόθεση για μια έντονη στροφή του ενηλικιωμένου
ατόμου προς το ‘καλό’, εφόσον οι κακές τάσεις δεν αποτελέσουν απλά το
αντικείμενο μιας απώθησης, αλλά μιας αντίδρασης, μέσω της μερικής μεταστροφής
στο αντίθετό τους» (Δεμερτζής & Λίποβατς, 2006: 155).
«Μια ορισμένη συνεχιζόμενη ορμική
καταπίεση μπορεί να οδηγήσει στον σχηματισμό περίεργων αντιδράσεων και
αντισταθμίσεων, οι οποίες από τη μια συνοδεύουν στο επίπεδο της σεξουαλικότητας
νευρωτικά συμπτώματα, ενώ από την άλλη εκφράζονται ως παραμορφώσεις του
χαρακτήρα. Οι τελευταίες, ωσαύτως δε και τα συμπτώματα, ενέχουν πάντα την
ετοιμότητα των ανεσταλμένων ορμών να βρουν την ικανοποίησή τους με την πρώτη
ευκαιρία που θα τους δοθεί. Ο Φρόυντ αναρωτιέται εδώ ρεαλιστικά κατά πόσον για
τη διατήρηση του πολιτισμού χρειάζεται απαραίτητα ένα ποσοστό πολιτισμικής
υποκρισίας, καθόσον, διαφορετικά, ο πραγματικός (ολικός) εκπολιτισμός των
ατόμων δεν επαρκεί για τη διατήρηση του πολιτισμού» (Δεμερτζής & Λίποβατς,
2006: 156).
«Η ανάλυση του συμπτώματος στο
οποίο οδηγεί ο φθόνος συνεπάγεται περαιτέρω τον σχηματισμό αντιδράσεων στη
διαμόρφωση του χαρακτήρα των νευρωτικών υποκειμένων. Ο λεγόμενος ‘χαρακτήρας’
είναι ψυχαναλυτικά μια μορφή ‘επιτυχημένης’ νεύρωσης, μια ‘κατεστημένη αντίδραση’
του υποκειμένου. Ο ψυχαναγκαστικός χαρακτήρας ενέχει πάντα το στοιχείο της
υπερβολικής ευσυνειδησίας. Πρόκειται για ένα ‘αντιδραστικό σύμπτωμα’ ενάντια σε
ασυνείδητους πειρασμούς. Η ένοχη συνείδηση που συνοδεύει το σύμπτωμα
συνεπάγεται το άγχος της ηθικής συνείδησης απέναντι σε κάποια μελλοντική
ασυνείδητη απειλή κινδύνου. Στον χώρο της θρησκείας, της πολιτικής και της
καθημερινότητας διαμορφώνονται κανόνες, σύμβολα και τελετουργικά, που έχουν τον
χαρακτήρα αντιδράσεων. Αλλά οι τελευταίες έχουν έναν παραμορφωμένο χαρακτήρα,
πρέπει να αποκρυπτογραφηθούν για να αποκαλυφθεί το στοιχείο ενάντια στο οποίο
είναι αντιδράσεις» (Δεμερτζής & Λίποβατς, 2006: 158-159).
Δεμερτζής Ν. & Λίποβατς, Θ.
(2006). Φθόνος και μνησικακία. Αθήνα: Πόλις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου