Οι άνθρωποι εκτιμούν τον εαυτό τους
πιο θετικά από ότι εκτιμούν τους άλλους. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που
ονομάζεται «καλύτερος από το μέσο όρο», που σημαίνει πως τον εαυτό μας τον τοποθετούμε
πάνω από το μέσο όρο όσον αφορά τον εκάστοτε τομέα αξιολόγησης. Θα μπορούσαμε
αυτό να το χαρακτηρίσουμε σαν μια πλάνη υπεροχής και ανωτερότητας, την οποία όμως
έχουμε ανάγκη για να εξασφαλίσουμε μια θετική αυτοεικόνα και μια θετική
ταυτότητα. Προσδιορίζοντας την ταυτότητά μας μέσα από την κοινωνική σύγκριση με
τους άλλους, εστιάζουμε σε εκείνες τις πτυχές που μας κάνουν να νιώθουμε ότι
είμαστε καλύτεροι και ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε καλύτερα από τους άλλους. Πιστεύουμε
λοιπόν ότι είμαστε καλύτεροι από τους άλλους, μπορούμε να τα καταφέρουμε
καλύτερα και αποδίδουμε στον εαυτό μας ένα σύνολο από θετικά χαρακτηριστικά.
Κρίνουμε δηλαδή και αξιολογούμε τον εαυτό μας με στοιχεία ανωτερότητας σε
σύγκριση με τους άλλους. Το φαινόμενο αυτό θα αναρωτηθεί κανείς πόσο
φυσιολογικό είναι να εμφανίζεται;
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που
εμφανίζεται στο πλαίσιο του φυσιολογικού σε όλους μας… Περισσότερα προβλήματα
εμφανίζονται όταν δεν πιστεύουμε όλα αυτά για τον εαυτό μας και είμαστε σκληροί
επικριτές του εαυτού μας, παρά όταν θεωρούμε ότι είμαστε καλύτεροι από το μέσο
όρο. Ας σκεφτούμε κάποιο άτομο που πάντα θεωρεί ότι υστερεί, ότι μειονεκτεί,
ότι τίποτα δεν μπορεί να καταφέρει, ότι φέρει διάφορα αρνητικά χαρακτηριστικά,
και κάνει διάφορες αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό του… με ποιο τρόπο μπορεί να
προφυλάξει και να προστατεύσει την εικόνα του, όταν το ίδιο την καταστρέφει τελείως;
Είναι ένα χρήσιμο και αναγκαίο
φαινόμενο για την εικόνα μας και την θετική μας ταυτότητα να πιστεύουμε ότι
είμαστε καλύτεροι από το μέσο όρο, να υπερεκτιμούμε τις ικανότητες και τα
θετικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μας, να θεωρούμε ότι μπορούμε να τα
καταφέρουμε… Σίγουρα είναι δύσκολο να εντοπίσουμε τη διαχωριστική γραμμή
ανάμεσα στα οφέλη που έχει αυτό το φαινόμενο, όταν είναι σε λογικά επίπεδα, και
τα μειονεκτήματα που συγκεντρώνει όταν αυτό εμφανίζεται σε υπερβολικό βαθμό. Το
να πιστεύω κάποια θετικά πράγματα για μένα, περισσότερο κι από όσο στην
πραγματικότητα τα έχω, με βοηθάει να είμαι καλά και να κινητοποιούμε ώστε να
κάνω κι άλλα πράγματα… όμως, όταν τα πιστεύω για τον εαυτό μου και τις ικανότητές
μου είναι τελείως εξωπραγματικά, τότε μπορεί να μην καταφέρω τίποτα τελικά,
είτε γιατί δεν θα προσπαθώ καν, είτε γιατί η πραγματικότητα θα με απογοητεύσει…
Επομένως, είναι ένα φαινόμενο που μπορεί να λειτουργήσει και σαν ένα προσωπικό
εμπόδιο ή σαν ένας προσωπικός περιορισμός, σε περιπτώσεις που επαναπαυόμαστε σε
αυτά που πιστεύουμε για εμάς και στηριζόμαστε στον τρόπο που αξιολογούμε τον
εαυτό μας χωρίς να αναζητούμε ενδείξεις ή δεδομένα και από την πραγματικότητα
που βιώνουμε.
Έτσι σκέψεις του τύπου «μπορώ να
τα καταφέρω καλύτερα από εσένα ή μπορώ να το κάνω καλύτερα από εσένα ή είμαι
καλύτερος από εσένα» δεν έχει να κάνει με το ότι θέλουμε να υποτιμήσουμε ή να
υποβιβάσουμε τον άλλο, έχει να κάνει με τη δική μας ανάγκη να νιώσουμε καλά και
να διατηρήσουμε τη θετική εικόνα για τον εαυτό μας. Είναι μια προσωπική ανάγκη
να είμαστε και να νιώθουμε καλά, να μπορούμε να αξιολογήσουμε θετικά τον εαυτό μας
και να πιστεύουμε ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε…
Brown,
J.D. (2012). Understanding the better than average effect: Motives (still)
matter. Personality and Social Psychology
Bulletin, 38 (2), 209-219.
Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος- Κοινωνιολόγος, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου