Ο όρος της παγκοσμιοποίησης
αναφέρεται στην όλο και μεγαλύτερη αμοιβαία εξάρτηση των κοινωνιών του κόσμου, με
βασικό χαρακτηριστικό οι κοινωνικές, πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις να
διαπερνούν τα σύνορα μεταξύ των χωρών διαμορφώνοντας έτσι τις αντίστοιχες
συνθήκες (Giddens, 2002).
Με τον όρο παγκοσμιοποίηση
χαρακτηρίζεται η τάση εναρμόνισης της πολιτισμικής συμπεριφοράς των λαών με
διαφορετικά χαρακτηριστικά, ενώ ταυτόχρονα μειώνονται οι πολιτισμικές
ιδιαιτερότητες του κάθε λαού. Η παγκοσμιοποίηση είναι άμεσα εφαρμόσιμη στις
διεθνείς οικονομικές σχέσεις. (Γκλαβίνης, 2002). Πρόκειται για τη
δημιουργία μιας παγκόσμιας οικονομίας, μιας παγκόσμιας αγοράς όπου θα γίνεται
ελεύθερη διακίνηση προϊόντων, με κύριο χαρακτηριστικό την οικονομική, πολιτική
και πολιτιστική μετατροπή. Οι διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης αποτελούν μία
από τις πιο αξιοσημείωτες κοινωνικές μεταβολές που λαμβάνουν χώρα στις
σημερινές κοινωνίες, ενώ η οικονομική και πολιτιστική αλληλεξάρτηση είναι όλο
και πιο αυξανόμενη (Giddens, 2002).
Οι υποστηρικτές της
παγκοσμιοποίησης προτάσσουν την αναγκαιότητα και χρησιμότητα ενός ελεύθερου
εμπορίου και μιας παγκόσμιας οικονομίας, ενώ καθίσταται πιο εύκολη και η
τεχνολογική εξάπλωση και πρόοδος στον επιστημονικό χώρο. Επιπλέον, θα δοθεί η
δυνατότητα μείωσης των χωροχρονικών εμποδίων που υπήρχαν παλιότερα, θα
βελτιωθεί η τεχνολογία των επικοινωνιών, ενώ θα αυξηθεί η διαθεσιμότητα και
δυνατότητα των ευκαιριών για ταξίδια (Lehman, 2002).
Οι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης
δηλώνουν ότι απλά είναι μια αναπόφευκτη διαδικασία, που οφείλεται στις
οικονομικές ανάγκες και εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εταιριών, ενώ ουσιαστικά
έχει καταστροφικές συνέπειες στη βιομηχανία και την εργασία της χώρας,
δημιουργώντας νέους ανταγωνισμούς. Άμεσες είναι οι αρνητικές της επιδράσεις και
σε πολιτισμικό επίπεδο, όπου θεωρείται ότι μπορεί να επιφέρει αλλοιώσεις στα
πολιτισμικά χαρακτηριστικά του κάθε λαού, καθώς τείνει προς μια τάση εκδήλωσης
παρόμοιων συμπεριφορών και γούστου. Ωστόσο, υποστηρίζεται ότι όταν οι πολίτες
συμπεριφέρονται με βάση τις παραμέτρους της ελεύθερης αγοράς, η οικονομική και
πολιτική καταστροφή μπορεί να αποφευχθεί (Lehman,
2002).
Η παγκοσμιοποίηση ως φαινόμενο
διαμορφώνει και τον εαυτό. Ο παγκοσμιοποιημένος εαυτός συνήθως χαρακτηρίζεται
ως υβριδικός, ρευστός, με μια διασπορική και χωρίς ρίζες ταυτότητα που
ενσωματώνει κάθε στοιχείο καθώς όλα τα θεωρεί χρήσιμα. Η προσωπικότητα
ταυτότητα θεωρείται ότι μπορεί να αλλοιωθεί ή να χαθεί από την επίδραση της
παγκοσμιοποίησης και του κοσμοπολιτισμού (Palmer,
2003).
Στη σημερινή κατάσταση της
παγκοσμιοποίησης, φαίνεται πως υπάρχει μία αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για
τον κοσμοπολιτισμό. Ο κοσμοπολιτισμός για άλλους γίνεται αντιληπτός ως την
εδραίωση αξιών, θεσμών και ενός τρόπου ζωής που προσανατολίζεται λιγότερο προς
τις κοινωνίες που στηρίζονται στο έθνος και για άλλους συνδέεται με την
εξέγερση της ελίτ, την ανικανότητα των υψηλών και μεσαίων τάξεων να αποδεχθούν
μια αίσθηση ευθύνης προς τον αυξανόμενο αριθμό των αποκλειόμενων σε όλο τον
κόσμο (Featherstone, 2002).
Μια οικουμενική εκπαιδευτική
πολιτική από τον Tagore
Ο Tagore
ήταν ένας λαμπρός, εξαιρετικά προικισμένος νέος, γιος ενός διακεκριμένου Ινδού
σοφού από τον οποίο πήρε την απαραίτητη εκπαιδευτική εμπειρία. Σε νεαρή ακόμη
ηλικία εγκατέλειψε την επίσημη μάθηση μέσω των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και
ακολούθησε τις εμπειρίες μέσα από την πνευματική επαφή με τη ζωή και τη φύση. Ο
Tagore άσκησε κριτική στη δυτική εκπαίδευση, την οποία χαρακτήρισε
απρόσωπη, ενώ ανέφερε ότι λαμβάνει χώρα μέσα σε ψυχρούς άσπρους τοίχους της
σχολικής τάξης. Όσον αφορά τους εκπαιδευτικούς αναφέρει ότι δεν είναι σε θέση
να διδάξουν αν οι ίδιοι δεν βρίσκονται συνέχεια σε κατάσταση μάθησης νέων
πραγμάτων, παρομοιάζοντας το δάσκαλο με μία λάμπα, η οποία θα πρέπει να
παραμένει συνεχώς αναμμένη (Chandler,
1992).
Ο Tagore
αν και δεν ήταν επαγγελματίας εκπαιδευτικός, έχει συνεισφέρει σε σημαντικό
βαθμό με τις δηλώσεις του και τις αναφορές του σχετικά με τον τρόπο που θα
πρέπει να αντιμετωπίζεται η εκπαίδευση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η
εκπαίδευση δεν είναι ένα επάγγελμα, αλλά μια τέχνη. Ο ίδιος έφτασε στην
εκπαίδευση μέσα από το μονοπάτι της ποίησης. Βασικός στόχος για τον
εκπαιδευτικό θεωρεί ότι θα πρέπει να είναι η προσπάθειά του να μετατρέπει την
εκπαιδευτική πρακτική σε μια διαδικασία με νόημα η οποία θα οδηγήσει το άτομο
στην επιτυχή ολοκλήρωση του. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να αποσκοπεί στην ιδανική
εκπαίδευση συμπεριφερόμενος ως δημιουργός, ως οραματιστής και όχι ως ειδικός (Aronson, 1962).
Για τον Tagore
(2008. 2009), το κίνητρο του ατόμου να ακολουθήσει τον κοσμοπολιτισμό
προέρχεται από μια τάση της ύπαρξής του, που συνδέεται με τον τρόπο ύπαρξης
στον κόσμο. Ο κοσμοπολιτισμός σχετίζεται με το ιδανικό της ανθρωπότητας, το
οποίο διευκολύνεται από την αισθητική κατηγορία της απόλαυσης. Επίσης, ο
κοσμοπολιτισμός για τον Tagore εν μέρει αποτελεί
συνέπεια της φιλοσοφικής και ιστορικής του πεποίθησης ότι η κοινωνική ζωή δεν
μπορεί να αιχμαλωτιστεί από τις επινοήσεις της ιστορίας.
Η επίκληση στον κοσμοπολιτισμό
αποτυγχάνει, καθώς ο πατριωτισμός είναι πιο ελκυστικός, γεμάτος χρώματα και
ένταση. Ο κοσμοπολιτισμός παρουσιάζει δυσκολίες, καθώς προσπαθεί να δεσμεύσει
τη φαντασία. Ο κοσμοπολίτης αν και φαίνεται ότι χαρακτηρίζεται από έλλειψη
πάθους για όσα συμβαίνουν γύρω του και για τους ανθρώπους, στην ουσία κατέχεται
από μια γνήσια αντίληψης αγάπης του ανθρώπου (Nussbaum,
1999).
Η ίδρυση του οικουμενικού- κοσμοπολιτικού
πανεπιστημίου από τον Tagore δεν είχε την αναμενόμενη
επιρροή στην ινδική κοινωνία, ενώ τα ιδεώδη του κοσμοπολιτισμού δεχόταν
επιθέσεις από τον εθνικισμό. Ωστόσο, η Nussbaum
στις αναφορές που κάνει για το ιδεώδες του Tagore
παρουσιάζεται ιδιαίτερα αισιόδοξη, ως προς τη δυνατότητα υλοποίησης του
κοσμοπολιτισμού σε όλα τα σχολεία και τα πανεπιστήμια του κόσμου αλλά και
διαμόρφωσης μιας αντίστοιχης δημόσιας πολιτικής.
Η εκπαίδευση στα γραπτά κείμενα
του Tagore παρουσιάζεται ως μια δημιουργική δραστηριότητα, η οποία θα
πρέπει να διδάξει στο άτομο την τέχνη της προόδου, αποφεύγοντας κάθε έτοιμη
μέθοδο διδασκαλίας και κάθε εγχειρίδιο. Αναφορικά με τη σχολική ζωή υποστήριξε
ότι πρόκειται για ένα συνδυασμό ποικίλων πεδίων μελετών και εμπειρίας (Aronson, 1962).
Βιβλιογραφία
Aronson,
A. (1962). Tagore’s educational ideals. International
Review of Education, 7 (4), 385- 393.
Chandler,
D.R. (1992). Rabindranath Tagore: On education and educators. Religious Education, 87 (2), 233- 245.
Γκλαβίνης, Π. (2002). Η νομική διάσταση της παγκοσμιοποίησης: Από το διεθνές στο διεθνικό και
ήδη στο παγκόσμιο. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα.
Featherstone,
M. (2002). Cosmopolis: An introduction. Theory,
Culture & Society, 19 (1-2), 1-16.
Giddens, A. (2002). Κοινωνιολογία. Αθήνα:
Gutenberg.
Lehman, G.
(2002). Globalisation and the Authentic Self: Cosmopolitanism and Charles
Taylor’s Communitarianism. Global
Society, 16 (4), 419- 437.
Nussbaum,
M.C. (1999). Πατριωτισμός και Κοσμοπολιτισμός. Στο M.C.
Nussbaum, Υπέρ Πατρίδος: Πατριωτισμός ή Κοσμοπολιτισμός; (σελ. 13- 34). Αθήνα: Εκδόσεις Scripta.
Palmer,
T.G. (2003). Globalization, Cosmopolitanism, and Personal Identity. Ethics & Politics, 2, 1-15.
Tagore,
S. (2008). Tagore’s conception of Cosmopolitanism: A reconstruction. University of Toronto Quarterly, 77 (4),
1070- 1084.
Tagore, R.
(2009). Το σπίτι και ο κόσμος. Αθήνα: Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου