Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Ο ιδανικός εαυτός



Η έννοια του ιδανικού εαυτού παίζει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της αυτοαντίληψης και της αυτοεκτίμησης.  Η αυτοεκτίμηση αφορά τα αισθήματα ικανοποίησης που έχει ένα άτομο για τον εαυτό του και τα οποία αντανακλούν τη σχέση μεταξύ ιδανικής και πραγματικής εικόνας του εαυτού (Μακρή-Μπότσαρη, 2001).  Σύμφωνα με τον Burns (1982) o ιδανικός εαυτός αποκαλύπτει τις προσωπικές επιθυμίες και επιδιώξεις του ατόμου.  Οι Combs & Soper (1957) ορίζουν τον ιδανικό εαυτό ως το σύνολο εκείνων των χαρακτηριστικών του εαυτού τα οποία το άτομο θεωρεί αναγκαία για να φτάσει στην επάρκεια. Ο Rogers (1961) υποστήριξε ότι ο ιδανικός εαυτός είναι η αυτοαντίληψη που το άτομο θα ήθελε να αποκτήσει και στην οποία αποδίδει την υψηλότερη αξία (αναφ. σε Μακρή-Μπότσαρη, 2001).

Η αυτοεκτίμηση είναι μια από τις διαστάσεις της έννοιας του εαυτού.  Αντιπροσωπεύει τη συναισθηματική πλευρά της αυτογνωσίας και σύμφωνα με τη Λεονταρή (1998) «δείχνει το βαθμό στον οποίο το άτομο αποδέχεται και επιδοκιμάζει τον εαυτό του».  Σύμφωνα με τον Kinch (1963), η αυτοαντίληψη είναι ένα σχήμα γνώσης, το αποτέλεσμα του συνόλου των αναφορών που το άτομο λαμβάνει για τον εαυτό του από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του (αναφ. στην Μακρή-Μπότσαρη, 2001). Ο Coopersmith (1967, αναφ. στην Μακρή- Μπότσαρη, 2001) όρισε την αυτοεκτίμηση ως μια προσωπική κρίση του ατόμου για την αξία του, η οποία εκφράζεται με τις στάσεις που αναπτύσσει απέναντι στον εαυτό του. 

Έρευνες δείχνουν ότι η γονική στήριξη, η οποία εκφράζεται μέσα από εκδηλώσεις στοργής αλλά και αποδοχής των πράξεων του παιδιού συμβάλλει στην επίτευξη υψηλού βαθμού αυτοεκτίμησης (Μακρή-Μπότσαρη, 2001). Τα παιδιά εκείνα που νιώθουν ότι οι γονείς τους τα αποδέχονται, τα ενθαρρύνουν και επιβραβεύουν τις προσπάθειές τους, έχουν θετική εικόνα για τον εαυτό τους και υψηλό αίσθημα προσωπικής αξίας (Hattie, 1992). Αν το παιδί μεγαλώνει σε οικογένεια η οποία το κατακρίνει και το τιμωρεί τότε αναπτύσσει αισθήματα ανασφάλειας, κατωτερότητας, αβεβαιότητας για την αυτοαποτελεσματικότητά του και συνεπώς διαμορφώνει χαμηλή αυτοεκτίμηση (Papalia, Olds, & Feldman, 1999).
Το μικρό παιδί αρχικά δεν διαθέτει τις γνωστικές και κοινωνικές δεξιότητες για να συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους (Papalia et al., 1999) Έτσι βασίζεται στις αξιολογήσεις των ενηλίκων, που επηρεάζουν καθοριστικά τη στάση του απέναντι στον εαυτό του (Andre & Lelord, 2004). Καθώς το παιδί μεγαλώνει αποκτά σταδιακά τις απαραίτητες δεξιότητες για να μπορεί να αυτοαξιολογηθεί. Το άτομο αρχίζει να αυτοαξιολογείται όταν συγκρίνει τον εαυτό του με άτομα του οικογενειακού του χώρου, όπως τα αδέλφια του αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού, όπως φίλοι και συγγενικά του πρόσωπα.   Οι ευνοϊκές για αυτό συγκρίσεις σε σχέση με τους άλλους συντελούν στη διαμόρφωση θετικής αυτοεκτίμησης και αυτοαντίληψης καθώς και το αντίθετο (Andre & Lelord, 2004). 

Όσο επίσης μεγαλώνει και αποκτά συνείδηση της εικόνας του πραγματικού εαυτού του (χαρακτηριστικά που αποδίδει στον εαυτό του) και τον συγκρίνει με τον ιδανικό εαυτό (αυτόν που θα επιθυμούσε να γίνει) προβαίνει σε συγκρίσεις μεταξύ τους.  Η απόσταση που χωρίζει τον πραγματικό από τον ιδανικό εαυτό προσδιορίζει τον βαθμό αυτοεκτίμησης (Μακρή-Μπότσαρη, 2001).  


Συνοπτικά, παράγοντες που επηρεάζουν τον βαθμό αυτοεκτίμησης είναι: ο τρόπος και η ευαισθησία με την οποία το άτομο αντιδρά στην αποτυχία, η θετική επανατροφοδότηση που δέχεται από τα σημαντικά πρόσωπα στη ζωή του (γονείς, δασκάλους, φίλους), οι υποκειμενικές αξιολογήσεις του για τις στάσεις των άλλων απέναντί του, τα βιώματα των πρώτων παιδικών χρόνων, το ιστορικό των επιτυχιών ή αποτυχιών του, η προσωπικότητα του, και τα στρεσογόνα γεγονότα ζωής όπως ο θάνατος αγαπημένου προσώπου, ασθένειες, οικονομική καταστροφή οικογένειας, κλπ.  (Λεονταρή, 1998. Argyle, 1998). Η αυτοεκτίμηση επίσης του ατόμου μπορεί να επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, όπως το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο της οικογένειας, το φύλο, η ηλικία, η θρησκεία, η ιδεολογία, η κληρονομικότητα αλλά και η κατάσταση της υγείας του ίδιου του ατόμου (Παπάνης, 2004).

Οι αξιολογικές εκτιμήσεις του εαυτού εκ μέρους του ατόμου εμφανίζουν μεγαλύτερη συχνότητα και περισσότερη ένταση κατά την περίοδο της εφηβείας.  Αυτό συμβαίνει γιατί ο έφηβος αποκτά μεγαλύτερη συνείδηση του εαυτού του και χρειάζεται την αυτοαξιολόγηση περισσότερο από ποτέ για να θέσει  αναπτυξιακούς στόχους, να στηρίξει αποφάσεις, να θεμελιώσει τις διαπροσωπικές του σχέσεις (Τανός, 1985).


Βιβλιογραφία
Andre, C, & Lelord, F. (2004). Η αυτοεκτίμηση. Βήματα συμφιλίωσης με το πραγματικό σας  εαυτό (Μετάφρ. Μ. Παραδέλη) (σελ.12-41). Αθήνα: Κέδρος.
Argyle, M. (1998). Ψυχολογία της συμπεριφοράς: ένας πρωτοποριακός οδηγός διαπροσωπικής κοινωνικής και επαγγελματικής συμπεριφοράς. Αθήνα: Εκδόσεις Θυμάρι.
Burns, R. (1982). Self-concept development and education. Holt, Rinehart & Winston, London.
Combs, A.W., & Soper, D.W. (1957). The self, its derivative terms and research. Journal of Individual Psychology, 13, 134- 145.
Coopersmith, S. (1967). The antecedents of self-esteem. Freeman, San Fransisco.
Hattie, J. (1992). Self-concept. Erlbaum, Hillsdale, NY.
Kinch, J. (1963). Formalized theory: The self- concept. American Journal of Sociology, 68, 481- 486.
Λεονταρή, Α. (1998). Αυτοαντίληψη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μακρή-Μπότσαρη, Ε. (2001). Αυτοαντίληψη και αυτοεκτίμηση. Μοντέλα, ανάπτυξη, λειτουργικός ρόλος και αξιολόγηση.  Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Papalia, D.E., Olds, S.W., & Feldman, R.D. (1999).  A child’s world: Infancy through adolescence.  Boston, McGraw-Hill.
Παπάνης, Ε. (2004). Η αυτοεκτίμηση και η μέτρησή της: εμπειρική έρευνα και ψυχοκοινωνικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Ατραπός.
Rogers, C. (1961). On becoming a person. Boston: Houghton Mifflin.
Τανός, Χ. (1985).  Αυτοεκτίμηση και αξιολογικό σύστημα εφήβων (Διδακτορική διατριβή). Φιλοσοφική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο    Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου