Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Ερωτηματολόγιο για τα κοινωνικά ρομπότ

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΣΤΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΡΟΜΠΟΤ (ΡΟΜΠΟΤ ΜΕ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ)

Μια έρευνα για τα κοινωνικά ρομπότ που απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες...

 

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ:

https://docs.google.com/forms/d/1j_6cpIPxjqe8o5INTB_NgVmtrvG8LeH0oghvQeVrpsc/edit 

 

Η μελέτη αυτή διεξάγεται στο τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και αφορά στα κοινωνικά ρομπότ, τα οποία έχουν τεχνητή νοημοσύνη, δηλαδή μπορούν να σκέφτονται αυτόνομα και να παίρνουν αποφάσεις.  
Η έρευνα απευθύνεται σε άνδρες και γυναίκες, ηλικίας από 18 έως 65+ ετών. Η συμμετοχή σας στην έρευνα είναι εθελοντική και ανώνυμη. Οι απαντήσεις σας θα αναλυθούν ως σύνολο και δεν ενδιαφέρει τους ερευνητές να γνωρίζουν ποιος ακριβώς απαντά.
Οι απαντήσεις θα σας πάρουν λίγο χρόνο, περίπου 2-3 λεπτά και δεν θα σας κουράσουν.
Σας ευχαριστούμε για την εθελοντική και ειλικρινή συμμετοχή σας στην έρευνα. Αν έχετε απορίες μπορείτε να επικοινωνήσετε στα email: kouravanas@yahoo.gr, ή  psy180196@edu.panteion.gr.




Ερευνητές πεδίου: Κουραβάνας Νικόλαος & Ανδρέας Παυλόπουλος
Επόπτης: Κοσκινάς Κωνσταντίνος




Δεσμός, προσκόλληση και άγχος αποχωρισμού: μια ψυχαναλυτική ματιά

 Η ερμηνεία του Sigmund Freud

Πρώτος ο Sigmund Freud υποστήριξε ότι τα παιδιά συνδέονται με τα πρόσωπα που ικανοποιούν τις βιολογικές ενορμήσεις τους. Οι βιολογικές ενορμήσεις είναι καταστάσεις εγρήγορσης και ανάγκης, όπως η πείνα και η δίψα που ωθούν τον οργανισμό ώστε να εξασφαλίσει τις βασικές προϋποθέσεις επιβίωσης. Συνήθως τα βρέφη συνδέονται με τη μητέρα, πιθανότατα επειδή τους παρέχει τροφή (Cole & Cole,2002). 


Η ανάγκη του βρέφους για να τραφεί και να θηλάσει τον μαστό, αποτελεί έκφραση της βρεφικής του σεξουαλικότητας και η μητέρα προσφέρει το μέσο εκτόνωσης αυτής της λίμπιντο. Σε περίπτωση που είτε ο μαστός της είτε η ίδια λείπει, τότε δημιουργείται συσσωρευμένη ένταση εξαιτίας της μη εκτόνωσης της λίμπιντο, η οποία εκλαμβάνεται από το βρέφος ως άγχος. Για την Klein ο μαστός που προσφέρει ικανοποίηση, τροφή και ανακούφιση αποτελεί το πρότυπο του καλού αντικειμένου. Ενώ, ο μαστός που απουσιάζει, στερεί και είναι κενός, αποτελεί το «κακό αντικείμενο». Οι αποτυχίες ανταπόκρισης της μητέρας αποδίδονται στον κακό μαστό (Holmes, 2009). O Freud επεσήμανε επίσης την ικανότητα του βρέφους να διαφοροποιεί την προσωρινή μητρική απουσία από τη μόνιμη εγκατάλειψη. Πιθανόν, ένας βραχύς αποχωρισμός να βιώνεται από τα βρέφη με τραυματικό τρόπο (Παπαδάκη – Μιχαηλίδη, Ε. 2006).

Ο Freud υποστήριζε επίσης ότι κατά το 2ο έτος της ζωής το βρέφος περνάει από το στοματικό στάδιο της ανάπτυξης στο πρωκτικό. Ενώ η στοματική ευχαρίστηση ήταν δεκτική και εξαρτημένη, η πρωκτική ευχαρίστηση για τον Freud είναι αποβλητική και αντιπροσωπεύει την ενόρμηση για αυτοέλεγχο και ανεξαρτησία. Σύμφωνα με τις θεωρίες του τα παιδιά θα έπρεπε να ενεργούν πιο ανεξάρτητα μόλις εισέλθουν στο πρωκτικό στάδιο, όμως δεν εξηγείται γιατί τα παιδιά αναστατώνονται όταν αποχωρίζονται τη μητέρα τους προτού φτάσουν στο τέλος του 2ου έτους της ζωής τους.

 


Η ψυχοκοινωνική ερμηνεία του Erik Erikson

Ένας από τους σημαντικότερους μαθητές του Freud ήταν ο Erik Erikson, ο οποίος υποστήριζε ότι υπάρχουν οκτώ στάδια στον κύκλο της ζωής του ανθρώπου, που το καθένα χαρακτηρίζεται από μια ξεχωριστή σύγκρουση, που το άτομο πρέπει να λύσει. Ειδικότερα τα 2 πρώτα στάδια εξηγούν το αυξανόμενο άγχος των παιδιών που αποχωρίζονται τη μητέρα τους προς το τέλος του 1ου έτους και την υποχώρηση αυτού του άγχους στη διάρκεια του 2ου έτους. Το πρώτο στάδιο διαρκεί περίπου από την γέννηση ως το τέλος του 1ου έτους και κατά τη διάρκειά του τα βρέφη πρέπει να αναπτύξουν μια ευνοϊκή ισορροπία μεταξύ εμπιστοσύνης και δυσπιστίας. Το υποστήριζε αυτό ο Erikson, διότι τα βρέφη αποκτούν εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που φροντίζουν αξιόπιστα τις ανάγκες τους. Έτσι, συνήθως στη διάρκεια του 2ου έτους που η ανάγκη τους για αυτονομία αυξάνεται παύουν να αναστατώνονται στη διάρκεια σύντομων αποχωρισμών, μιας και εμπιστεύονται τον άνθρωπο που τα φροντίζει ότι θα επιστρέψει (Cole & Cole,2002).

 

Η άποψη της Klein και των Fairbairn Kohut

Πάντως η Klein η οποία ανήκει στην πρώτη γενιά ψυχαναλυτών μετά τον Freud, ισχυρίστηκε πως το κεντρικό στοιχείο της ανάπτυξης των παιδιών είναι οι συναισθηματικοί τους δεσμοί, καθώς και η προσπάθεια να δομήσουν και να διατηρήσουν ένα ικανοποιητικό διαπροσωπικό δίκτυο σχέσεων. Για την Klein η ικανοποίηση των ενστικτωδών βιολογικών αναγκών με τον έλεγχο της λίμπιντο απασχολεί πολύ λιγότερο τα βρέφη.

Και ο Fairbairn, ένας ακόμη βασικός εκπρόσωπος της θεωρίας των σχέσεων αντικειμένου, όπως και η Klein υποστήριξε ότι η πρώτη και βαθύτερη επιθυμία του ανθρώπου είναι η δημιουργία και διατήρηση ενός δεσμού γεμάτου αγάπη με τη μητέρα και όχι η ικανοποίηση των ενστικτωδών σεξουαλικών ορμών. Επιπροσθέτως, ο Kohut, μια από τις σημαντικότερες μορφές στο νεοψυχαναλυτικό χώρο, ασπάστηκε απόλυτα τις θέσεις των Klein και Fairbairn λέγοντας ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά ενεργοποιείται από την ανάγκη για στενές σχέσεις αγάπης.

 


Η οπτική του Winnicott

Ο Βρετανός ψυχίατρος D. W. Winnicott τόνισε ότι τόσο οι βραχείς αποχωρισμοί και ακόμη περισσότερο οι μακροχρόνιοι αποχωρισμοί στη διάρκεια της περιόδου από έξι έως εννέα μηνών πρέπει να αποφεύγονται. Ο πόνος που προκαλεί το βρεφικό άγχος αποχωρισμού δεν αποτελεί προσωρινό ψυχικό πόνο, αλλά μπορεί να οδηγήσει και σε επικίνδυνα ψυχοσυναισθηματικά τραύματα, ιδιαίτερα όταν τα βρέφη κατά τη διάρκεια της μητρικής απουσίας δεν καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια εναλλακτική σχέση προσκόλλησης με κάποιο άλλο κοντινό πρόσωπο (Παπαδάκη – Μιχαηλίδη, Ε. 2006).

 


Οι απόψεις των Flavell, Kaplan, Makler, Pine & Bergman

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις των Flavell, Kaplan, Makler, Pine & Bergman, οι οποίοι μίλησαν για την ικανότητα του βρέφους να δημιουργεί και να διατηρεί είδωλα αγαπημένων αντικειμένων και προσώπων. Έτσι, το πρώτο σαφές νοητικό μητρικό είδωλο, δημιουργείται περίπου στο βρέφος τον 7ο μήνα της ζωής του. Μόλις, λοιπόν, το βρέφος κατορθώσει να δεσμεύσει στη φαντασία του το μητρικό είδωλο για όσο διάστημα επιθυμεί, τότε γίνεται ικανό να αντιμετωπίσει το άγχος του αποχωρισμού και αισθάνεται ασφαλές (Παπαδάκη – Μιχαηλίδη, Ε. 2006).  


Συνοψίζοντας, διαπιστώνουμε ότι οι «πνευματικοί απόγονοι» του Freud προχώρησαν πολύ περισσότερο από τον ίδιο και τοποθέτησαν τους συναισθηματικούς δεσμούς των ανθρώπων (και όχι τα ένστικτα) στο πλέον κεντρικό σημείο της προσωπικότητας. Βασικό κίνητρο των ανθρώπων και σκοπός της ζωής τους είναι η δημιουργία και διατήρηση στενών σχέσεων αγάπης και όχι η απλή βιολογική ικανοποίηση των ενστικτωδών ενορμήσεων. Άρα, θα έλεγε κανείς ότι οι άνθρωποι είναι κατά βάση όντα κοινωνικά κι ως εκ τούτου η ανάγκη τους για επαφή με άλλα άτομα είναι πρωτογενής, δηλαδή ανάγεται σε κάτι πιο βασικό. Αυτό το συμπέρασμα εξηγεί το γιατί οι άνθρωποι ειδικά σήμερα υπό το βάρος του covid – 19 και των συνθηκών κοινωνικής απομόνωσης και αποξένωσης ασφυκτιούν και εκδηλώνουν σοβαρά συμπτώματα κατάθλιψης, αισθήματα ανημπόριας, απελπισίας, απογοήτευσης, έλλειψης καλής διάθεσης και γενικότερα απαισιοδοξίας.  


 

Βιβλιογραφία

Cole, M. & Cole, S. (2002). Η ανάπτυξη των παιδιών, η αρχή της ζωής: εγκυμοσύνη, τοκετός, βρεφική ηλικία (Μτφρ. Μ. Σόλμαν). Αθήνα: Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδάνος.

Holmes, J. (2009). Ο John Bowlby και η θεωρία του δεσμού (Μτφρ. Αθανασίου Γ. & Αθανασίου Θ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.  

Παπαδάκη – Μιχαηλίδη, Ε. (2006). Ο δεσμός αγάπης, στοιχεία της ψυχοσυναισθηματικής και κοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού μέσα από την νεοψυχαναλυτική σκέψη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.


Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

Κυριακή 25 Απριλίου 2021

Βρέφος- μητέρα: Η συνομιλία με τα μάτια…

Η επαφή με τα μάτια είναι καθοριστική για τον δεσμό με τη μητέρα. Το μωρό είναι αρκετά ικανό για να προσελκύσει κοινωνικές και διανοητικές επαφές με τους γονείς του και έλκεται από το βλέμμα της μητέρας του. Τότε εκείνη εφαρμόζει τέτοιες στρατηγικές με τα μάτια και τοποθετώντας το παιδί στο ύψος των ώμων της προσπαθεί να το κάνει να έρθει σε επαφή μαζί της. Έτσι, όσο πιο σταθερό είναι το βλέμμα της μητέρας τόσο εντονότερη είναι η συνομιλία, θα έλεγε κανείς. Έχει διαπιστωθεί ότι νεογέννητα δέκα εβδομάδων δείχνουν την ανησυχία τους όταν η μητέρα τους τα κοιτάζει με απαθές πρόσωπο ή όταν τους μιλάει γυρισμένη στο πλάι, διότι αμέσως ταράζονται και κουλουριάζονται. Επίσης, οι μητέρες μωρών που γεννήθηκαν τυφλά νιώθουν μια επώδυνη έλλειψη επαφής (Simonnet, 2008). 


 

Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν τόσο ο Daniel Stern (1985), όσο και ο Kenneth Wright (1991), οι οποίοι θεωρούν το αμοιβαίο βλέμμα μεταξύ μητέρας και βρέφους ως κύριο παράγοντα ανάπτυξης ενός εσωτερικού κόσμου, στον οποίο ο δεσμός μπορεί να αντιπροσωπεύεται και να ρυθμίζεται (Holmes, 2009). Το νεογέννητο πολύ σύντομα αντιλαμβάνεται ότι όταν χαμογελάει με ορθάνοιχτα τα μάτια του, τότε η μητέρα του θα το κοιτάξει οπωσδήποτε και θα αρχίσει να του μιλάει. Καταλαβαίνοντας ότι η συμπεριφορά του προκαλεί τέτοια επικοινωνία, το μωρό αρχίζει να χρησιμοποιεί το χαμόγελό του υφαίνοντας μια πρώτη συνομιλία με την μητέρα του ενισχύοντας έτσι τον πρώιμο δεσμό (Simonnet, 2008). Όσο περισσότερο χαμογελά η μητέρα στο βρέφος, τόσο περισσότερο εκείνο ανταποκρίνεται κ.ο.κ. Καθώς συνεχίζεται η ανάπτυξη, η μητρική ικανότητα ανταπόκρισης αποτελεί βασικό καθοριστικό παράγοντα της ποιότητας  του δεσμού (Holmes, 2009).

 


Η μίμηση και η ομιλία

Κάτι ανάλογο συμβαίνει όταν για παράδειγμα το βρέφος παράγει τυχαία τον ήχο «μα-μά», ο οποίος προκαλεί εντύπωση στη μητέρα και επαναλαμβάνεται με ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Έτσι, το βρέφος μαθαίνει να προφέρει ορισμένους ήχους απλά επειδή τους έχει συνδέσει με ευχάριστες καταστάσεις όπως λ.χ. η παρουσία και φροντίδα της μητέρας. Με άλλα λόγια, το βρέφος «διδάσκεται» να αποδίδει ορισμένη σημασία στους ήχους που προφέρει εξαιτίας της αντίδρασης των ανθρώπων του περιβάλλοντός του οι οποίοι επαναλαμβάνουν τους ήχους που αυτό παράγει. Έπειτα το βρέφος μιμείται τις φωνές των ανθρώπων κι έτσι μαθαίνει να μιλά (Χαραλαμπόπουλος, 1987).

Πολλοί ερευνητές όπως οι Pawlby, Papousek & Papousek, Moren, Usgiris κ.α. δέχονται ότι το βρέφος μαθαίνει σταδιακά να μιμείται τη μητέρα του επειδή εκείνη με τις μιμήσεις της δημιουργεί το ενισχυτικό εκείνο πλαίσιο που οδηγεί το βρέφος στην αναπαραγωγή των ήχων. Ασφαλώς, λαμβάνοντας τα στοιχεία από νατουραλιστικές και πειραματικές μελέτες των τελευταίων 20 ετών, αξίζει να σημειώσουμε ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου στη φυσική επικοινωνία μητέρας – βρέφους προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα: 1ον η φωνητική μίμηση είναι συνεχώς παρούσα από τη 15η ημέρα, 2ον οι μητέρες μιμούνται τα βρέφη συχνότερα απ’ ότι αυτά εκείνες και 3ον οι λεκτικές μιμήσεις είναι σημαντικά συχνότερες από τις μη λεκτικές (Κουγιουμτζάκης, 1992). Ο Spitz επισημαίνει επίσης έναν παράγοντα που παραγνωρίζουμε: πρόκειται για την μίμηση του μωρού απ’ τη μητέρα του, απ’ τους γονείς του, οι οποίοι αναπαράγουν τις φωνές, τις χειρονομίες, τον τρόπο της ομιλίας, τον ιδιαίτερο τονισμό των λέξεων κ.ο.κ. του παιδιού (Γκαρπάρ & Τεοντόρ, 1996).

 


Η συμβολή των γευμάτων στην εκδήλωση του συναισθήματος

Μαγνητοσκοπήσεις σε βίντεο έδειξαν επίσης ότι τα μωρά τρώνε με ιδιαίτερη όρεξη όταν η μητέρα τους προσέχει τις εκφράσεις τους. Έτσι, η γεύση γίνεται αντικείμενο εκμάθησης που δραστηριοποιεί το συναίσθημα και την εκδήλωσή του. Το νεογέννητο δημιουργεί εξαρτημένα αντανακλαστικά στη μητέρα του όταν π.χ. κλαίει με έναν ορισμένο τρόπο για να εκφράσει την πείνα του. Αρκεί το κλάμα του για να φέρει η μητέρα του στο μυαλό της το θηλασμό και να ξεκινήσει αυτόματα η έκκριση γάλακτος (Simonnet, 2008). Ένα από τα πλεονεκτήματα του θηλασμού είναι ότι παρέχει στο βρέφος αρκετό χρόνο ώστε να βρίσκεται στην αγκαλιά της μητέρας του και να έχει την απαραίτητη σωματική, αλλά και ψυχική επαφή και επικοινωνία μαζί της. Αντίθετα, το μπιμπερό συνήθως το μωρό μαθαίνει να το κρατάει μόνο του με συνέπεια να θυσιάζεται η στενή επαφή ανάμεσα σε αυτό και στη μητέρα (Μίλερ, 1995).

 


Από την συμβιωτική περίοδο, στην περίοδο του διαχωρισμού και της εξατομίκευσης

Παραπάνω αναφερθήκαμε κυρίως στην συναισθηματική εξέλιξη μεταξύ μητέρας – βρέφους κατά τους πρώτους έξι μήνες. Είναι αρκετά σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι αυτή η περίοδος περιγράφεται ως συμβιωτική. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η ψευδαίσθηση του κοινού ορίου ανάμεσα στην μητέρα και το βρέφος, δηλώνοντας έτσι μεταφορικά την έλλειψη διαφοροποίησης και συνιστώντας μια κατάσταση εκτεταμένης ψυχολογικής, συναισθηματικής και νοητικής συγχώνευσης, σαν να πρόκειται για μια ενιαία δυάδα. Η περίοδος αυτή είναι αναγκαία για το βρέφος, διότι του εξασφαλίζει την αίσθηση της ασφάλειας μιας και το ίδιο αισθάνεται απολύτως αδύναμο και εξαρτημένο. Στους έξι όμως μήνες ο συνδυασμός της ταχείας νοητικής και σωματικής ανάπτυξης οδηγούν στην διαμόρφωση των πρώτων ορίων ανάμεσα στο «εγώ» και στο «μη εγώ» του παιδιού. Με την ψυχική διαφοροποίηση του παιδιού από την μητέρα του αυξάνεται η ερευνητική δραστηριότητα και η επιθυμία του παιδιού για αυτονομία και ανεξαρτησία χωρίς όμως να σημαίνει ότι γίνεται ανεξάρτητο. Πλέον η συμβιωτική περίοδος έχει παρέλθει και το βρέφος εισέρχεται στην περίοδο του διαχωρισμού και της εξατομίκευσης (Παπαδάκη – Μιχαηλίδη, 2006). Επειδή όμως το παιδί ηλικίας έξι μηνών δεν μπορεί να ξεχωρίσει την προσωρινή απουσία της μητέρας του από τη μόνιμη απώλεια, αποκτά έντονο πόνο και άγχος (Emde, 1997), το οποίο ονομάζεται «άγχος αποχωρισμού» και κορυφώνεται στην περίοδο από 6 – 9 μηνών περίπου.

Συνοψίζοντας, αντιλαμβανόμαστε ότι οι πρώτες σχέσεις μεταξύ μητέρας – βρέφους ξεκινούν ήδη από την ενδομήτρια περίοδο και ότι οι πρώτοι έξι μήνες διαμορφώνουν έναν πρώιμο δεσμό όπου καθώς το βρέφος ωριμάζει και ωριμάζουν και οι αισθήσεις του, εκδηλώνεται το άγχος αποχωρισμού το οποίο κορυφώνεται στην περίοδο από 6 – 9 μηνών περίπου. Ο δεσμός, η προσκόλληση και το άγχος αποχωρισμού είναι αλληλένδετα και εκδηλώνονται τόσο από το βρέφος όσο και από τη μητέρα, άρα μιλούμε για μια σχέση αμφίδρομη.  

 


Βιβλιογραφία

Γκαρμπάρ, Κ. & Τεοντόρ, Φ. (1996). Το παιδί, η οικογένεια, το σχολείο. Η οικογένεια μωσαϊκό. Αθήνα: Πατάκης.

Holmes J. (2009). O John Bowlby και η θεωρία του δεσμού. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Κουγιουμτζάκης Γ. (1992). Πρόοδος στην αναπτυξιακή ψυχολογία των πρώτων χρόνων. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.

Μίλερ Λ. (1995). Ψυχαναλυτική βιβλιοθήκη για το παιδί και τον έφηβο, κατανοώντας το βρέφος σας. Αθήνα: Καστανιώτης.

Παπαδάκη – Μιχαηλίδη Ε. (2006). Ο δεσμός της αγάπης, στοιχεία της ψυχοσυναισθηματικής και κοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού μέσα από την νεοψυχαναλυτική σκέψη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Simonnet, D. (2008). Αχ, αυτά τα μωρά! Πόσα ξέρουν… Πρόσφατες ανακαλύψεις της επιστήμης για τον πλούσιο συναισθηματικό και νοητικό κόσμο του εμβρύου, του νεογέννητου και του μωρού. Αθήνα: Θυμάρι.

Χαραλαμπόπουλος, Β. Ι. (1987). Η ανάπτυξη της προσωπικότητας. Η εφαρμογή επιστημονικών αρχών και η οικογενειακή και σχολική αγωγή. Gutenberg, Αθήνα.

 

 


 Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Κοινωνική Ταυτότητα των Ατόμων με Αναπηρία και Στιγματισμός

Σύμφωνα με τους Tajfel και Turner, «η κοινωνική ταυτότητα αποτελείται από εκείνες τις όψεις της αυτοεικόνας ενός ατόμου που προέρχονται από τις κοινωνικές κατηγορίες στις οποίες το άτομο θεωρεί ότι ανήκει». Με βάση την κοινωνική ταυτότητα το άτομο καθορίζει τα χαρακτηριστικά αλλά και τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς του, αξιολογεί τον εαυτό του και διαμορφώνει την αυτοεικόνα του.        

 
             

Σε μια βιβλιογραφική ανασκόπηση των Logeswaran et al. (2019), εξετάστηκε πώς βλέπουν την κοινωνική τους ταυτότητα άτομα με νοητικές διαταραχές. Οι ερευνητές εστίασαν στον τρόπο που οι άνθρωποι με νοητικές διαταραχές περιγράφουν την ετικέτα που τους έχει δοθεί, πόσο αυτό επηρεάζει τον τρόπο που βλέπουν τον εαυτό τους και κατά πόσο αναγνωρίζουν ότι φέρουν μια υποτιμημένη εικόνα μέσα στην κοινωνία. Οι συγκεκριμένοι ερευνητές μελέτησαν 16 έρευνες που εξέταζαν την ταυτότητα των ατόμων με νοητικές διαταραχές και συμπέραναν ότι παρόλο που τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρούνται ορισμένες θετικές αλλαγές αναφορικά με τις στάσεις που έχει ο πληθυσμός απέναντι στα άτομα με αναπηρία, όχι όμως και απέναντι στα άτομα με νοητικές αναπηρίες που συνεχίζουν να είναι ετικετοποιημένα και στιγματισμένα. Οι ετικέτες που φέρουν και το στίγμα που κουβαλούν οδηγεί στην εκδήλωση αρνητικών επιδράσεων στην ταυτότητα και συμπεριφορά του ατόμου με νοητική διαταραχή. Οι χαρακτηρισμοί που αποδίδονται σε αυτά τα άτομα διαιωνίζουν το στίγμα που βιώνουν και διαρκώς επηρεάζουν αρνητικά την κοινωνική τους ταυτότητα.

Πιο συγκεκριμένα, οι Logeswaran et al. (2019) διαπίστωσαν ότι οι νοητικές αναπηρίες σε ορισμένους δεν άσκησαν επιρροή στην αυτοεικόνα τους και δεν θεωρούσαν ότι η αναπηρία αποτελεί κύρια πτυχή της ταυτότητάς τους. Επίσης, βρέθηκε ότι τα άτομα όταν αντιλαμβάνονταν ότι βρίσκεται υπό απειλή η ταυτότητά τους κατέφευγαν στη χρήση μηχανισμών άμυνας για να αντιμετωπίσουν την απειλή και να παραμείνουν με μια θετική κοινωνική ταυτότητα. Στις περισσότερες έρευνες βρέθηκε ότι οι άνθρωποι με νοητικές αναπηρίες νιώθουν αρνητικά για την ετικέτα που τους αποδίδεται και βιώνουν ντροπή και αμηχανία, ενώ ταυτόχρονα συχνά νιώθουν θυμό, αδυναμία και απογοήτευση, όταν συζητούν για την ετικέτα που τους έχει αποδοθεί. Ακόμη, η πλειοψηφία των ατόμων με νοητική αναπηρία των ερευνών που εξετάστηκαν βρέθηκε ότι γνωρίζουν ότι οι άλλοι τους βάζουν μια αρνητική ταμπέλα, συχνά ως ένα άμεσο αποτέλεσμα των αρνητικών κοινωνικών αλληλεπιδράσεων που έχουν βιώσει κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η κοινωνική ταυτότητα εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την κοινωνική σφαίρα και την αλληλεπίδραση που έχει το άτομο με το περιβάλλον γύρω του. Το κοινωνικό πλαίσιο συμβάλλει στη διαμόρφωση της κοινωνικής ταυτότητας που επηρεάζεται μέσα από τις σχέσεις ανάμεσα στο άτομο και το περιβάλλον.  

Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από τη Θεωρία Κοινωνικής Ταυτότητας του Tajfel, που αναφέρθηκε πιο πάνω σημαντικό ρόλο στις διομαδικές σχέσεις διαδραματίζει και η Θεωρία της Αυτοκατηγοριοποίησης, του Turner. Οι δύο αυτές θεωρίες υποστηρίζουν ότι η αναπηρία είναι μια κοινωνική κατηγορία που επηρεάζει τον τρόπο που την αντιλαμβάνονται σε ψυχολογικό επίπεδο. Στο άρθρο αναδύεται επίσης ο τρόπος που η Θεωρία Κοινωνικής Ταυτότητας συμβάλλει στη μελέτη της αναπηρίας. Η μελέτη της αναπηρίας αποτελεί ένα ζήτημα, που συνδέεται με κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές διαστάσεις (Dirth & Branscombe, 2018).  

 


Διακρίσεις Ατόμων με Αναπηρία: Το Στίγμα και η Αντιμετώπιση

Σύμφωνα με τον Goffman (1963), το άτομο που παρεκκλίνει από το κοινωνικά αποδεκτό στιγματίζεται. Το στίγμα είναι ένας ευρύς όρος που περιλαμβάνει την αποστροφή του σώματος του ανάπηρου, καθώς το σώμα του χαρακτηρίζεται από ελαττώματα- κουσούρια ή παραμορφωμένα μέλη. Στη βάση του στίγματος βρίσκεται η διαφορετικότητα η οποία είναι μη κοινωνικά επιθυμητή και αποδεκτή, ενώ θεωρείται ότι πρόκειται για μια «μεταδοτική» κατάσταση, με αποτέλεσμα το στίγμα να το εισπράττει και η οικογένεια και οι στενοί φίλοι του ανάπηρου ατόμου. Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του στίγματος, σύμφωνα με τους Major και OBrien (2005). Πρώτον, το στίγμα αποτελείται από ένα χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί το συγκεκριμένο άτομο και το οδηγεί στην υποτίμηση. Δεύτερον, η απόδοση ενός χαρακτηρισμού και το στίγμα εξαρτώνται από τις σχέσεις και το πλαίσιο, γεγονός που υποδεικνύει ότι το στίγμα είναι μια κοινωνικά κατασκευασμένη έννοια.

Είναι φανερό ότι προβάλλεται η κοινωνική δομή του στίγματος, ενώ ουσιαστικά το στίγμα είναι ένα είδος σχέσης ανάμεσα σε ένα χαρακτηριστικό και σε ένα στερεότυπο. Το στίγμα συμβαίνει όταν υπάρχει μια ασυμφωνία μεταξύ της οπτικής κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου και της πραγματικής κοινωνικής ταυτότητας (Goffman, 1963). Τα ανάπηρα άτομα στιγματίζονται μέσα στην κοινωνία στην οποία ζούνε καθώς αποκλίνουν από το κοινωνικά φυσιολογικό και αποδεκτό. Το στίγμα εκτός από τα ίδια τα ανάπηρα άτομα φαίνεται πως αφορά και τα άτομα που ανήκουν στο οικογενειακό ή στενό φιλικό περιβάλλον του ανάπηρου ατόμου. Πρόκειται για ένα άμεσο αποτέλεσμα των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων που επηρεάζεται σημαντικά από τα εκάστοτε πολιτισμικά πλαίσια που επικρατούν, όπως είναι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και άλλες πολιτισμικές δομές και οργανώσεις που διαμορφώνουν τις προσδοκίες και τα χαρακτηριστικά της διαφορετικότητας (Pescosolido et al., 2008).


 

Τα άτομα που ανήκουν σε μια μειονεκτική ή περιθωριοποιημένη ομάδα δέχονται συμπεριφορές διάκρισης, ενώ συχνά τους χαρακτηρίζουν με ένα σύνολο στερεοτύπων και βιώνουν έντονες προκαταλήψεις, που είναι αρνητικά συναισθήματα από τους άλλους. Στο σύνολό τους, τα στερεότυπα, οι προκαταλήψεις και οι διακρίσεις δομούν τις αρνητικές κοινωνικές στάσεις που βιώνουν τα άτομα που προέρχονται από μια στιγματισμένη ομάδα (Κοκκινάκη, 2006). Τα άτομα με αναπηρία που ανήκουν σε μια στιγματισμένη κοινωνική ομάδα μπορεί να αποκτήσουν εμπειρίες που θα έρθουν σε σύγκρουση με την προκατάληψη και τη διάκριση που έχουν δεχθεί κυρίως μέσα από την ύπαρξη κοινωνικής στήριξης (Logeswaran et al., 2019). 

 

Τα άτομα για να αντιμετωπίσουν την αρνητική ή χαμηλή τους κοινωνική ταυτότητα και να βελτιώσουν τις διομαδικές τους σχέσεις θα πρέπει να επιλέξουν την κατάλληλη ή τις κατάλληλες στρατηγικές. Η επιλογή της στρατηγικής εξαρτάται  από τη διαπερατότητα των ορίων ανάμεσα στην ενδοομάδα και την εξωομάδα, τη σταθερότητα της θέσης της ενδοομάδας στο μέλλον και τη νομιμότητα του συστήματος κατανομής των θέσεων (Hogg & Vaughan, 2010). Για την αντιμετώπιση του στιγματισμού μπορούν να εφαρμοστούν διάφορες στρατηγικές, όπως κοινωνική δημιουργικότητα ή κοινωνικός ανταγωνισμός, με βάση τη Θεωρία Κοινωνικής Ταυτότητας. Σύμφωνα με την κοινωνική δημιουργικότητα τα άτομα της ενδοομάδας αλλάζουν τη διάσταση της σύγκρισης ή αλλάζουν το νόημα της διάστασης. Για παράδειγμα, τα άτομα με νοητική αναπηρία μπορεί να δώσουν έμφαση σε αυτά που έχουν καταφέρει και στην ψυχική ανθεκτικότητα που έχουν ή να αντιμετωπίσουν τον εαυτό τους ως μια ομάδα με ιδιαίτερα χαρίσματα και όχι ειδικές ανάγκες. Σύμφωνα με τον κοινωνικό ανταγωνισμό, τα άτομα που βρίσκονται στην ομάδα χαμηλής κοινωνικής θέσης μπορούν να αλλάξουν τη θέση τους ώστε να μην βιώνουν σύγκρουση, εχθρότητα και ανταγωνισμό. Για παράδειγμα, τα άτομα με νοητική διαταραχή μπορούν να ενταχθούν σε κινήματα για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, ώστε να διεκδικήσουν περισσότερα δικαιώματα ή να απαιτήσουν την αντιμετώπιση των διακρίσεων (Dirth & Branscombe, 2018).

Μία στρατηγική που επιλέγουν ορισμένα άτομα με αναπηρία είναι η κοινωνική κινητικότητα, προσπαθώντας να φύγουν από τη στιγματισμένη ομάδα και να εισέλθουν σε μια άλλη ομάδα. Αναζητούν ομάδες με υψηλότερη θέση και κύρος, όπου θα μπορέσουν να βρουν αποδοχή και θα κάνουν πιο ευνοϊκές για τα ίδια συγκρίσεις, βελτιώνοντας έτσι την κοινωνική τους ταυτότητα. Με αυτό τον τρόπο αντιμετωπίζουν την προκατάληψη που βίωναν, αν και υπάρχει η πιθανότητα να βιώσουν περιθωριοποίηση και ανισότητα και μέσα στη νέα ομάδα υπαγωγής (Dirth & Branscombe, 2018).

 

 



Βιβλιογραφία

Dirth, T.P. & Branscombe, N.R. (2018). The Social Identity Approach to Disability: Bridging disability studies and psychological science. Psychological Bulletin, 144 (12), 1300-1324.

Goffman, E. (1963). Stigma: Notes on the management of spoiled identity. New Jersey: Prentice-Hall Inc.

Hogg, M.A., & Vaughan, G. (2010). Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.

Κοκκινάκη, Φ. (2006). Κοινωνική Ψυχολογία: Εισαγωγή στη μελέτη της κοινωνικής συμπεριφοράς. Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω.

Major, B., & O’ Brien, L.T. (2005). The Social Psychology of Stigma. Annual Review of Psychology, 56, 393- 421.

Logeswaran, S., Hollett, M., Zala, S., Richardson, L. & Scior, K. (2019). How do people with intellectual disabilities construct their social identity? A review. Journal of Applied Research in Intellectual Disabilities, 32 (3), 533-542.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.