Σύμφωνα με αρκετούς ερευνητές το
διαζύγιο αποτελεί σπάνια ερευνητική θεματική της Γεροντολογίας (Troll, Miller & Atchley, 1979,
όπως αναφ. στην Blieszner, 1986). Η έλλειψη ερευνών οφείλεται στα μειωμένα περιστατικά διαζυγίου
που συναντάμε στην τρίτη ηλικία, χωρίς όμως να σημαίνει πως αυτό δεν υφίσταται.
Πάντως, θεωρείται ότι η τάση είναι αυξητική και στο μέλλον θα απασχολήσει
μεγαλύτερη μερίδα ηλικιωμένων ζευγαριών. Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική
Αρχή παρατηρείται μια αύξηση των διαζυγίων των ηλικιωμένων μελετώντας την
τελευταία δεκαπενταετία (2002-2017). Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται από τα
γραφήματα που ακολουθούν στους άνδρες τα διαζύγια στις ηλικίες 65-69 ετών ήταν
133 το 2002 και έφτασαν στα 420 το 2017, ενώ για τις γυναίκες ίδιας ηλικίας τα
διαζύγια ανέρχονταν στα 55 το 2002 και έφτασαν τα 227 το 2017[1].
Γράφημα 1. Διαζύγια ανδρών
ηλικίας 65-99 ετών
Γράφημα 2. Διαζύγια γυναικών
ηλικίας 65-99 ετών
Οι σημαντικότερες επιπτώσεις
είναι σωματικές, κοινωνικές- καταναλωτικές αλλά και ψυχολογικές, με πιο
βαρύνουσα την αίσθηση της μοναξιάς. Οι επιπτώσεις σχετίζονται με τις κοινωνικές
αλληλεπιδράσεις, με το αίσθημα οικονομικής ασφάλειας, αλλά και με την πνευματική
και σωματική υγεία και πιστεύεται ότι είναι σοβαρότερες οι επιπτώσεις αυτές από
εκείνες που αντιμετωπίζουν τα ηλικιωμένα άτομα που δεν έχουν παντρευτεί ποτέ ή
έχουν χηρέψει. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η χηρεία θεωρείται μια πιο
αποδεκτή κατάσταση από την κοινωνία, «με τον θάνατο ο σύζυγος είναι μόνο
ψυχολογικά παρών για να επηρεάσει την ιδέα που έχει για τον εαυτό του ο
σύντροφος που ζει, ενώ με το διαζύγιο ο πρώην σύντροφος μπορεί να είναι
ψυχολογικά και σωματικά παρών» (Hennon, 2000, σελ. 356).
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το
εάν το διαζύγιο είναι συναινετικό ή όχι καθώς και η αιτία του διαζυγίου.
Διαφορετικές επιπτώσεις έχει παραδείγματος χάριν ένα διαζύγιο λόγω μοιχείας με
μια νεότερη γυναίκα και διαφορετικές επιπτώσεις ένα διαζύγιο όπου ο σύζυγος δεν
μπορεί να ανταπεξέλθει σεξουαλικά. Το διαζύγιο ύστερα από έναν μακροχρόνιο γάμο
προκαλεί σε μεγαλύτερο βαθμό ένα αίσθημα αποτυχίας.
Επιπλέον, είναι συνηθισμένο
γεγονός ότι οι χήροι παντρεύονται σε μεγαλύτερο ποσοστό από ότι οι χήρες. Αυτό
οφείλεται στις κοινωνικές συνθήκες, που ενθαρρύνουν να παντρεύονται οι άνδρες
νεότερες γυναίκες και αποτρέπουν το αντίθετο, κάτι που συνδέεται με τις
αυξημένες πιθανότητες για να ξαναπαντρευτούν. Κι ακόμα, οι ανύπαντρες γυναίκες
είναι περισσότερες από τους άνδρες. Το ίδιο μπορεί επίσης να ισχύει για τους
μεγαλύτερους άνδρες και γυναίκες που έχουν πάρει διαζύγιο (Hennon, 2000, σελ. 359).
Η χηρεία σε σύγκριση με το
διαζύγιο έχει «καλύτερα εδραιωμένα πρότυπα» και τα άτομα αντιμετωπίζεται με
καλύτερο τρόπο από τους άλλους. Έτσι τα άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση
χηρείας δέχονται ένα είδος κοινωνικής υποστήριξης που δεν μπορούν να βρουν τα
άτομα που βιώνουν έναν χωρισμό. Η χηρεία, η οποία είναι αναπόφευκτη κατάσταση
στη ζωή του ατόμου, θεωρείται ως καθοριστική κρίση, που μπορεί να επηρεάσει την
ευημερία στη μετέπειτα ζωή κατά ένα μέρος λόγω της προσαρμογής σε ένα μοναχικό
είδος ζωής και όλων των συναφών επιπτώσεων. Το άτομο σε κατάσταση χηρείας
νιώθει δυστυχία, απώλεια του αυτοσεβασμού, απόσυρση, γενική κατάπτωση, θλίψη,
μοναξιά και οικονομική αβεβαιότητα (Hennon, σελ. 355-362).
«Κάποιες έρευνες δηλώνουν ότι οι
γυναίκες υποφέρουν περισσότερο οικονομικά από τους άνδρες και ίσως
αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη δυσκολία στο να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή τους».
Το διαζύγιο εξακολουθεί να είναι άμεσα συνυφασμένο με τη δημιουργία κοινωνικού
στίγματος. Οι μεσήλικες γυναίκες αναζητούν περισσότερο την κοινωνική υποστήριξη
σε σχέση με τους άνδρες ειδικά από τα παιδιά τους. Οι χωρισμένες εμφανίζουν μια
πιο αμφιταλαντευόμενη συμπεριφορά απέναντι στους πρώην συζύγους τους. Η
προσαρμογή της διαζευγμένης στη νέα κατάσταση είναι πιο δύσκολη σε σχέση με τη
χήρα.
Τα διαζευγμένα ηλικιωμένα άτομα
έχουν χαμηλότερο επίπεδο ικανοποίησης σε
κάποιους τομείς της ζωής, ειδικά οι άνδρες. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία
διαζευγμένοι έχει βρεθεί ότι έχουν συχνά χειρότερες σχέσεις με τους φίλους
τους, από ότι όσοι έχουν χηρέψει. Επομένως, μπορεί να μην έχουν τη δυνατότητα
να δεχθούν υποστήριξη ούτε από τους φίλους. Το διαζύγιο μπορεί να έχει
αρνητικές επιδράσεις στη σχέση μεταξύ γονέων και παιδιών κι έτσι τα παιδιά
μπορεί να είναι λιγότερο πρόθυμα να προσφέρουν υποστήριξη. Λόγω της πιθανής
επίδρασης στα δίκτυα υποστήριξης και στην παροχή φροντίδας και υπηρεσιών, το
διαζύγιο μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα ζωής των ηλικιωμένων (Hennon, σελ. 355-362).
Το διαζύγιο στους ηλικιωμένους
μπορεί να μην είναι από τα πιο συχνά ζητήματα που συναντάμε στη Γεροντολογία,
αλλά φαίνεται πως έχει πολλαπλές πτυχές και διαστάσεις που θα πρέπει να μας
απασχολήσουν ή και να μας προβληματίσουν.
Βιβλιογραφία
Blieszner,
R. (1986). Trends in Family Gerontology Research. Family Relations, 35 (4), 555-562.
https://www.statistics.gr/el/statistics/-/publication/SJU09/2017.
Ελληνική Στατιστική Αρχή. Διαζύγια.
Hennon, C.B. (2000). Το διαζύγιο και οι ηλικιωμένοι. Ένας παραμελημένος
τομέας της έρευνας. Στη Χ. Νόβα- Καλτσούνη (Επιμ.), Κείμενα Κοινωνιολογίας του Γάμου και της Οικογένειας (σελ.
355-362). Αθήνα: Γ. Δάρδανος- Τυπωθήτω.
Troll,
L.E., Miller, S.J. & Atchley, R.C. (1979). Families in Later Life. Belmont: Wadsworth Publishing.
[1] https://www.statistics.gr/el/statistics/-/publication/SJU09/2017. Ελληνική Στατιστική Αρχή. Διαζύγια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου