Κάθε φορά που το ακούω, το πρώτο
πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι «από πότε γίναμε μια ιδεολογία, που ή
πιστεύεις ή δεν πιστεύεις σε αυτή;», «μήπως είμαστε καμιά αίρεση και δεν το έχω
πάρει χαμπάρι;» και τώρα τι πρέπει να κάνω; «Να προσπαθήσω να βρω τρόπο να σας
πείσω, ώστε να ενταχθείτε στην ιδεολογία μου;» και «Αξίζει τον κόπο να περάσει
πολύτιμος χρόνος απλά για να πειστείτε ότι η ψυχολογία είναι επιστήμη;».
Και η σκέψη αυτή μπορεί να
ακούγεται ειρωνική ή κυνική, αλλά το μόνο που κρύβει είναι απογοήτευση και
λύπη, για τον τρόπο με τον οποίο συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε… Πόσα χρόνια ακόμη χρειάζονται για να
ξεπεραστούν ορισμένα ταμπού…; Γιατί είναι καλύτερα να παριστάνεις ότι όλα είναι
μια χαρά, παρά να παραδεχτείς ότι δεν είναι και να αρχίσεις να βλέπεις τα
προβλήματα που υπάρχουν, να τα αναγνωρίσεις και να ασχοληθείς με αυτά; Είναι
προτιμότερο να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου ότι τα έχεις κάνει όλα σωστά, παρά να
παραδεχτείς ότι έκανες και λάθη, για τα οποία είσαι τώρα εδώ ώστε να τα
διορθώσεις, να τα αλλάξεις ή να τα ξεπεράσεις…;
Οπότε ας ξαναγνωριστούμε: Η
ψυχολογία είναι μια επιστήμη, που έχει ως στόχο να μελετήσει τη συμπεριφορά,
την προσωπικότητα, τις γνωστικές λειτουργίες και τα συναισθήματα του ατόμου.
Ασχολείται τόσο με τον εαυτό, όσο και με τις διαπροσωπικές σχέσεις. Ασχολείται
τόσο με την ψυχοπαθολογία, όσο και με τις κανονικότητες ή τα «φυσιολογικά»
στοιχεία, που μπορεί να μας δυσκολεύουν ή να μας προκαλούν δυσφορία. Δεν είναι
απαραίτητο να έχουμε μια σοβαρή ψυχοπαθολογία ώστε να επισκεφθούμε κάποιον
ειδικό. Είναι μια ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας ή να
βελτιώσουμε ορισμένα στοιχεία στη συμπεριφορά μας ή στον χαρακτήρα μας. Είναι
μια ευκαιρία να κάνουμε κάτι για εμάς, ξεκινώντας από το πιο απλό: να αρχίσουμε
να βάζουμε ως προτεραιότητα τον εαυτό μας (πάνω σε αυτό πολύ σκέφτονται ή και
σχολιάζουν: δεν θέλω να γίνω εγωιστής ή να λειτουργώ εγωκεντρικά, και τότε:
καταλαβαίνουμε πόσο βαθιά επίδραση έχει μέσα στην κοινωνία μας η ανάγκη να
νοιαζόμαστε και να σκεφτόμαστε τους άλλους, και με πόσο διαστρεβλωμένο τρόπο το
εφαρμόζουμε).
Ο ψυχολόγος, επομένως, δεν είναι
η απόδειξη ότι είμαστε τρελοί ή προβληματικοί, για αυτό καλύτερα να τον
αποφύγουμε, ούτε είναι ο δικαστής, που θα μας καταδικάσει ή θα αποφασίσει τι
κάναμε σωστά και τι όχι. Επίσης, ο ψυχολόγος δεν είναι μάντης, για να καταλάβει
τι μας συμβαίνει χωρίς να του πούμε τίποτα, ούτε έχει ικανότητες μάγου, ώστε να
μας βρει τις μαγικές λύσεις και να μας απαλλάξει από τα προβλήματα που
αντιμετωπίζουμε. Ο ψυχολόγος μπορεί να είναι απλά ο συνοδοιπόρος στο ταξίδι της
γνωριμίας με τον εαυτό μας, όπου χρησιμοποιεί τις γνώσεις που έχει, δίνοντας
κάποιες ερμηνείες σε αυτά που συζητάμε, ή παρουσιάζοντας κάποιες διαφορετικές
οπτικές γωνίες μέσα από τις οποίες μπορεί να ειδωθεί το κάθε θέμα που μας
απασχολεί. Αυτά που μας λέει δεν είναι συμβουλές ούτε οδηγίες για να τα
ακολουθήσουμε.
Ο ψυχολόγος απλά προσπαθεί να
ενεργοποιήσει τη λογική ή να μας δείξει τρόπους συνεργασίας ανάμεσα στη λογική
και το συναίσθημα. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει ξαφνικά και ολοκληρωτικά, μέσα
από μια-δυο συνεδρίες μαζί του. Αν σε όλη μας τη ζωή είχαμε μάθει να
λειτουργούμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο, δεν μπορούμε τώρα ξαφνικά να αλλάξουμε
τελείως… Μπορούμε σταδιακά να αλλάξουμε αυτά που μας ενοχλούν, αυτά που μας
δυσκολεύουν, αυτά που εμείς έχουμε επιλέξει ότι θέλουμε να αλλάξουμε,
εκπαιδεύοντας τον εαυτό μας να σκέφτεται, να λειτουργεί και να επεξεργάζεται τα
συναισθήματα διαφορετικά. Μπορούμε να βιώσουμε σταδιακά αλλαγές μέσα από την
καλύτερη γνωριμία του εαυτού μας, των συναισθημάτων και των σκέψεών μας.
Ο ψυχολόγος μπορεί να αποτελέσει
το πρόσωπο που θα μας βοηθήσει σε αυτή τη διαδικασία, σε αυτή την πορεία που
έχουμε αποφασίσει να ακολουθήσουμε ώστε να φτάσουμε στην επίτευξη κάποιων
σημαντικών για εμάς στόχων. Ο ψυχολόγος θα μπορούσε να είναι ο συνταξιδιώτης
μας στο συναισθηματικό ταξίδι, έτσι ώστε παρέα να δούμε πως νιώθουμε, πως
σκεφτόμαστε, τι προκαλούμε στον εαυτό μας, πώς έχουμε διαμορφώσει τις σχέσεις
μας, γιατί νιώθουμε έτσι, τι μπορούμε να αλλάξουμε και τι θέλουμε να αλλάξουμε.
Ο ψυχολόγος δεν παίρνει αποφάσεις για εμάς, ούτε γίνεται ο γονιός που θα μας
χαϊδεύει τα αυτιά και θα μας λέει πόσο τέλεια τα κάνουμε όλα. Είναι το πρόσωπο,
που σταδιακά μπορεί να μας φέρει αντιμέτωπους με αλήθειες του εαυτού μας, με
δικές μας αλήθειες, που θεωρούσαμε ότι ποτέ δεν θα μπορούσαμε να
αντιμετωπίσουμε.
Η δουλειά, τα συμπεράσματα και οι
αποφάσεις ανήκουν μόνο σε εμάς. Αν δεν θέλουμε να δούμε αλήθειες του εαυτού
μας, αν δεν θέλουμε να πάμε πιο βαθιά, ο ψυχολόγος δεν έχει μαγικά ραβδιά για
να το καταφέρει, παρά μόνο τη σταθερή παρουσία του, τη δόμηση εμπιστοσύνης και
τη δημιουργία ενός κλίματος μέσα στο οποίο θα αισθανόμαστε άνετα.
Σε όλο αυτό το συναισθηματικό
ταξίδι είναι σημαντικό να επιλέξουμε τον συνταξιδιώτη που μας ταιριάζει. Οπότε
είναι σημαντικό να υπάρχει συμπάθεια, εμπιστοσύνη, ασφάλεια, ειλικρίνεια.
Σκεφτείτε να ταξιδεύετε με κάποιον που δεν συμπαθείτε, που δεν νιώθετε
ασφαλείς, που δεν θα προκαλεί σταθερότητα, που δεν μπορείτε να εμπιστευθείτε,
που σας δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα, που δεν μπορείτε να εκφράσετε άνετα
και με ειλικρίνεια αυτά που νιώθετε… Επομένως, είναι σημαντικό να επιλέξουμε το
πρόσωπο που θα μας εμπνεύσει για αυτό το ταξίδι… (είναι σημαντικό να έχει
γνώσεις και κατάρτιση, αλλά εξίσου σημαντικό είναι να είναι ανθρώπινος και να
νιώθουμε ότι μπορούμε να ανοιχτούμε). Μέσα από τις πρώτες συναντήσεις και
δίνοντας λίγο χρόνο στον εαυτό μας ώστε να εξοικειωθεί μπορούμε να δούμε πόσο
μας ταιριάζει το συγκεκριμένο πρόσωπο για να είναι ο ψυχολόγος που θα κάνουμε
παρέα το συναισθηματικό ταξίδι του εαυτού μας…
Παπαδοπούλου
Ελένη, Ψυχολόγος- Κοινωνιολόγος, MSc.