Η ντροπή αποτελεί ένα από τα
καλύτερα καλυμμένα ανθρώπινα συναισθήματα, καθώς οι άνθρωποι δεν θέλουν ούτε να
νιώθουν αυτό το συναίσθημα ούτε να μιλούν για εμπειρίες που τους προκαλούν το
συγκεκριμένο συναίσθημα. Η φύση της ντροπής συνδέεται με κρυμμένα συναισθήματα
ανεπάρκειας και κατωτερότητας, που προέρχονται από τον εαυτό μας ή από τους
άλλους και για αυτό δεν θέλουμε να την ομολογούμε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό.
Το αίσθημα της ντροπής συνδέεται με τη σκέψη ότι δεν θα γίνουμε αποδεκτοί από
τους άλλους. Πρόκειται για ένα φόβο του ατόμου που το οδηγεί στην απομόνωση,
καθώς θεωρεί ιδιαίτερα δύσκολο να έρθει αντιμέτωπο με τη διαχείριση των
συναισθημάτων του ή με την αντιμετώπιση καταστάσεων όπου θα έρθει αντιμέτωπο με
την ντροπή (Matos et al., 2013. Okano, 1994).
Το συναίσθημα της ντροπής
καθορίζεται και πολιτισμικά, καθώς το εκάστοτε κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο
δίνει μια διαφορετική νοηματοδότηση και σημασία στο εν λόγω συναίσθημα. Για
παράδειγμα, στον ιαπωνικό πολιτισμό, οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια τάση
για ντροπή και συστολή, καθώς και ένα απολογητικό ύφος, ενώ γενικά θεωρούνται
μια κουλτούρα που είναι αρκετά επιρρεπής στην ντροπή, η οποία έχει μια μάλλον
αρνητική χροιά. Η ντροπή και η συστολή παίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεση
ψυχικών διαταραχών, όπως στην εμφάνιση της κοινωνικής φοβίας, της παράνοιας,
της κατάθλιψης και της δυσμορφοφοβίας. Η ντροπή σε υψηλά επίπεδα συνδέεται
δηλαδή με την εμφάνιση κοινωνικής φοβίας. Η κοινωνική φοβία έχει βρεθεί πως
εμφανίζεται σε υψηλότερα ποσοστά στην ιαπωνική κουλτούρα παρά στον δυτικό
κόσμο. Αυτό αποδίδεται στα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου πολιτισμού, που
θεωρείται υπερβολικά ευαίσθητος και οι αλλαγές επηρεάζουν τη σωματική και
ψυχική κατάσταση του ατόμου. Επίσης, εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο τα άτομα
αναγνωρίζουν και παραδέχονται τα συναισθήματά τους (Okano,
1994).
Σημαντικό ρόλο για την ανάπτυξη
της κοινωνικής φοβίας παίζει ο τρόπος που προβάλλεται και προωθείται η ντροπή
μέσα στο κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, μπορεί να θεωρείται
αγένεια να κοιτάς έντονα τους ανθρώπους και να θεωρείται μη κατάλληλο να
διεκδικείς λεκτικά και να εκφράζεις ξεκάθαρα τη γνώμη σου σε δημόσιους χώρους,
με αποτέλεσμα να αναγκάζεσαι να προβάλλεις μια πιο συγκρατημένη και προσεκτικά
παρουσιασμένη εικόνα, που οδηγεί σε μια έλλειψη καλλιέργειας και εκδήλωσης των
συναισθημάτων σου. Ουσιαστικά, μέσα σε μια τέτοια κοινωνία μαθαίνεις ότι είναι
ταμπού να βρίσκεσαι σε επαφή με τα συναισθήματά σου και συγκεκριμένα, μαθαίνεις
ότι το συναίσθημα της ντροπής είναι μια ένδειξη αδυναμίας (Matos et al., 2013. Okano, 1994).
Επομένως, φαίνεται πως τα
κοινωνικοπολιτισμικά στοιχεία συμβάλλουν στη διαμόρφωση συμπεριφορών και
πεποιθήσεων σχετικά με τη διαχείριση των συναισθημάτων μας. Μέσα σε κάθε
κοινωνία υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων που εμφανίζουν έντονα συμπτώματα
κοινωνικής φοβίας, βιώνοντας το φόβο της άμεσης αντιπαράθεσης και της
προφορικής επικοινωνίας με τους άλλους. Η εκδήλωση ή όχι αυτών των συμπτωμάτων
εξαρτάται από το εκάστοτε κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο και κυρίως από το βαθμό
στον οποίο οι άνθρωποι αισθάνονται ελεύθεροι να εκφράσουν αυτά τα συμπτώματα.
Πολιτισμοί που προωθούν περισσότερο πεποιθήσεις που αφορούν μια τάση για ντροπή
και μια προσπάθεια αποφυγής της εκδήλωσης των πραγματικών συναισθημάτων είναι
πιο πιθανό να οδηγήσουν στην εμφάνιση κοινωνικής φοβίας. Η ενθάρρυνση για
αποφυγή της λεκτικής διεκδικητικότητας και της άμεσης οπτικής επαφής με άτομα
που είναι ανώτερα ή κατώτερα καλλιεργεί τα συμπτώματα της κοινωνικής φοβίας,
δημιουργώντας προβλήματα και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Αυτό συνεπάγεται την
εμφάνισης μιας «ψευτοκοινωνικής φοβίας» αλλά και την αύξηση των ποσοστών
κοινωνικής φοβίας (Okano, 1994).
Από την άλλη μεριά, στο δυτικό
πολιτισμό θεωρείται περισσότερο αγενές να αποφεύγεις τη βλεμματική επαφή, που
μπορεί να ερμηνευθεί ως μια ένδειξη ευαλωτότητας, ανασφάλειας ή και έλλειψης
ειλικρίνειας. Οι δυτικές κοινωνίες προάγουν και ενθαρρύνουν τη λεκτική
διεκδικητικότητα και την έκφραση της γνώμης του ατόμου σχεδόν σε όλες τις
κοινωνικές περιστάσεις. Σε αντίθεση, με την ιαπωνική κουλτούρα που θεωρείται
ότι καλλιεργεί μια ψευτο-φοβική κοινωνία, η αμερικάνικη κουλτούρα πιέζει τους
ανθρώπους ώστε να προβάλλουν τις ικανότητές τους και τα δυνατά τους σημεία,
καλλιεργώντας κυρίως τα ναρκισσιστικά στοιχεία της προσωπικότητας των ανθρώπων.
Στην περίπτωση του δυτικού κόσμου, το άτομο λαμβάνει το μήνυμα ότι δεν θα
πρέπει να νιώθει αισθήματα ντροπής, ευαλωτότητας και κατωτερότητας, για αυτό το
άτομο θα πρέπει να προστατεύεται από αυτά τα συναισθήματα. Σύμφωνα με τα
χαρακτηριστικά της κοινωνίας που προβάλλει ένα ναρκισσιστικό πρότυπο πετυχημένο
θεωρείται το άτομο που μπορεί να αποκρύψει την ευαλωτότητα ως προς τη ντροπή
και την αίσθηση κατωτερότητας (Okano, 1994).
Η διαφορά ανάμεσα στους δύο
πολιτισμούς είναι ότι στην ιαπωνική κουλτούρα το άτομο ενθαρρύνεται ότι δεν
πρέπει να νιώθει ντροπή και να εκφράζει τέτοιου είδους συναισθήματα, ενώ στον
δυτικό κόσμο, το άτομο πιστεύει ότι θα πρέπει να μην δείχνει το πόσο ευάλωτο
είναι σε αισθήματα ντροπής και κατωτερότητας προσπαθώντας να τα κρατήσει
μυστικά. Και στις δύο περιπτώσεις το άτομο μαθαίνει ότι η ντροπή είναι ένα
συναίσθημα που δεν πρέπει να νιώθουμε, ούτε να εκφράζουμε. Η απόκρυψη της
ντροπής σε μεγάλο βαθμό μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας παθολογικής
κατάστασης, που θα προκαλέσει προβλήματα στις διαπροσωπικές και ευρύτερες
κοινωνικές σχέσεις. Επομένως, η λύση βρίσκεται κάπου στη μέση και μπορεί να
υιοθετηθεί μια διαφορετική οπτική στην οποία θα υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία και
η ντροπή θα είναι ένα συναίσθημα στο οποίο θα αποδίδεται τόσο θετική όσο και
αρνητική αξία, ενώ δεν θα θεωρείται ντροπή να εκφράσεις την ντροπή που νιώθεις,
καθώς δεν είναι πλήγμα για το ναρκισσισμό σου ούτε ένδειξη αδυναμίας.
Η ντροπή εμφανίζεται αρκετά νωρίς
στη ζωή του ατόμου και αποτελεί μια πρώιμη απειλή για την ανάπτυξη του
κοινωνικού εαυτού. Το άτομο μπορεί να έχει κάποιες πρώιμες αναμνήσεις στις οποίες
ένιωσε ντροπή και μπορεί να οφείλονται σε επώδυνο εκφοβισμό, σκληρή κριτική από
τους γονείς ή αποτυχία σε ένα σημαντικό τομέα για τη ζωή του παιδιού. Οι
πρώιμες εμπειρίες του παιδιού μπορεί να λειτουργήσουν τραυματικά και να
οδηγήσουν στην ανάπτυξη συναισθημάτων ντροπής, τα οποία κατά την ανάπτυξη του
παιδιού σε ενήλικα μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση κοινωνικού άγχους (Matos et al., 2013).
Βιβλιογραφία
Matos,
M., Pinto- Gouveia, J., & Gilbert, P. (2013). Effect of shame and shame memories on
paranoid ideation and social anxiety. Clinical
Psychology and Psychotherapy, 20, 334-349.
Okano,
K. (1994). Shame and social phobia: A transcultural viewpoint. Bulletin of the Menninger Clinic, 58 (3), 323-338.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου