Η παρεκκλίνουσα
συμπεριφορά του παιδιού μπορεί να εκδηλωθεί μέσα σε διάφορα κοινωνικά πλαίσια,
ένα από τα οποία είναι το σχολείο και πιο συγκεκριμένα το πλαίσιο της σχολικής
τάξης. Το σχολείο αποτελεί μία κοινωνική δομή με σαφείς θεσμούς και όρια, όπου
τα παιδιά θα πρέπει να συμμορφωθούν στους κανόνες του και οι δάσκαλοι να διατηρήσουν
την εξουσία τους με στόχο την τήρηση εκ μέρους των παιδιών των κανόνων του
σχολείου.
Για την
αιτιολογία και την ερμηνεία κάθε παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς υπάρχει ένα σύνολο
διαφορετικών προσεγγίσεων, όπου η κάθε μία δίνει έμφαση σε μια διαφορετική
πλευρά του ίδιου προβλήματος. Ψυχολογικοί, βιολογικοί, κοινωνιολογικοί
παράγοντες ή ένα συνονθύλευμα αυτών των παραγόντων μπορεί να οδηγήσει στην
κατανόηση της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς. Σημαντικό ρόλο παίζει και η
παρέμβαση που θα εφαρμοστεί για την αντιμετώπιση της συμπεριφοράς του παιδιού,
η οποία εξαρτάται άμεσα από τους παράγοντες που θεωρούμε ότι προκαλούν τη
συμπεριφορά αυτή. Ωστόσο η στάση του σχολείου και των δασκάλων είναι
καθοριστική και απαραίτητη, καθώς οι παρεκκλίνουσες συμπεριφορές των μαθητών
παρεμποδίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Τα προβλήματα συμπεριφοράς αποτελούν
ένα πολυεπίπεδο πρόβλημα που για την καλύτερη αντιμετώπισή του απαιτείται μια
πολυπαραγοντική προσέγγιση.
Η θεωρία της ετικέτας (Label theory)
Σύμφωνα με τη
θεωρία της ετικέτας, τα άτομα που δεν ακολουθούν τους ισχύοντες κοινωνικούς
κανόνες αντιμετωπίζονται ως ιδιαίτερα άτομα και ετικετοποιούνται. Η παρέκκλιση σχετίζεται
με τη μη τήρηση ορισμένων κανόνων που έχουν θεσπιστεί από άτομα ή ομάδες συνήθως
μεγαλύτερης ισχύς και εξουσίας και ουσιαστικά αποτελεί κοινωνικό κατασκεύασμα. Η
ετικέτα εκφράζει τη δομή και τη δύναμη της κοινωνίας, ενώ το άτομο στο οποίο
αποδίδεται μία ετικέτα γίνεται αναξιόπιστο και γίνεται αντιληπτό ως θύμα και
φαίνεται αβοήθητο. Στο σχολείο, ο δάσκαλος καθορίζει τους τύπους της
συμπεριφοράς και με βάση αυτή χαρακτηρίζει ορισμένα άτομα ως αποκλίνοντα.
Πρόκειται για
μία περισσότερο αλληλεπιδραστική θεωρία της παρέκκλισης που στηρίζεται στις
αλληλεπιδράσεις που γίνονται σε κοινωνικό επίπεδο και καθορίζεται από τους
κοινωνικούς κανόνες που ισχύουν, ενώ καμία πράξη δεν χαρακτηρίζεται από μόνη
της ως αποκλίνουσα. Δίνει έμφαση στην ενεργό διαδικασία της ετικετοποίησης,
αγνοώντας ή παραβλέποντας τις διαδικασίες που οδηγούν το άτομο στην
παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Δεν μπορεί δηλαδή να δώσει απαντήσεις στα αίτια που
αρχικά οδήγησαν το άτομο στην παρέκκλιση (πρωτογενής παρέκκλιση).
Θεωρία ελέγχου
Οι θεωρίες
ελέγχου κατατάσσονται στις πιο σύγχρονες θεωρίες για την ερμηνεία της
παρέκκλισης, δίνοντας έμφαση στον κοινωνικό έλεγχο που ασκείται από το σχολείο
και την οικογένεια. Η ανάγκη για έλεγχο αποτελεί χαρακτηριστικό της ανθρώπινης
ύπαρξης.
Η παρέκκλιση
είναι αποτέλεσμα της έλλειψης ελέγχου, είτε πρόκειται για ψυχολογικό έλεγχο που
ερμηνεύεται από την ψυχαναλυτική θεωρία είτε για κοινωνικό έλεγχο. Όσον αφορά
τον τελευταίο, φαίνεται πως εξαρτάται από τους καλούς δεσμούς που αναπτύσσει το
παιδί με την οικογένειά του και με το σχολείο. Οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να
ασκούν έλεγχο στις ζωές τους, αλλά όταν δεν καταφέρνουν να επιτύχουν τους
στόχους τους καταφεύγουν σε άλλους τρόπους, όπως είναι η εκδήλωση αντικοινωνικής
συμπεριφοράς.
Μέσα από την
ερευνητική εφαρμογή της συγκεκριμένης θεωρίας έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχει μία
σύνδεση ανάμεσα στα χαμηλά επίπεδα του αυτοκαθορισμού και την παρεκκλίνουσα
συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, τα αγόρια με καλή συμπεριφορά βρέθηκε ότι είχαν
υψηλότερη αυτοεκτίμηση.
Το βιοψυχοκοινωνικό
μοντέλο
Μια ολιστική
προσέγγιση για την ερμηνεία των παρεκκλίσεων είναι το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο.
Πρόκειται για μία προσέγγιση που για την κατανόηση της αιτιολογίας των
συμπεριφορών λαμβάνει υπόψη βιολογικές, ψυχολογικές και κοινωνικές επιδράσεις.
Είναι μία αρκετά πειστική προσέγγιση, καθώς εξετάζει πολλούς παράγοντες που ενδέχεται
να αλληλεπιδρούν και να οδηγούν στην προβληματική- παρεκκλίνουσα συμπεριφορά,
κάνοντας μας να συνειδητοποιήσουμε ότι η αιτία του προβλήματος δεν θα πρέπει να
αποδίδεται μόνο στο παιδί. Συνήθως τα αίτια μιας παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς
είναι πιο περίπλοκα, περιλαμβάνοντας και το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται
η συμπεριφορά, αλλά και το περιβάλλον από το οποίο προέρχεται το παιδί.
Μέσα από το
συγκεκριμένο μοντέλο μπορεί να γίνει μια πολυεπίπεδη ανάλυση καλύπτοντας
διάφορες πλευρές της συμπεριφοράς του ατόμου. Με τον καθορισμό βιολογικών και
ψυχολογικών παραγόντων μπορούν να επισημανθούν ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία
κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες μπορούν να προδιαθέσουν το άτομο για
παρέκκλιση. Επίσης, ο κοινωνικός παράγοντας είναι σημαντικός, καθώς το πλαίσιο
μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται συμβάλλει στην παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Ωστόσο,
η επίδραση των παραγόντων αυτών δεν σημαίνει ότι οι παράγοντες έχουν
αιτιολογική σχέση με την παρέκκλιση, ενώ είναι δύσκολο να καθοριστεί ο υπεύθυνος
κάθε φορά παράγοντας.
Ένα συμπέρασμα…
Πολλές φορές το
σχολείο αγνοεί τις προσωπικές δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζει ένα παιδί,
καθώς και την ανασφάλεια που ενδεχομένως βιώνει μέσα στην οικογένειά του. Κάποια
παιδιά δεν ενδιαφέρονται για το σχολείο και την εκπαίδευσή τους και βρίσκουν
τρόπους να το αποφύγουν καθώς δεν γνωρίζουν τη σημαντική επίδραση που έχει στο
μέλλον τους. Ωστόσο, είναι σημαντικό να εξετάσουμε τις παρεκκλίνουσες
συμπεριφορές και αντιδράσεις του παιδιού μέσα από ένα ευρύτερο πλαίσιο,
λαμβάνοντα υπόψη τα ερεθίσματα που έχει δεχτεί και δέχεται το παιδί από το
οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον.
Τις περισσότερες
φορές, το σχολείο εστιάζει το ενδιαφέρον του στη συμπεριφορά του παιδιού, καθώς
εμποδίζει την ομαλή διεξαγωγή του μαθήματος, με αποτέλεσμα να τοποθετείται στο
παιδί η ταμπέλα του ταραξία της τάξης ή και όλου του σχολείου. Σύμφωνα με τον Goffman (1963) το άτομο που παρεκκλίνει από το κοινωνικά
αποδεκτό στιγματίζεται. Έτσι, το παιδί στιγματίζεται στο πλαίσιο του σχολείου,
με αποτέλεσμα να λαμβάνει ανάλογες συμπεριφορές από τους άλλους, συχνά να
ενοχοποιείται χωρίς λόγο και εν τέλει και το ίδιο να υιοθετεί όλο και περισσότερο
τις συμπεριφορές, με τις οποίες καταφέρνει να επικεντρώσει το ενδιαφέρον των
άλλων, εκδηλώνοντας συμπεριφορές που γνωρίζει ότι δεν επιτρέπονται σύμφωνα με τους
κανόνες του σχολείου.
Από τη μία
πλευρά, το στιγματισμένο παιδί που φέρει την ταμπέλα του ταραξία ξέρει ότι
είναι ένας μαθητής που διαφέρει από τους υπόλοιπους μαθητές, κάτι που το ωθεί
στη διαμόρφωση των πεποιθήσεών του σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των άλλων, ενώ ο
δάσκαλος αναμένει την προβληματική συμπεριφορά του, με αποτέλεσμα να είναι σε
εγρήγορση ως προς τις αντιδράσεις του συγκεκριμένου παιδιού. Το στίγμα το οποίο
βιώνει το παιδί στο σχολείο έχει ως αποτέλεσμα την ετικετοποίηση του, τον
αποκλεισμό και το διαχωρισμό του από τα υπόλοιπα παιδιά (Link & Phelan, 2001). Ωστόσο,
το στίγμα που βιώνει το παιδί, το βοηθά να αποκομίσει και ορισμένα θετικά
οφέλη, όπως νομιμοποίηση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς και απαλλαγή από τους
πρέποντες κοινωνικούς κανόνες και τις υποχρεώσεις του σχολείου (Herman & Miall, 1990), ενώ του
δίνει την ευκαιρία να βρίσκεται στο επίκεντρο και οι άλλοι να ασχολούνται μαζί
του.
Στο πλαίσιο του
σχολείου, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σημαντική επίδραση του σχολείου και
του δασκάλου στη συμπεριφορά του παιδιού. Το σχολείο με το ήθος που κουβαλά,
έχοντας εδραιωμένες απόψεις και ιδανικά, μπορεί να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά
τη συμπεριφορά των μαθητών του. Ωστόσο, κάποιες φορές το σχολείο θα πρέπει να
προβληματίζεται σχετικά με το κατά πόσο συμβάλλει στον αποκλεισμό ορισμένων
μαθητών και στην πρόκληση προβληματικών συμπεριφορών κυρίως γιατί δίνει έμφαση
μόνο στη μετάδοση ακαδημαϊκών γνώσεων και προσοχή στους μαθητές με καλή διαγωγή.
Επίσης, το σχολείο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάπτυξη των διαπροσωπικών
σχέσεων των μαθητών και την πιθανότητα ύπαρξης μαθησιακών δυσκολιών, σε
συνδυασμό με τα επίπεδα της αυτοεκτίμησης του παιδιού. Ορισμένοι από αυτούς τους
παράγοντες μπορεί να οδηγήσουν σε πρώιμη ετικετοποίηση του παιδιού, που θα
συμβάλλει σε αποθάρρυνση του παιδιού σχετικά με τις εργασίες του σχολείου, με
αποτέλεσμα να αναζητά άλλους τρόπους να προσελκύσει την προσοχή των άλλων.
Βιβλιογραφία
Furlong, V.J.
(1991). Disaffected pupils: Reconstructing the sociological perspective. British Journal of Sociology of Education,
12 (3), 293- 307.
Goffman, E.
(1963). Stigma: Notes on the management
of spoiled identity. New Jersey: Prentice-Hall Inc.
Herman, N.J.,
& Miall, C.E. (1990). The positive consequences of stigma: Two case studies
in mental and physical disability. Qualitative
Sociology, 13 (3), 251- 269.
Link, B.G.,
& Phelan, J.C. (2001). Conceptualizing stigma. Annual
Review
of
Sociology, 27, 363- 385.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου