Τρίτη 26 Απριλίου 2022

Η «θεατρική» μονοπώληση της προσοχής των άλλων

Ορισμένα παιδιά εμφανίζουν σε έντονο βαθμό την τάση να βρίσκονται στο προσκήνιο, να επιδεικνύονται και να μονοπωλούν την προσοχή των άλλων. Σχεδόν όλα τα παιδιά περνούν από ένα ή περισσότερα στάδια επιδειξιομανίας και μερικά νιώθουν την ανάγκη να επιδεικνύονται όλες τις ώρες. Η ηλικία μεταξύ 3 και 5 ετών καθώς και η περίοδος της εφηβείας είναι περίοδοι έξαρσης της ‘θεατρικής’ επίδειξης και της μονοπώλησης της προσοχής των άλλων. 


 

«Η περίοδος μεταξύ 3 και 5 ετών είναι συνήθως η φάση της ταχείας ανάπτυξης του κοινωνικού Εγώ. Αρχίζει να διαμορφώνεται η ατομικότητα του παιδιού καθώς αυξάνει η συναισθηματική αυτονόμησή του από την οικογένεια. Το παιδί κατορθώνει να επιβεβαιώνει τον εαυτό του, σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον. Είναι αρκετά σύνηθες, οι προσπάθειες αυτές του παιδιού προς την αυτονομία να παίρνουν τη μορφή της θορυβώδους ορμητικότητας, του αρνητισμού και της επιδειξιομανίας».


 

«Το παιδί, μέσα στη χαρά της αίσθησης της δικής του προσωπικότητας και ατομικότητας, και των επιδράσεων που ασκούν επάνω στους άλλους, δεν μπορεί πάντοτε να διακρίνει τα όρια μεταξύ της αυτοεπιβεβαίωσής του (που οι γονείς θέλουν να ενθαρρύνουν ως κάποιον βαθμό), της μονοπώλησης της προσοχής των άλλων και του δικαιώματος των άλλων να πουν και αυτοί μια λέξη στη συζήτηση ή να τους αφήνουν ήσυχους. Πολλά παιδιά είναι ελκυστικά, χαριτωμένα και πολύ θαρρετά με τους μεγάλους και ενθαρρύνονται στο να προσελκύσουν τα φώτα της δημοσιότητας πάνω τους και στο να ‘κλέβουν την παράσταση’ από άλλα παιδιά και μεγάλους στις διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις. Όλοι μας, πιθανώς, είχαμε κάποτε την εμπειρία να επισκεφθούμε ένα σπίτι, όπου το παιδί αποτελεί το μόνο κέντρο όλων των δραστηριοτήτων της οικογένειας και να βρεθούμε μπροστά σε μια κατάσταση, όπου εμείς οι μεγάλοι δεν μπορούμε να ανταλλάξουμε ούτε μια κουβέντα μεταξύ μας, επειδή το παιδί έχει το μονοπώλιο ‘στη σκηνή’ και εξαντλεί όλο του το ρεπερτόριο από ‘χαριτωμένα’ τεχνάσματα. Και αυτό που ίσως είναι σαγηνευτικό για τους γονείς, ακόμη και για τους τρίτους, αποβαίνει απρεπές, ασεβές, εγωιστικό και αντικοινωνικό» (σελ. 42-43).

«Η επιδειξιομανία είναι συνήθως μεταβατική μορφή συμπεριφοράς. Χρειάζεται συμπαθητικό χειρισμό και κατανόηση των λόγων, για τους οποίους την εκδηλώνει το παιδί. Αν και δεν είναι καθόλου απαραίτητο να την πατατάξουμε με τρόπο αυταρχικό και τραχύ, εντούτοις δεν πρέπει ούτε και να την ενθαρρύνουμε. Μπορούμε να κατευθύνουμε την προσοχή του παιδιού σε κάτι άλλο, και αφού το αφήσουμε να πει και να κάνει τα δικά του για κάποιο μικρό, εύλογο χρονικό διάστημα, σταματάμε τις υπερβολές του (τη μονοπώληση του χρόνου, τις μεγαλοποιήσεις του και τις έντονες φωνές του) είτε εξηγώντας του πως αυτοί οι τρόποι συμπεριφοράς στρέφονται τελικά εναντίον του είτε απομακρύνοντάς τον από το κέντρο ‘της σκηνής’. Το παιδί που χρησιμοποιεί επιδεικτική συμπεριφορά, για να κερδίσει την προσοχή των άλλων, συνήθως την χάνει, γιατί γίνεται αντιπαθητικό. Η επιδεικτική συμπεριφορά γρήγορα θα εξαλειφθεί, αν δεν αμείβεται, δηλαδή αν δεν παρέχουμε στο παιδί κοινό- θεατές για να δώσει την παράστασή του» (σελ. 43-44).

 


Herbert, M. (1998). Ψυχολογικά προβλήματα της παιδικής ηλικίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

 

 


Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

Συνεργατικό παιχνίδι

Σύμφωνα με την Parten, το συνεργατικό παιχνίδι ξεκινά από την ηλικία των 4,5-5 ετών και έπειτα. Από αυτή την ηλικία τα παιδιά αρχίζουν να παίζουν μαζί με άλλα παιδιά, να μοιράζονται τα ίδια παιχνίδια και να θέτουν κοινούς στόχους στο παιχνίδι. Το παιχνίδι αυτό συμβάλλει στην κοινωνικοποίηση του παιδιού και στην ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων. Τα παιδιά χρειάζονται στήριξη, καθοδηγούμενη πρακτική και βοήθεια ώστε να αναπτύξουν θετικές κοινωνικές δεξιότητες, όπως το να μάθουν να μοιράζονται, να συμβιβάζονται και να προσαρμόζονται σε νέες καταστάσεις. Αυτό γίνεται σταδιακά και με διαφορετικούς ρυθμούς από παιδί- σε παιδί.

 


Τα βασικά χαρακτηριστικά είναι τα εξής:

Τα παιδιά εργάζονται μαζί σε ένα κοινό παιχνίδι, που το μοιράζονται, μοιράζονται έναν κοινό στόχο κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, έχουν ρόλους κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, ή μπορεί να υπάρξει κάποιος συμβιβασμός ή θυσία για το κοινό καλό του παιχνιδιού. 

 


Η συνεργασία είναι η ικανότητα όπου το άτομο ισορροπεί ανάμεσα στις δικές του ανάγκες και στις ανάγκες των άλλων. Η συνεργασία σημαίνει πραγματική κατανόηση και ικανότητα να σκεφτώ και την άλλη πλευρά. Το να κάνει ένα παιδί αυτό που θέλουν οι ενήλικες είναι συμμόρφωση. Η συνεργασία προϋποθέτει κοινή προσπάθεια, ένα πάρε- δώσε που στηρίζεται στην αμοιβαία ικανοποίηση και αναπτύσσεται σταδιακά. Για να αναπτυχθεί στο παιδί ένα πνεύμα συνεργασίας θα πρέπει να καταλάβει ότι οι υποχρεώσεις και οι κανόνες που υπάρχουν είναι καλοί για όλους. Προσφέρουμε επιλογές στο παιδί ώστε να μπορέσει το ίδιο να επιλέξει, δείχνοντάς το έτσι σεβασμό. Ο σεβασμός δημιουργεί μια αίσθηση συνεργασίας, η οποία όμως πηγάζει από το εσωτερικό του ατόμου.


 

Πηγές:

https://helpfulprofessor.com/stages-of-play/.

https://www.zerotothree.org/resources/222-tips-on-helping-your-child-learn-to-cooperate.

 


 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

Η «άσχημη» γλώσσα στην παιδική ηλικία

Παιδιά που βρίζουν…

 


«Η ‘άσχημη’ γλώσσα είναι μια μορφή λεκτικής βίας. Πολλοί άνθρωποι βρίζουν ή βλαστημούν για να ‘βγάλουν’ από μέσα τους εχθρικά συναισθήματα που δεν μπορούν νζ τα εκφράσουν με άλλους τρόπους, με σωματική βία. Η χρήση ‘άσχημης’ γλώσσας στους ενηλίκους ρυθμίζεται από συμβατικούς κανόνες και δεν αποδοκιμάζεται παρά μόνο αν χρησιμοποιηθεί σε ακατάλληλες περιστάσεις.

Στους περισσότερους ενηλίκους δεν αρέσει να ακούνε τα παιδιά, ιδιαίτερα τα δικά τους, να βρίζουν και να βλαστημούν. Οι εκδηλώσεις κατάπληξης που συχνά παρατηρούνται στους γονείς, όταν βρεθούν μπροστά στις πρώτες εκρήξεις ‘άσχημης’ γλώσσας του παιδιού τους, οφείλονται κατά κύριο λόγο σε αμηχανία, ίσως και στην προσβολή που νιώθουν, γιατί του παιδί τους μίλησε άσχημα μπροστά σε τρίτους. Τα παιδιά δεν έχουν την ίδια ανάγκη με τους ενηλίκους να χρησιμοποιήσουν άσχημη γλώσσα, γιατί έχουν στη διάθεσή τους πολύ μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης και περισσότερους εναλλακτικούς τρόπους εκτόνωσης. Γεγονός είναι πάντως ότι και τα παιδιά χρησιμοποιούν την άσχημη γλώσσα. Αρπάζουν κάποιες λέξεις και εκφράσεις από τους μεγάλους και από άλλα παιδιά, και τις επαναλαμβάνουν, συνήθως στις πιο ακατάλληλες στιγμές. Πολλοί γονείς δεν συνειδητοποιούν ότι η χρήση άσχημης γλώσσας δεν περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη κατηγορία παιδιών. Γοητεύει όλα τα παιδιά και όλα, αν αφεθούν ελεύθερα, κάποια στιγμή θα αρχίσουν να επιδίδονται σε αυτό το ‘σπορ’.

 


 

Η άσχημη γλώσσα συνίσταται σε αισχρές λέξεις ή σε βλαστήμιες.

 Οι αισχρολογίες αρέσουν ιδιαίτερα στα μικρά παιδιά. Στις μέρες μας, οι πρώτες άσχημες λέξεις που μαθαίνει ένα παιδί είναι συνήθως εκείνες που σχετίζονται με περιττώματα. Το παιδί απολαμβάνει πολύ να τις λέει, γιατί ξέρει τι σημαίνουν. Τα παιδιά ηλικίας 4-7 ετών, έχοντας μάθει ότι οι λέξεις αυτές είναι απαγορευμένες, τείνουν να τις χρησιμοποιούν πολύ συχνά- όποτε βέβαια μπορούν να το κάνουν χωρίς συνέπειες. Τις ψιθυρίζουν στις γωνίες και τις γράφουν στους τοίχους. Αυτές οι λέξεις τους κινούν την περιέργεια, γιατί στην ηλικία αυτή οι λειτουργίες της απέκκρισης βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του παιδιού και γιατί ξέρουν ότι αποτελούν απαγορευμένο ζήτημα. Η γοητεία αυτά τα κάνει να μεταχειρίζονται και άλλες λέξεις που έχουν ακόμη και μικρή σχέση με το θέμα αυτό, σαν να ήταν και αυτές αισχρολογίες.  Ακούει κανείς μερικές φορές τα πιτσιρίκια να ψιθυρίζουν τις λέξεις ‘κιλότα’ ή ‘πισινός’ κρυφοκοιτάζοντας το ένα το άλλο και χαμογελώντας πονηρά.

Ένα άλλο είδος αισχρολογίας που προθύμως χρησιμοποιείται επίσης από τα παιδιά, είναι λέξεις αναφερόμενες στο σεξ, παρόλο ότι τα παιδιά δεν γνωρίζουν τι ακριβώς σημαίνουν οι λέξεις αυτές. Έχουν διαπιστώσει ότι, όταν λένε ορισμένες λέξεις, οι ενήλικοι που είναι παρόντες αντιδρούν έντονα. Είναι για αυτά, λοιπόν, πραγματικός πειρασμός να λένε τις λέξεις αυτές συχνά, για να δουν ποια θα είναι η αντίδραση την επόμενη φορά. Η διευθύντρια ενός νηπιαγωγείου, υπό την πίεση μιας ‘επιδημίας’ αισχρολογίας που είχε ξεσπάσει στο σχολείο της, ζήτησε τη βοήθεια ψυχολόγου. Τα παιδιά χρησιμοποιούσαν τη λέξη ‘γαμώ’ (το στόμα τους πήγαινε πολυβόλο), απολαμβάνοντας προφανώς τις υστερικές αντιδράσεις των δασκάλων. Όταν οι δάσκαλοι έπαυσαν να αντιδρούν, το μαζικό φαινόμενο γρήγορα ξεθύμανε.


 

Οι βλαστήμιες είναι αρκετά δημοφιλείς στα μεγαλύτερα παιδιά και συνήθως χρησιμοποιούνται στις κατάλληλες περιπτώσεις. Η βλαστήμια ‘στο διάολο’ χρησιμοποιείται αρκετά συχνά από τα μεγαλύτερα παιδιά. Το ‘Διάολε!’ θεωρείται σήμερα αρκετά άκακο, ακόμη και στο στόμα ενός παιδιού. Οι βλαστήμιες δεν συγκινούν ιδιαίτερα τα παιδιά μέχρι να φτάσουν στην εφηβεία, οπότε αποκτούν μεγαλύτερη επίγνωση του νοήματος των λέξεων.

Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που τα παιδιά χρησιμοποιούν αισχρολογίες. Ένας από τους λόγους είναι η γοητεία που ασκεί το γεγονός ότι, τόσο οι ίδιες λέξεις όσο και τα πράγματα στα οποία αναφέρονται, είναι απαγορευμένες. Οι λέξεις αυτές ασκούν κάποια μαγεία στους κύκλους των παιδιών. Προφέροντάς τες, το παιδί είναι σίγουρο ότι θα κάνει τους φίλους να γελάσουν. Άλλος λόγος είναι ότι τα παιδιά αρέσει να μιμούνται τους μεγάλους και η άσχημη γλώσσα θεωρείται κάτι αποκλειστικά ‘για μεγάλους’, όπως το κάπνισμα. Συχνά αυτός είναι ο λόγος που βωμολοχούν τα μεγαλύτερα παιδιά. Το παιδί έχει την τάση να χρησιμοποιεί την αγαπημένη βρισιά κάποιου τον οποίον θαυμάζει π.χ. του μεγαλύτερου αδερφού του. Ιδιαίτερα γόητρο αποκτάει το παιδί που ξέρει αισχρολογίες που δεν τις γνωρίζουν τα άλλα παιδιά. 


 

Λέγεται συχνά ότι τα παιδιά χρησιμοποιούν άσχημη γλώσσα, επειδή θέλουν να ‘σοκάρουν’ τους μεγάλους και ότι, αν υπάρξουν τέτοιες αντιδράσεις καταθορύβησης από τους μεγάλους, όταν το παιδί βωμολοχεί, το βέβαιο είναι ότι η βωμολοχία θα συνεχιστεί και θα επαυξηθεί. Αυτό δεν αληθεύει εντελώς. Το να σοκάρεις κάποιον είναι μια επιτηδευμένη απόλαυση που την μαθαίνει κανείς όταν φθάσει στην εφηβεία. Τα παιδιά είναι πάρα πολύ εξαρτημένα από τους μεγάλους και ποτέ δεν θα ήθελαν να αποξενωθούν από αυτούς. Αυτό που πράγματι θέλουν είναι να τους προκαλέσουν, να αποσπάσουν την προσοχή τους, να πουν κάτι που θα αναγκάσει τους μεγάλους να ασχοληθούν μαζί τους. Ο ασφαλέστερος τρόπος για να ενθαρρύνει κανείς ένα παιδί να βωμολοχεί είναι να γελάσει την πρώτη φορά που το παιδί κάνει κάτι τέτοιο. Ο καλύτερος τρόπος, για να κάνουν οι γονείς τα παιδιά τους να σταματήσουν τις βρισιές και τις βωμολοχίες, είναι να μην τους δίνουν καμιά απολύτως σημασία. Χρειάζεται όμως πολλή προσοχή, γιατί τα παιδιά μπορεί να αποδειχθούν πολύ επίμονα και τότε οι γονείς ίσως παύσουν πρώτοι να τηρούν αυτή την αδιάφορη στάση τους. Επίσης, η μέθοδος αυτή παραβλέπει την πιθανότητα να έχει το παιδί πραγματικά ανάγκη για περισσότερη προσοχή εκ μέρους των γονέων του. Αρκετές φορές συμβαίνει οι γονείς να χρησιμοποιούν οι ίδιοι άσχημη γλώσσα και να προβάλλουν τη δικαιολογία ότι: ‘οι μεγάλοι μπορούν να βρίζουν και να βλαστημούν, αλλά όχι τα παιδιά’. Αυτό είναι όχι μόνο παράλογο, αλλά φέρει και ακριβώς το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Εδραιώνει την πίστη του παιδιού ότι η δυνατότητα να χρησιμοποιεί άσχημη γλώσσα είναι ένα συναρπαστικό προνόμιο και ένα ‘διάσημο’ εξουσίας, όσο περισσότερο το παιδί πιστεύει κάτι τέτοιο, τόσο περισσότερο θέλει και να το κάνει.

Είναι δύσκολο να ξεκαθαρίσουμε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο ένας γονέας θα κατορθώσει ώστε το παιδί του να πάψει να χρησιμοποιεί άσχημη γλώσσα. Το να τιμωρείς κάθε φορά το παιδί που βωμολοχεί –εκτός του ότι οι περισσότεροι γονείς δεν θα ήθελαν να κάνουν κάτι τέτοιο με τα παιδιά τους- έχει ως συνέπεια απλώς να πάψει το παιδί να χρησιμοποιεί άσχημη γλώσσα μπροστά τους. Τα αποτελέσματα είναι βραχυπρόθεσμα. Εκείνο που πραγματικά θα βοηθούσε τους γονείς είναι να προσπαθήσουν να αναλύσουν και να μάθουν τους λόγους, για τους οποίους θέλουν να σταματήσουν το παιδί τους να χρησιμοποιούν άσχημη γλώσσα. Θεωρούν την άσχημη γλώσσα ως κάτι το πολύ προσβλητικό; Μήπως ανησυχούν ότι το παιδί θα τιμωρηθεί από το κοινωνικό του περιβάλλον; Ή φοβούνται μήπως νομίσουν οι άλλοι ότι το παιδί έχει κακή ανατροφή; Είναι εντελώς απαραίτητο να πούμε ότι στο παιδί  ότι η άσχημη γλώσσα προσβάλλει τους ανθρώπους. Όταν το παιδί κατανοήσει ότι η άσχημη γλώσσα πραγματικά προσβάλλει τους άλλους, είναι εύκολο να αντιμετωπιστούν, χωρίς υποκρισία, ποικίλες καταστάσεις όπως π.χ. οι βωμολοχίες μπροστά σε καλεσμένους» (σελ. 39-42).

 


Απόσπασμα από το βιβλίο:

Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας (Τόμ. 1β), του Martin Herbert, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.