Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022

Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση στην προσχολική ηλικία

Πώς ξεκινάμε τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση;

Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση έχει ξεκινήσει από τη στιγμή της γέννησης των παιδιών. Τα παιδιά μαθαίνουν για τον έρωτα, την ανδρική και γυναίκα φύση. Καθώς μεγαλώνουν έχουν ανάγκη από όλο και περισσότερες πληροφορίες και όταν είναι έτοιμα κάνουν ερωτήσεις. Όμως είναι σημαντικό να είναι ανοιχτοί οι γονείς σε συζητήσεις τέτοιου είδους έτσι ώστε να νιώθουν άνετα και τα παιδιά να ρωτήσουν. Μερικά παιδιά δεν κάνουν ποτέ ερωτήσεις και δίνουν την εντύπωση ότι δεν ενδιαφέρονται για αυτά τα θέματα. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να μάθουν και έχουν ανάγκη από τη ζεστή συναισθηματική επαφή και από τα θετικά συναισθήματα που έρχονται ως επακόλουθο της ανοιχτής επικοινωνίας σχετικά με το σεξ.

 


Γεννητικά όργανα

o Είναι μέρη του σώματός μας που θεωρούνται αυστηρά προσωπικά

o Μπορούν να παίζουν με τα γεννητικά όργανα για αυτό δεν πρέπει να γίνεται δημόσια

o Αγγίζοντας, χαϊδεύοντας, αγκαλιάζοντας και φιλώντας ο ένας τον άλλο εκφράζουμε την αγάπη μας. Τα χάδια στα γεννητικά όργανα δεν πρέπει να τα δέχονται από κανέναν.

 

Γνωριμία με το σώμα

o Το παιδί θα πρέπει να γνωρίσει τόσο το δικό του σώμα όσο και το σώμα του αντίθετου φύλου. Προκύπτουν ερωτήσεις σχετικά με την ύπαρξη ή όχι πέους. Εξηγούμε στο παιδί ότι μόνο οι άνδρες έχουν πέος.

 


Στο παιδί μπορεί να προκύψουν απορίες σχετικά με την τριχοφυΐα στα γεννητικά όργανα των ενηλίκων- αναφέρουμε στο παιδί ότι μεγαλώνοντας εμφανίζονται τρίχες στα γεννητικά όργανα, τα πόδια και τις μασχάλες.

Το να απαγορεύσουμε στα παιδιά να χρησιμοποιούν τα αισχρόλογα που ακούνε δεν είναι αποτελεσματικό, αφού μπορούν να τα χρησιμοποιούν, όταν δεν είναι παρών κάποιος ενήλικας. Αν οι γονείς δεν χρησιμοποιούν αισχρόλογα, μακροπρόθεσμα και τα παιδιά θα μάθουν να τα αποφεύγουν. Η καλύτερη τακτική είναι να τα αγνοούμε, όταν λέγονται από τα παιδιά.

Τα πονηρά γέλια για τα γεννητικά όργανα είναι πολύ συνηθισμένα όταν τα παιδιά είναι στην προσχολική ηλικία.

 

Περίοδος

Αν το παιδί δει τη μαμά να αλλάζει σερβιέτα ή να έχει αίμα θα πρέπει να του εξηγήσουμε ότι όλες οι γυναίκες κάθε μήνα έχουν αίμα για λίγες μέρες, που δεν πονάει όμως και δεν είναι όπως όταν πέσουμε και χτυπήσουμε.

Να δίνετε πάντοτε στο παιδί σας απαντήσεις ανάλογες με την ηλικία του. Μην μπαίνετε σε λεπτομέρειες που δεν είναι απαραίτητες, εκτός κι αν σας το ζητήσει το ίδιο το παιδί. Με το να του μιλήσετε για όλα όσα συμβαίνουν στα αναπαραγωγικά συστήματα της γυναίκας και του άνδρα, για τα ωάρια και το σπέρμα, θα καταφέρετε μόνο να το μπερδεύετε. Φροντίστε ώστε οι απαντήσεις σας να είναι ξεκάθαρες και ακριβείς. Αντιμετωπίστε τις σεξουαλικού περιεχομένου ερωτήσεις του όπως ακριβώς και κάθε άλλου είδους ερωτήσεις.

 

Αν ο γονιός νιώθει αμήχανα να είναι γυμνός μπροστά στο παιδί είναι καλύτερα να μην πιεστεί να το κάνει. Μέχρι την ηλικία των 4-5 ετών τα παιδιά μπορούν να δουν το σώμα των ενηλίκων. Έπειτα εξαρτάται και από τις προσωπικές απόψεις και τη νοοτροπία των γονέων. Αν οι γονείς δεν επιθυμούν να τους βλέπουν τα παιδιά γυμνά τα εξηγούν ότι όλοι έχουμε ανάγκη τον απόλυτα προσωπικό μας χώρο. Έτσι τα παιδιά μαθαίνουν να το σέβονται αυτό και μαθαίνουν ότι και τα ίδια έχουν τον ιδιωτικό τους χώρο.

 

Η γνωριμία του παιδιού, σε μικρή ηλικία, με τα σώματα των ενηλίκων αποτελεί, ωστόσο, μια ευκαιρία για το παιδί να αποδεχτεί και τη δική του μεταμόρφωση του σώματος καθώς θα ωριμάζει. Βοηθάει δηλαδή το γυμνό σώμα ώστε να εξοικειωθεί με το δικό του σώμα και τις μελλοντικές αλλαγές του. Σε κάθε περίπτωση είτε μέσω των γυμνών σωμάτων των γονέων είτε μέσω βιβλίων το παιδί θα πρέπει να γνωρίσει το σώμα των ενηλίκων και των δύο φύλων, ανεξάρτητα από το φύλο του ίδιου του παιδιού. Επειδή στην ηλικία των 5-6 ετών αρχίζει να εμφανίζεται η ντροπή για το γυμνό σώμα στο παιδί, καλό είναι οι γονείς να δείχνουν σεβασμό σε αυτό.

 


Υπάρχει περίπτωση να κάνει συνέχεια τις ίδιες και τις ίδιες ερωτήσεις και να ζητάει να του επαναλαμβάνετε όσα του εξηγείτε πολλές φορές. Να έχετε υπομονή, αυτό είναι ένα φυσιολογικό κομμάτι της διαδικασίας της μάθησης οποιουδήποτε πράγματος. Επειδή εσείς του λέτε απλά ότι βγήκε από την κοιλίτσα της μαμάς του, δε σημαίνει ότι θα το θυμάται ή ότι θα το πιστέψει! Το παιδί σας θα πρέπει να αισθάνεται ότι μπορεί να σας πλησιάσει σχετικά με το σεξ. Ένα παιδί ηλικίας 5 χρόνων και πάνω μπορεί να θελήσει να μάθει πώς βρέθηκε στην κοιλιά της μαμάς του. Θα πρέπει τότε ν’ αρχίσετε να συμπεριλαμβάνετε στις εξηγήσεις σας το ότι το σεξ συμβαίνει μέσα στο πλαίσιο μιας στοργικής σχέσης.

 

Το καλύτερο είναι τα αγόρια να συζητάνε περισσότερο με τον πατέρα και τα κορίτσια με την μητέρα, χωρίς αυτό να είναι απόλυτο. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει τα παιδιά να συζητάνε για σεξουαλικά θέματα με τον γονιό που νιώθει πιο άνετα να συζητήσει για τέτοια θέματα. Αν ο γονιός νιώθει αμηχανία αυτό θα περάσει στο παιδί και η συζήτηση θα σταματήσει, ενώ έτσι δεν θα νιώσει και το παιδί άνετα να κάνει ερωτήσεις και να λύσει απορίες του.

 

Το ερώτημα είναι πως ξεκινάω μια τέτοια συζήτηση;

Όταν τα παιδιά δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται, είναι καλό να ανοίγουμε εμείς τη συζήτηση για θέματα που σχετίζονται με το σεξ. Το ερέθισμα, το έναυσμα για μια τέτοια συζήτηση μπορεί να γίνει μέσα από ένα άρθρο της εφημερίδας ή από μια εκπομπή στην τηλεόραση που μπορεί να αναφέρεται στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα ή στο AIDS ή στις εκτρώσεις. Ακόμα και θέματα που υπάρχουν στις ειδήσεις μπορεί να μας δώσουν την αφορμή για μια συζήτηση. Η απάντηση του παιδιού «τα ξέρω όλα για αυτό το θέμα», δεν πρέπει να λειτουργεί αποτρεπτικά για τους γονείς. Δείχνοντας στα παιδιά μας ότι μπορούμε να μιλήσουμε μαζί τους για τέτοια θέματα, παροτρύνουμε και τα ίδια να μας κάνουν ερωτήσεις και να μας εκφράσουν απορίες τους.

 


Πολλοί γονείς σκέφτονται ότι συζητώντας για θέματα σεξουαλικότητας με τα παιδιά τους θα τους εξάψουν τη φαντασία και την περιέργεια και θα τα ωθήσουν πιο γρήγορα να δοκιμάσουν να κάνουν σεξ. Αυτά τα δύο δεν συνδέονται απαραίτητα. Στόχος είναι η ενημέρωση των παιδιών με απλό και ευθύ τρόπο, να καταλάβουν ότι ο έρωτας και το σεξ είναι μέρος της ζωής και θα τα συναντήσουν μπροστά τους καθώς μεγαλώνουν. Τα παιδιά σήμερα βρίσκονται διαρκώς εκτεθειμένα σε πολλά διαφορετικά ερεθίσματα και χρειάζονται σωστή ενημέρωση ώστε να καταλάβουν ποιες πληροφορίες είναι ορθές και ποιες όχι και να μπορέσουν να βγάλουν κάποιο νόημα από όλα αυτά.

 

Τι απαντάμε στο παιδί εξαρτάται και από τις απόψεις και πεποιθήσεις –την κοσμοθεωρία- των γονιών. Οι γονείς είναι αυτοί που θα αποφασίσουν για τον τρόπο και τον βαθμό ενημέρωσης του παιδιού τους για θέματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης. Το πιο σημαντικό είναι να μη φορτώσουν το παιδί με ιδεολογίες, στερεότυπα για τα δύο φύλα, φόβο και ενοχές για τις σχέσεις και το σεξ, καθώς και μια αρνητική εικόνα για το σώμα.

 

Προφυλάσσοντας τα παιδιά από τη σεξουαλική κακοποίηση

Όσο πιο άνετα μιλούν οι γονείς στα παιδιά για σεξουαλικά ζητήματα τόσο πιο πολλές πιθανότητες έχουν αν συμβεί κάτι ή αν τα παιδιά παρατηρήσουν μια κίνηση που τους ενοχλεί (π.χ. χάδια στα γεννητικά όργανα, περίεργες συζητήσεις με ενηλίκους) να μιλήσουν με τους γονείς τους. Οι γονείς δεν πρέπει να δείχνουν ότι οι απορίες των παιδιών τους προκαλούν έκπληξη.

Είναι σημαντικό τα παιδιά να καταλάβουν ότι το σώμα είναι αποκλειστικά δικό τους και δεν πρέπει να δέχονται αγγίγματα από άλλους. Πρέπει να μάθουν να λένε όχι, αν δεν τους αρέσει να τα αγγίζουν ή να τα αγκαλιάζουν με ορισμένους τρόπους, και να σας λένε αν τύχει να γίνουν αποδέκτες κάποιας συμπεριφοράς που τους φαίνεται ανάρμοστη ή τα κάνει να νιώθουν άβολα.

 


 

Πηγή:

June Morris. Κουβεντιάζοντας για το σεξ με τα μικρά μας παιδιά. Εκδόσεις Θυμάρι.

 

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

 

Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

Διαβάζοντας... "Τα μικρά αφεντικά. Όταν οι γονείς 'τα δίνουν όλα'... για τα παιδιά τους"

«Υπάρχουν παιδιά που εξουσιάζουν όλη την οικογένεια»

 «Υπάρχουν πολλοί λόγοι για την κυριαρχία των παιδιών. Κατά πρώτον, οι γονείς έχουν συχνά ενοχές, χωρίς να το συνειδητοποιούν. Αυτό έχει να κάνει με τις προσδοκίες που έχει κανείς σήμερα από τα παιδιά. Πολλοί γονείς αποκτούν παιδιά γιατί πιστεύουν ότι έτσι και η ζωή τους θα αποκτήσει νόημα. Το παιδί αποτελεί, δηλαδή, έναυσμα ευτυχίας και προσφέρει τη δυνατότητα να ικανοποιηθούν προσωπικές ανάγκες. 


 

Αλλά οι συνθήκες ζωής στην οικογένεια και οι περιβαλλοντικές συνθήκες, γενικότερα, που προσφέρουμε σήμερα στα παιδιά μας δεν είναι πάντα πολύ φιλικά προσκείμενες σ’ αυτά: Διαζύγιο, επαγγελματική απασχόληση και των δύο γονιών, μονογονεϊκές οικογένειες, θετοί γονείς, φτώχεια, στενότητα χώρου κατοικίας και επιβαρυμένες περιβαλλοντικές συνθήκες.

Οι γονείς προσπαθούν να εξισορροπήσουν αυτά τα μειονεκτήματα με το να αφήνουν τα παιδιά τους να κυριαρχούν. Ένας σημαντικός λόγος είναι ακόμα το γεγονός ότι έχει αυξηθεί σημαντικά και το φαινόμενο του ατομικισμού. Δίνουμε, δηλαδή, μεγαλύτερη σπουδαιότητα στο υποκείμενό μας και πολύ λιγότερη στο να είμαστε πολίτες της κοινωνίας μας. Όπως έχουν αυξηθεί, επίσης, και τα μοναχοπαίδια.

Ζούμε σε έναν κόσμο που μας ξεγελάει με την υπόσχεση ότι όλα είναι εφικτά. ‘Κάνουμε’ ένα παιδί, ‘παίρνουμε’ αυτό που θέλουμε και που χρειαζόμαστε. Η ζωή έχει γίνει όπως ένα κατάστημα με αυτοεξυπηρέτηση.

Ίσως οι γονείς πιστεύουν ότι διαπράττουν αδικία όταν κυριαρχούν δύο σε ένα παιδί. Από την άλλη μεριά είναι σκληρή δοκιμασία για τους γονείς να τα βγάλουν πέρα με περισσότερα από δύο παιδιά» (Veronika Windsor-Oettel, 2001, σελ.209-210).


 

Σύμφωνα με την Schneider, «Τα παιδιά είναι, πράγματι, μία από τις μεγάλες περιπέτειες στον ελεγχόμενο κόσμο της γνώσης, όπου όλα έχουν γίνει υπολογίσιμα. Είναι κάτι πιο μυστηριώδες από κάθε κατάδυση βυθού, πιο απροσδόκητο από κάθε έκπληξη… Τα παιδιά έρχονται χωρίς οδηγίες χρήσεως και χωρίς εγγύηση. Δεν γίνεται να τα σχεδιάσεις ούτε να τα ελέγξεις προτού τα αποκτήσεις. Δεν μπορείς ούτε να τα επιστρέψεις ούτε να υποβάλεις παράπονα. Κανένας δεν είναι σε θέση να προβλέψει την έκβαση.

Τα παιδιά είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ζωής μας. Μας κάνουν ευτυχισμένους, μας νευριάζουν, μας λυπούν, είναι μικροί αφέντες. Βλέπουν τους γονείς τους σαν προσωπική τους ιδιοκτησία, και πιστεύουν ότι, αφού θέλαμε να τα αποκτήσουμε, θα πρέπει να προσανατολίζουμε τη ζωή μας αποκλειστικά στις ανάγκες τους. Δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους πάνω μας, δοκιμάζουν τα όρια της υπομονής μας –γενικά, μας βάζουν σε κατάσταση εξέτασης. Αλλά τα παιδιά μας φέρνουν ζωή, μαζί με όλα τα σκαμπανεβάσματα που μπορεί να υπάρξουν, με απαιτήσεις και καθήκοντα. Κανένα άλλο άτομο δεν έχει το θάρρος να βγάλει τα νεύρα του πάνω μας ή και να μας εξαναγκάσει να κάνουμε πράγματα που, ουσιαστικά, δεν θέλουμε να κάνουμε. Τα παιδιά μας τρομοκρατούν και μας τυραννούν, μας πιέζουν και μας φτάνουν στα όρια της απελπισίας. Και δεν φαίνεται να μας λυπούνται.

Όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά. Η αγάπη για ένα παιδί είναι κάτι το μοναδικό που δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα άλλο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά να τα παρακολουθείς καθώς ανακαλύπτουν τον κόσμο. Δεν υπάρχει πιο ειλικρινές αίσθημα υπερηφάνειας από εκείνο που νιώθεις όταν βλέπεις ότι κατάφεραν κάτι. Δεν υπάρχει πιο μόνιμη μαγεία από το να τα παρατηρείς πως αναπτύσσονται και εξελίσσονται» (σελ. 257-258).

 


Στο βιβλίο: Regine Schneider, Τα μικρά αφεντικά. Όταν οι γονείς ‘τα δίνουν όλα…’ για τα παιδιά τους. Αθήνα: Θυμάρι.

 


Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

 

Όρια και καλή επικοινωνία γονιών- παιδιού

Τα εμπόδια στην καλή επικοινωνία γονιών και παιδιού

Για να βελτιωθεί η επικοινωνία με το παιδί, οι γονείς αρχικά θα πρέπει να απαλλαγούν από τα εμπόδια που διαταράσσουν το ήρεμο και ειρηνικό κλίμα. Ποια είναι αυτά;

Οι ενοχές των γονιών.

Η τελειομανία των γονιών.

 

 

Ενοχές των γονιών: συχνά ο ρόλος του γονέα και οι συμπεριφορές του παιδιού που είναι αντίκτυπος αυτού του ρόλου προκαλούν έντονες ενοχές στους γονείς. Τα όρια γίνονται ασταθή και αβέβαια, καθώς οι ενοχές δεν επιτρέπουν στους γονείς να δουν τα πράγματα ξεκάθαρα. Οι ενοχές του γονιού τον οδηγούν να εγκλωβίζεται σε μια σχέση με το παιδί όπου ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο άκρα: την κακομεταχείριση από τη μια πλευρά και την υπερπροστασία από την άλλη. «Για να εξιλεωθεί, επειδή είναι ‘κακός γονιός’ με ενοχές, γίνεται υπερβολικός. Νταντεύει πολύ το παιδί του και νιώθει την ανάγκη να το προστατέψει ακόμα κι από τη μικρότερη έγνοια ή ταλαιπωρία. Μετατρέπεται σε σκλάβο που το παιδί κάνει ότι θέλει με μια υποδειγματική προθυμία και υπομονή. Το παιδί- βασιλιάς του γονιού- σκλάβου θα γίνει ένας οικιακός τύραννος! Αλλά μόλις μετατραπεί σε μικρό διάβολο, χωρίς σημεία αναφοράς ή όρια στη συμπεριφορά του, ο γονιός εξοργίζεται. Φωνάζει, μαλώνει, του εναντιώνεται και μερικές φορές το χτυπάει» (Petitcollin, 2005: 18-19). 

 

Τελειομανία: οι γονείς από αγάπη για το παιδί επιθυμούν να του προσφέρουν ότι καλύτερο: στοργή, κατάλληλη διαπαιδαγώγηση, όλα όσα είχαν αλλά και όλα όσα δεν είχαν οι ίδιοι. Συχνά σκέφτονται ότι δεν θα επαναλάβουν τα λάθη των γονιών τους και θα καταφέρουν να γίνουν όσο το δυνατόν καλύτεροι γονείς. Πρόκειται για έναν ρόλο για τον οποίο δεν υπάρχουν έτοιμα εγχειρίδια, ούτε έτοιμες λύσεις, καθώς κάθε παιδί είναι διαφορετικό και ξεχωριστό. Είναι σημαντικό να μάθουν τον ρόλο αυτό στην πράξη και να σεβαστούν τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του κάθε παιδιού.

«Η κοινωνία ζητάει από τους γονείς να είναι τέλειοι. […] Γιατί ο γονιός βρίσκει πάντα κάποιον που τον κριτικάρει ότι κι αν κάνει; Επειδή ο καθένας μας έχει μια πολύ προσωπική άποψη για το ποιος πρέπει να είναι ‘ο σωστός τρόπος διαπαιδαγώγησης’ και φυσικά ο δικός μας τρόπος είναι ο καλύτερος» (Petitcollin, 2005: 22-23).

 

 

 

Συμπεριφορές παιδιού και όρια

Τα όρια χρειάζονται:

  • Ø Σταθερότητα
  • Ø Συνέπεια
  • Ø Διάλογο με το παιδί και εξηγήσεις
  • Ø Ρόλος γονέα- παιδιού

 

Οι εξηγήσεις θα πρέπει να αντιστοιχούν στην ηλικία του παιδιού και σε όσα μπορούν να καταλάβουν. Οι εξηγήσεις πολλές φορές είναι μακροσκελείς και περίπλοκες, με αποτέλεσμα να γίνονται δυσνόητες για το παιδί. Όταν τα παιδιά κάνουν ερωτήσεις, περιμένουν μια απάντηση που θα είναι στα μέτρα τους, που θα μπορεί να γίνει κατανοητή.

Τα παιδιά έχουν ανάγκη από σιγουριά και οι υπερβολικές αμφιβολίες μπορεί να τα οδηγήσουν σε μια κατάσταση αποσταθεροποίησης.

Επικοινωνία χωρίς ενοχές: θα μας οδηγήσει σε πιο σταθερά όρια και σε μια πιο ζεστή, ειλικρινής, συγκροτημένη και λογική επικοινωνία.

Τα παιδιά χρειάζονται όρια γιατί αυτά τους δίνουν την αίσθηση ασφάλειας και οργάνωσης και συμβάλλουν στη δόμηση της ταυτότητάς τους.

Το παιδί δεν μπορεί από μόνο του να βάλει όρια, να αποφασίσει τι είναι σωστό και τι όχι, να πειθαρχήσει τον εαυτό του.

Τα όρια έρχονται σε αντίθεση με την προσπάθεια του γονιού να είναι καλός, στοργικός και διαθέσιμος. Όμως, το παιδί έχει ανάγκη τα όρια ώστε να μπορέσει να μειώσει την αίσθηση της παντοδυναμίας με την οποία γεννήθηκε. Το παιδί σταδιακά θα πρέπει να μάθει ότι δεν είναι παντοδύναμο και να μάθει να διαχειρίζεται τη ματαίωση που του προκαλεί το όχι που προέρχεται από τους γονείς. Το παιδί από μόνο του δεν μπορεί να έχει την αίσθηση του μέτρου και του κορεσμού, καθώς δεν έχει σχετικές εμπειρίες και βιώματα. Τα όρια μπορεί να του δημιουργούν την αίσθηση της στέρησης και της δυσαρέσκειας, είναι όμως ο μόνος τρόπος να μάθει να διαχειρίζεται αρνητικές καταστάσεις αποστέρησης και περιορισμού.

 

 

Τι μας δυσκολεύει στο να θέτουμε όρια;

Σύγχυση της αγάπης με το ντάντεμα: Η αγάπη δεν αποδεικνύεται μέσα από τη μη τήρηση των ορίων.

Σύγκρουση αξιών: ποιες είναι πιο σημαντικές για εμάς αξίες και πόσο σταθεροί μπορούμε να είμαστε σε αυτές;

Ενοχές και έλλειψη εγωισμού: αίσθηση ότι κάτι δεν κάνουμε καλά και θα πρέπει να αλλάξουμε ώστε να γίνουμε καλύτεροι γονείς.

Απόηχος των δικών μας παιδικών βασάνων: ας μην ξεχνάμε τον ρόλο του ενήλικα. Ως παιδιά μπορεί να προσπαθούσαμε να διεκδικήσουμε περισσότερα (αυτός είναι ο ρόλος του παιδιού), ως γονείς όμως θα πρέπει να υπενθυμίζουμε τα όρια (αυτός είναι ο ρόλος του ενήλικα).

Η ματιά και η γνώμη των άλλων: πολλές φορές μας επηρεάζει η γνώμη των άλλων, τι θα σκεφτούν, τι κριτική θα κάνουν, τι θα πουν για τη συμπεριφορά του παιδιού;

Το αδικαιολόγητο των παρατηρήσεων: μόλις προσπαθούμε να θέσουμε ένα όριο στο παιδί, ο άλλος γονιός ή κάποιος άλλος ενήλικας παρεμβαίνει, με αποτέλεσμα να ακυρώνει την προσπάθειά μας.

Η ανάγκη να ενσαρκώνετε τον ρόλο του καλού: η συμπεριφορά του γονιού έχει δύο πλευρές. «Μπαμπάς- μαμά» που ανταμείβει το παιδί και «μπαμπάς- μαμά» που δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο.

Τα όρια θα πρέπει να είναι κοινά από την πλευρά των ενηλίκων απέναντι στο παιδί και κυρίως από την πλευρά των γονιών. Αν ο ένας θέτει όρια και ο άλλος επεμβαίνει για να τα ακυρώσει, τότε το παιδί παραμένει χωρίς όρια και καλείται να αποφασίσει τι θα κάνει, χωρίς να ξέρει τι είναι πιο σωστό να κάνει.

Δυστυχώς, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα όρια και δεν είναι πάντα ξεκάθαρα τα όρια ανάμεσα στο αποδεκτό και το απαράδεκτο.

Εξηγούμε γιατί θέτουμε ένα όριο, αλλά δεν χρειάζεται να δικαιολογούμαστε για αυτό, ούτε να κάνουμε ολόκληρη διάλεξη. Το παιδί θέλει να μείνει ήσυχο να επεξεργαστεί την απογοήτευση που νιώθει. Όσο πιο πολλά λέμε, τόσο πιο πολύ του δίνουμε τη δυνατότητα να βρει τρόπους να ανατρέψει το όριο.

(Petitcollin, 2005)

 

 

Petitcollin, C. (2005). Πώς να επικοινωνείτε σωστά με το παιδί σας. Αθήνα: Lector.

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.