Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

Ο Παγουλίνος, ένα παραμύθι για την διαφορετικότητα

Κάποιες φορές ένα διαφορετικό μας χαρακτηριστικό γίνεται αντικείμενο συζήτησης από τους άλλους και ίσως όχι σπάνια γίνεται αντικείμενο για να μας υποτιμήσουν, να μας διακωμωδήσουν ή και να μας γελοιοποιήσουν. Η ιδιομορφία μας ή η ιδιαιτερότητά μας, είτε αυτή είναι έμφυτη είτε επίκτητη, είτε είναι στο σώμα μας είτε στη συμπεριφορά μας αποτελεί αφορμή για να γίνουμε δακτυλοδεικτούμενοι, για να μας επικρίνουν, να μας απορρίψουν, να μας περιθωριοποιήσουν, να μας μετατρέψουν στον αποδιοπομπαίο τράγο όπου θα ρίξουν το ανάθεμα. Οι ομάδες πάντα κατασκευάζουν αποδιοπομπαίους τράγους, άτομα δηλαδή που συνήθως είναι αδύναμα και όχι και τόσο ικανά να αμυνθούν, να εκφράσουν το δίκιο τους. Η ανάγκη για την άνιση αυτή κοινωνική μεταχείριση ψάχνει για επισημάνσεις των διαφορών ώστε να δημιουργήσει από το τίποτα διαχωριστικές γραμμές του τύπου: «Εμείς και οι Άλλοι», διαστρεβλώνοντας και παραποιώντας την πραγματικότητα, καταλήγοντας σε αυθαίρετες γενικεύσεις.
 


Έτσι, γεννιέται ο ρατσισμός και οι αξιολογικές διακρίσεις στο δίπολο «ανώτερος- κατώτερος». Με αυτόν τον τρόπο, τα άτομα, αλλά και ολόκληρες ομάδες ατόμων εγκλωβίζονται στην παγίδα ανελαστικών και ξεπερασμένων αντιλήψεων ή κανόνων καλλιεργώντας το αναίτιο μίσος για τους άλλους, για τους διαφορετικούς από εμάς, προσβάλλοντας την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια, αυξάνοντας την επιθετικότητα, την εχθρότητα, την εγκληματικότητα και τον κοινωνικό ανταγωνισμό. 


 

Όλα τα παραπάνω θα ήταν αδύνατο να τα αντιληφθούν τα παιδιά που θα διαβάσουν τον «Παγουλίνο». Όμως, πάντα τα παραμύθια γίνονται αφορμή για να συζητηθούν πολλά περισσότερα πράγματα και σκέψεις από όσα είναι γραμμένα στις σελίδες ενός βιβλίου. Το εν λόγω βιβλίο αντιμετωπίζει με μια ιδιαίτερη ευαισθησία το ζήτημα της διαφορετικότητας και περνά μηνύματα σχετικά με το πώς το πλάσμα που είναι διαφορετικό αντιμετωπίζεται από τους άλλους, πώς η στάση των άλλων επηρεάζει τη συμπεριφορά και τις αποφάσεις του, πως εκτιμάμε κάποιον όταν τον χάσουμε, πως η αγάπη, το ενδιαφέρον, η τόλμη για αλλαγή, ο σεβασμός και η αναγνώριση μπορούν να γίνουν γροθιά απέναντι στην περιθωριοποίηση και τον ρατσισμό.

Ανεξαρτήτως ικανοτήτων και ιδιαιτεροτήτων, όλοι είμαστε ίσοι και χρήσιμοι στον ανάλογο τομέα. Βιβλία, όπως ο «Παγουλίνος» γράφτηκαν για να διατρανώσουν το μήνυμα, ότι διαφορετικός δε σημαίνει μειονεκτικός ή ανίκανος κι επίσης ότι όλοι μας έχουμε ευθύνη να εγκαταλείψουμε αναχρονιστικές απόψεις για τους διαφορετικούς και ως κοινωνία να αγκαλιάζουμε και να μεριμνούμε για τα διαφορετικά μέλη της.

 


Πηγή:

Ο Παγουλίνος των Monica Miceli & Giulia Aldovini. Εκδόσεις: Αστέρης Δεληθανάσης.

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Είδη χαρακτήρα κατά Άντλερ

 Ανωριμότητα

«Πολύ συχνά συναντάμε επίσης ανθρώπους που μοιάζουν να παρέμειναν καθηλωμένοι σε ένα σημείο της ανάπτυξής τους και να μην κατάφεραν να ξεπεράσουν το στάδιο του ‘μαθητή’. Στο σπίτι, στη ζωή, στην παρέα και στη δουλειά τους φέρονται συνεχώς σαν σχολιαρόπαιδα, ακούγοντας και περιμένοντας πάντα με ανυπομονησία πότε θα έχουν την ευκαιρία να πουν κάτι. Προσπαθούν διαρκώς να απαντούν πρώτοι στις ερωτήσεις που γίνονται σε κάποια παρέα, σαν να ήθελαν να δείξουν ότι ξέρουν και οι ίδιοι κάτι και περιμένουν καλό βαθμό. Είναι στη φύση αυτών των ανθρώπων να αισθάνονται ασφάλεια μόνο σε συγκεκριμένες μορφές της ζωής τους και να νιώθουν άσχημα τη στιγμή που βρεθούν σε μια κατάσταση όπου δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιήσουν το σχολικό τους πρότυπο. Και αυτός ο τύπος εμφανίζεται σε διάφορα επίπεδα. Στις λιγότερο συμπαθείς περιπτώσεις, το άτομο εμφανίζεται μουντό, ανιαρό και απόμακρο ή μπορεί να θέλει να το παίξει σοφός που είτε τα ξέρει όλα είτε θέλει να ταξινομήσει τα πάντα σύμφωνα με κανόνες και τύπους» (σελ. 122-123).

 


 Αλαζονεία

«Οι άνθρωποι που πρέπει να έχουν πάντοτε τον πρώτο ρόλο, που η ζωή τους όλη είναι το αιώνιο ερώτημα: ‘Πώς μπορώ να υπερέχω έναντι όλων των άλλων;’ Αυτός ο ρόλος συνοδεύεται από απογοητεύσεις κάθε είδους. Μέχρι έναν ορισμένο βαθμό, όταν δεν κρύβει μέσα του πολλή επιθετικότητα και εχθρική δράση, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμος. Συνήθως αυτούς τους ανθρώπους τους βρίσκουμε εκεί όπου χρειάζεται ένας επικεφαλής, σε θέσεις στις οποίες χρειάζεται κάποιος που να δίνει διαταγές και να οργανώνει. Σε αυτές τις θέσεις ανεβαίνουν σχεδόν από μόνοι τους. Σε ταραγμένες εποχές, όπου ο λαός ξεσηκώνεται, οι άνθρωποι με τέτοια φύση αναδύονται στην επιφάνεια. Κάτι τέτοιο είναι στην πραγματικότητα αυτονόητο, διότι είναι ακριβώς αυτοί που έχουν τις κατάλληλες χειρονομίες, την κατάλληλη στάση και τη λαχτάρα, συνήθως μάλιστα και την απαιτούμενη προετοιμασία και σκέψη. Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν συνηθίσει να διατάζουν ήδη από το σπίτι τους» (σελ. 129-130).

 


Κυκλοθυμία

«Ανήκουν όλοι τους στην κατηγορία των εξαιρετικά φιλόδοξων και, ως εκ τούτου, υπερευαίσθητων χαρακτήρων και αναζητούν διάφορες διεξόδους από τη δυσαρέσκειά τους με τη ζωή. Η υπερευαισθησία τους είναι σαν τεντωμένη κεραία με την οποία ελέγχουν κάθε νέα κατάσταση πριν πάρουν θέση.

Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που η διάθεσή τους είναι μονίμως χαρούμενη, που προσπαθούν να δίνουν έμφαση στη φωτεινή πλευρά της ζωής και θεωρούν τη χαρά και την ευθυμία απαραίτητες βάσεις στη ζωή τους. Και σε αυτούς βρίσκουμε όλα τα δυνατά επίπεδα. Ανάμεσά τους υπάρχουν και εκείνοι που έχουν μονίμως τη συμπεριφορά ενός χαρούμενου παιδιού, και αυτή τους η παιδικότητα έχει κάτι το συγκινητικό. Δεν αποφεύγουν τα καθήκοντά τους, αλλά τα εκτελούν με έναν παιγνιώδη, δημιουργικό τρόπο. Ίσως δεν υπάρχει άλλος τύπος που να είναι πιο συμπαθητικός και όμορφος από αυτούς τους ανθρώπους.

Υπάρχουν όμως και εκείνοι που καταλήγουν με την ευθυμία τους σε υπερβολές, που παίρνουν ανάλαφρα ακόμη και καταστάσεις που είναι σχετικά σοβαρές. Δίνουν την αίσθηση ενός παιδαριώδους χαρακτήρα που δεν μπορεί να συλλάβει τη σοβαρότητα της ζωής και κάνουν έτσι άσχημη εντύπωση. Έχουμε πάντοτε ένα αίσθημα ανασφάλειας όταν τους βλέπουμε να εργάζονται, την εντύπωση ότι δεν είναι αξιόπιστοι επειδή επιθυμούν να ξεπερνούν τις δυσκολίες τους υπερβολικά εύκολα. Ως αποτέλεσμα, συνήθως τους κρατάμε μακριά από δύσκολες δουλειές, τις οποίες άλλωστε τις περισσότερες φορές τις αποφεύγουν και από μόνοι τους. Δύσκολα θα τους συναντήσουμε όταν πρέπει να έρθει εις πέρας ένα πραγματικά δύσκολο καθήκον» (σελ. 130-132).


 

Πρόκειται για ένα βιβλίο στο οποίο ο Άντλερ, από την οπτική της ατομικής ψυχολογίας περιλαμβάνει τα γνωρίσματα επιθετικής και μη επιθετικής φύσης καθώς και άλλες μορφές έκφρασης του χαρακτήρα. Μερικές από τις μορφές έκφρασης του χαρακτήρα παρουσιάζονται παραπάνω. Επιπλέον, στο βιβλίο ο Άντλερ περιγράφει τα συναισθήματα, κάνοντας έναν διαχωρισμό αυτών ως εξής: συναισθήματα που χωρίζουν (οργή, θλίψη, κατάχρηση, απέχθεια, άγχος ή τρόμος) και συναισθήματα που ενώνουν (χαρά, συμπόνια, ντροπή).  

Μεταξύ άλλων στο συναίσθημα της συμπόνιας, ο Άντλερ αναφέρει το εξής: «Άλλοι πάλι φαίνονται να αισθάνονται πραγματική ηδονή εντοπίζοντας τη δυστυχία των άλλων. Αυτοί οι επαγγελματίες παρηγορητές θέλουν με τις πράξεις τους να νιώσουν κατά κύριο λόγο το απελευθερωτικό αίσθημα της υπεροχής έναντι των φτωχών και των δυστυχισμένων που υποτίθεται ότι βοηθούν».     

 


 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Άλφρεντ Άντλερ. Η θεωρία του χαρακτήρα. Αθήνα: Νίκας.

Τρίτη 16 Μαρτίου 2021

Η επιλεκτική αλαλία μέσα από μια ταινία: The speak

Σύνοψη ιστορίας

Η Μελίντα έχει βιώσει έναν βιασμό σε ένα σχολικό πάρτι και από τότε ταλαντεύεται ανάμεσα στον λόγο και τη σιωπή. Δεν έχει την αποδοχή και τη στήριξη των συμμαθητών της και δεν μπορεί να μοιραστεί με κανέναν αυτό που συνέβη. Η Μελίντα εμφανίζει σωματικά και ψυχικά συμπτώματα εξαιτίας του μετατραυματικού στρες και προσπαθεί να αποφύγει τις μνήμες από αυτό το γεγονός κι επομένως, δε θέλει ούτε και μπορεί να μιλήσει για αυτό. Η Μελίντα παρουσιάζεται ταλαιπωρημένη και απόμακρη από τους υπόλοιπους γύρω της, αρκετά εσωστρεφής και αμίλητη. Οι συμπεριφορές της σχετίζονταν με τη διαταραχή μετατραυματικού στρες, καθώς η ίδια συχνά μασά ή σφίγγει τα χείλια της, ενώ ζωγράφιζε πάνω τους ράμματα, τα οποία πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα από τη μητέρα της. Ακόμη, ήταν ατημέλητη, ξεχνούσε να κάνει ντους και λιποθύμησε κατά τη διάρκεια ενός εργαστηρίου βιολογίας, τη στιγμή που έπρεπε να κάνει τομή σε έναν βάτραχο. Από τη μία νιώθει την ανάγκη να μιλήσει για αυτό ή τουλάχιστον να προσέξουν τις συμπεριφορές της και από την άλλη επιλέγει τη σιωπή και το κλείσιμο στον εαυτό. 

Η Μελίντα βρίσκεται στην εφηβεία και εκτός από τα συναισθήματα που έχει να αντιμετωπίσει, λόγω αυτής της δύσκολης περιόδου ζωής, θα πρέπει ταυτόχρονα να διαχειριστεί και τα συναισθήματα που της προκάλεσε ο βιασμός. Ο μαθητής που τη βίασε φοιτά στο ίδιο σχολείο και διαρκώς η παρουσία του της υπενθυμίζει το γεγονός. Επίσης, αυτός συχνά την προσεγγίζει, επιδεικτικά παρουσιάζεται μπροστά της, αδιαφορεί για την παρουσία της (σα να μη συμβαίνει τίποτα), φλερτάρει τις πρώην φίλες της και τελικά συνάπτει σχέση με την πρώην κολλητή της φίλη. Πέρα από το κακό που της έκανε σωματικά, συνεχίζει να την κακοποιεί ψυχολογικά και συναισθηματικά, καθώς της κλέβει τις φίλες της και έχει στρέψει όλο το σχολείο εναντίον της. Εξακολουθεί να της κάνει κακό και να επαναλαμβάνει την κακοποιητική συμπεριφορά απέναντί της.

Ωστόσο, εκτός από τον βιασμό που βίωσε και που την ακολουθεί ως μια πολύ άσχημη εμπειρία, η Μελίντα έρχεται καθημερινά αντιμέτωπη με ένα «κακοποιητικό» περιβάλλον στο σχολείο, όπου βιώνει αισθήματα απομόνωσης και αποξένωσης, αλλά και με ένα αδιάφορο περιβάλλον στο σπίτι. Οι γονείς της δεν έχουν αντιληφθεί το παραμικρό και δεν έχουν παρατηρήσει την περίεργη συμπεριφορά της κόρης τους. 


Η Μελίντα καλείται να δομήσει μια νέα ταυτότητα για το φύλο, τη σεξουαλικότητα και τις διαπροσωπικές σχέσεις. Δεν υπάρχει κάποιος άνθρωπος που να μπορεί να τον εμπιστευτεί, να του μιλήσει, να ζητήσει βοήθεια. Βρίσκει διέξοδο στη ζωγραφική, προσπαθώντας να εκφράσει όλα όσα δεν μπορεί να πει με λόγια. Άλλη μια κραυγή για βοήθεια, που πέρασε απαρατήρητη. Στην αρχή φαίνεται πως δεν πίστευε στον εαυτό της και δεν τα πήγαινε καλά ούτε στη ζωγραφική. Σε συνεργασία όμως με τον δάσκαλο της ζωγραφικής και κυρίως μέσω της ενθάρρυνσης που είχε από αυτόν κατάφερε να πιστέψει στον εαυτό της και να γίνει μια πολύ καλή ζωγράφος. Ο καθηγητής ζωγραφικής ήταν ένα πρόσωπο που λειτούργησε ως στήριγμα για την Μελίντα, η οποία συχνά χρησιμοποιούσε ως καταφύγιο και χώρο απομόνωσης το παρατημένο εργαστήριο της φωτογραφίας. Εκεί είχε όλες τις ζωγραφιές της, που έδειξε και στον καθηγητή της, λίγο πριν αποχωρήσει από το σχολείο λόγω παραίτησής του, που οφειλόταν στη μείωση του μισθού του. Σε πολλές ζωγραφιές απεικονίζονταν δέντρα, που ήταν κάτι το οποίο αρχικά της είχε ζητήσει μέσα στην τάξη ο καθηγητής, η ίδια δεν κατάφερε να απεικονίσει ένα δέντρο, παρά μόνο με ένα πολύ απλό και παιδιάστικο σκίτσο και όλη η τάξη την κορόιδεψε και τη χλεύασε. Η δυσκολία της τότε να ζωγραφίσει ένα δέντρο ίσως αντανακλά τον μπλοκαρισμένο ψυχισμό της, καθώς είχε βιώσει ένα έντονα τραυματικό γεγονός, το οποίο παρέμενε ανεπίλυτο.

Ούτε στο σχολείο ούτε στο σπίτι, η Μελίντα δεν μπορεί να βρει αποδοχή και κατανόηση. Οι γονείς της είναι αδιάφοροι και προσπαθούν να την κερδίσουν με υλικά αγαθά, ενώ στο σχολείο βιώνει διαρκώς αρνητικές εμπειρίες βίας και επιθετικότητας. Η ίδια δεν έχει κάποιο σταθερό υποστηρικτικό περιβάλλον, ή κάποιον να καταλάβει ότι κάτι άλλαξε στη συμπεριφορά της και αποφεύγει να μιλήσει, βρίσκεται διαρκώς ανάμεσα στη σιωπή και τα λίγα λόγια.

 


Ανάλυση χαρακτήρα

Η Μελίντα στην ηλικία που βρίσκεται κινείται ανάμεσα στις προσδοκίες της οικογένειας και στις απαιτήσεις του σχολείου, προσπαθώντας να βρει την ταυτότητά της, τη θέση της μέσα στο σχολείο και την οικογένεια, καθώς και τους ρόλους της. Καθοριστικό ρόλο παίζουν τα δίκτυα υποστήριξης (support networks), που βρίσκονται κοντά στο άτομο και τα οποία μπορούν να το οδηγήσουν να νιώσει ασφάλεια και σιγουριά, ώστε να μπορέσει να ανοιχτεί (Pack, 2013). Αυτό απουσιάζει από τη ζωή της Μελίντα, η οποία βιώνει μόνη της το τραυματικό γεγονός και δεν έχει απευθυνθεί ούτε στο οικογενειακό ούτε στο σχολικό περιβάλλον και ούτε έχει τη δυνατότητα να μιλήσει με κάποιον ψυχολόγο. Το σχολείο αποτελεί έναν από τους βασικούς φορείς που προσφέρουν στο άτομο εκπαιδευτικές πρακτικές για την αντιμετώπιση του τραύματος έτσι ώστε να μπορέσουν οι μαθητές να αντιμετωπίσουν τραυματικές καταστάσεις που έχουν βιώσει (Crosby, 2015). Στην περίπτωση της Μελίντα, ωστόσο, δε συμβαίνει αυτό, καθώς το σχολείο δε λειτουργεί υποστηρικτικά απέναντί της και κανείς δε γνωρίζει αυτό που έχει βιώσει και την ψυχολογική και συναισθηματική κακοποίηση που συνεχίζει να βιώνει στο σχολείο.


Σύμφωνα με τον Freud, το τραύμα προκαλεί έντονο άγχος και το άτομο επαναλαμβάνει, καθώς δεν μπορεί να επεξεργαστεί τον ξαφνικό κίνδυνο που βίωσε. Πρόκειται για τον καταναγκασμό της επανάληψης, όπου το άτομο βιώνει πολλές φορές ξανά και ξανά το τραύμα και φέρνει στο μυαλό του εικόνες από αυτό που συνέβη χωρίς να το επιθυμεί (Forter, 2007). Αυτό φαίνεται διάχυτα από την πληθώρα των σκηνών φλας μπακ της ταινίας, όπου η Μελίντα φέρνει στο νου της εκείνη τη βραδιά στο πάρτι αποκαλύπτοντας σιγά- σιγά στον θεατή τι ακριβώς συνέβη. Επίσης, το άτομο με μετατραυματικό στρες βλέπει σχετικά όνειρα και έχει συχνές αναμνήσεις από αυτό το γεγονός, δηλαδή του έρχονται στο μυαλό διαρκώς εικόνες από αυτό που βίωσε κατά τη διάρκεια του ύπνου. Η Μελίντα φαίνεται πως δεν μπορεί να απαλλάξει τον εαυτό της από αυτή την κατάσταση, ζει διαρκώς έχοντας στο μυαλό της το περιστατικό του βιασμού, ενώ με αφορμή διάφορα ερεθίσματα φέρνει στο μυαλό της σκηνές από εκείνη τη νύχτα, που συνοδεύονται από έντονα συναισθήματα, με αποτέλεσμα να βρίσκεται διαρκώς σε ένταση και εγρήγορση και συχνά ξυπνά από εφιάλτες, που συνδέονται με το περιστατικό βιασμού.

Επιπλέον, ο Hartman (1995) υποστηρίζει ότι το άτομο επαναβιώνει το γεγονός αναζητώντας έναν τρόπο να αποδεχθεί την ιστορία, με το να την ακούσει ή και να τη ζωγραφίσει. Η Μελίντα νιώθει ένα σύνολο από αρνητικά συναισθήματα, νιώθει ότι βρίσκεται σε κίνδυνο και βιώνει άγχος και βρίσκεται μέσα σε ένα  περιβάλλον, όπου κανείς δεν παρατηρεί τα συναισθήματά της, τον τρόπο που μη λεκτικά δείχνει ότι υποφέρει, ότι κάτι της έχει συμβεί. Έχει βιώσει μια τραυματική κατάσταση, μια απότομη και ξαφνική εισβολή στο σώμα που της προκαλεί άγχος και δυσάρεστα συναισθήματα, αλλά κανείς δεν είναι εκεί για να τη βοηθήσει.

Η Μελίντα φαίνεται πως μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι σχέσεις  με τους γονείς της είναι τυπικές και απόμακρες. Οι γονείς της δεν γνωρίζουν πώς νιώθει η Μελίντα, τι της αρέσει, πώς περνάει στο σχολείο, τι έγινε σε εκείνο το πάρτι. Οι απόμακρες και τυπικές σχέσεις φαίνεται πως συνοδεύουν τη Μελίντα και στις σχέσεις που έχει αναπτύξει με τους συμμαθητές της και τις πρώην φίλες της. Νιώθει ότι την έχουν προδώσει, την έχουν κοροϊδέψει και σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση κανείς δεν είναι εκεί για να τη στηρίξει. Η Μελίντα κλείνεται στον εαυτό της, περνά αρκετό χρόνο σιωπηλή, μόνη, μακριά από τις απειλές του περιβάλλοντος. Η Μελίντα φαίνεται πως δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα να έχει έναν στενό και σταθερό δεσμό, μέσα από τον οποίο θα αντλεί στήριξη και αποδοχή, ασφάλεια και εμπιστοσύνη. Τα αρνητικά βιώματα της Μελίντα και η επιθετικότητα που δέχθηκε την οδήγησαν να απομονωθεί, να αποσυρθεί από το περιβάλλον της, να αναζητά εναλλακτικούς τρόπους έκφρασης και να βρίσκει τελικά διέξοδο μέσα από τη ζωγραφική. 


Η γνώση του ατόμου για όσα ζει και για τον τρόπο που τα βιώνει εξαρτάται από το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο βρίσκεται. Το άτομο μαθαίνει μέσα από την αλληλεπίδραση και συνεργασία με τους άλλους μέσα στην κοινωνία (Jones, 2009). Βασικός θεωρητικός του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού είναι ο Vygotsky, ο οποίος υποστηρίζει ότι καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του ατόμου διαδραματίζει το κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο, και κυρίως η χρήση της ομιλίας (speech) ως ένα εργαλείο σκέψης. Σημαντικός όμως είναι και ο ρόλος του συναισθήματος στη σκέψη αλλά και η κοινωνική φύση της διαδικασίας της σκέψης. Το άτομο δίνει έμφαση στη δραστηριότητα απόδοσης νοήματος, που στηρίζεται στην ανάπτυξη της γλώσσας και του συναισθήματος. Η ομιλία αποτελεί ένα πρωταρχικό εργαλείο έκφρασης και δημιουργίας του πολιτισμού, που συχνά απεικονίζει τις σκέψεις του ατόμου. Η ομιλία μπορεί να είναι εξωτερική ή κοινωνική, εγωκεντρική ή ιδιωτική και εσωτερική.

Η ομιλία βρίσκεται στο επίκεντρο της ταινίας, καθώς η Μελίντα ουσιαστικά επιλέγει τη σιωπή, επιλέγει να μειώσει τη χρήση της ομιλίας, ως μια κραυγή βοήθειας, ως μια ένδειξη ότι δεν είναι καλά. Επιλέγει να μη μιλήσει σε κανέναν, ίσως γιατί βρίσκεται μέσα σε ένα πλαίσιο στο οποίο δε βλέπει να υπάρχει κάποιο διαθέσιμο άτομο να την ακούσει. Η ομιλία φαίνεται πως αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο, το οποίο σπανίως χρησιμοποιεί η Μελίντα σε όλη τη διάρκεια της ταινίας και συνδέεται άμεσα με το κοινωνικό περιβάλλον (Jones, 2009. Smagorinsky, 2007).

 


Επιλεκτική αλαλία:

Εντάσσεται στις αγχώδεις διαταραχές και χαρακτηρίζεται από απουσία λόγου σε μια ή περισσότερες καταστάσεις στις οποίες το άτομο θα πρέπει να εκτεθεί και να εκφραστεί κοινωνικά. Φαίνεται πως καθοδηγείται από κοινωνικό άγχος, καθώς το άτομο αποτυγχάνει να μιλήσει, όχι γιατί δε γνωρίζει τον λόγο ή γιατί έχει οργανικές διαταραχές, ή κάποια διαταραχή ομιλίας. Η ομιλία στην επιλεκτική αλαλία συνήθως δεν αποτελεί πρόβλημα στο σπίτι, ενώ είναι δύσκολη έως ανέφικτη σε άλλα πλαίσια. Το άτομο δηλαδή δεν αντιδρά με τον ίδιο τρόπο κάτω από διαφορετικές καταστάσεις ή συνθήκες.

Η επιλεκτική αλαλία έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με στρεσογόνα γεγονότα της ζωής του ατόμου, αλλά και με τραυματικές καταστάσεις. Πρόκειται για μια διαταραχή που συνδέεται με τη διαταραχή αποχωρισμού στην παιδική ηλικία, που ακολουθείται από ανεπαρκείς ή κακοποιητικές πρακτικές φροντίδας του παιδιού, διαταραχές προσαρμογής που χαρακτηρίζεται από επίμονο άγχος και κατάθλιψη μετά από ένα στρεσογόνο γεγονός ζωής και αντιδράσεις απέναντι σε μια τραυματική κατάσταση. Τα συναισθήματα που βιώνουν τα άτομα με επιλεκτική αλαλία είναι οργή, θυμός, τρόμος, ενοχή και ντροπή, καθώς και φόβος και άγχος (Hua & Major, 2016).   

 

 


Βιβλιογραφία

 

Crosby, S.D. (2015). An ecological perspective on emerging trauma- informed teaching practices. Children & Schools, 37 (4), 223-230.

Forter, G. (2007). Freud, Faulkner, Caruth: Trauma and the politics of literacy form. Narrative, 15 (3), 259-285.

Hartman, G.H. (1995). On traumatic knowledge and literacy studies. New Literary History, 26 (3), 537-563.

Hua, A. & Major, N. (2016). Selective mutism. Current Opinion in Pediatrics, 28 (1), 114-120.

Jones, P.E. (2009). From ‘external speech’ to ‘inner speech’ in Vygotsky: A critical appraisal and fresh perspectives. Language & Communication, 29 (2), 166-181.

Pack, M. (2013). Vicarious traumatisation and resilience: An ecological systems approach to sexual abuse counsellors’ trauma and stress. Sexual Abuse in Australia and New Zealand, 5 (2), 69-76.

Smagorinsky, P. (2007). Vygotsky and the social dynamics of classrooms. The English Journal, 97 (2), 61-66.

 


 Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Τα γηρατειά: μια ψυχολογική προσέγγιση

Η ηλικία του ατόμου είναι άμεσα συνυφασμένη με την κατάσταση της υγείας του, αλλά και από τις στάσεις που επικρατούν στην κοινωνία σχετικά με την κάθε ηλικιακή ομάδα και τα στοιχεία που θεωρούν ότι χαρακτηρίζουν την κάθε ομάδα. Συνεπώς, τα άτομα μεγαλώνοντας κουράζονται ευκολότερα, η μυϊκή τους δύναμη και οι σωματικές τους αντοχές εξασθενούν, οι κινήσεις τους γίνονται βραδύτερες, ενώ σταδιακές μειώσεις ως προς την οξύτητά τους παρουσιάζουν η όραση και η ακοή. Εκτός από τις βασικές βιολογικές/ σωματικές αλλαγές που παρατηρούνται στην τρίτη ηλικία, αλλαγές σημειώνονται και στο νοητικό, το κοινωνικό και το συναισθηματικό επίπεδο του ατόμου (Dziechciaz & Filip, 2014). 


Σύμφωνα με τον Bronfenbrenner (οικολογικά συστήματα) υπάρχουν πέντε περιβαλλοντικά συστήματα, που συμβάλλουν στον καθορισμό της ζωής του ατόμου: το μικροσύστημα, το μεσοσύστημα, το εξωσύστημα, το μακροσύστημα και το χρονοσύστημα. Τα πέντε αυτά συστήματα συμβάλλουν καθοριστικά στην ανάπτυξη του ανθρώπου, καλύπτοντας βασικές πτυχές της ζωής του (Kail & Cavanaugh, 2016). Το μικροσύστημα περιλαμβάνει το ίδιο το άτομο, ενώ το μεσοσύστημα αποτελείται από την οικογένεια, τους φίλους, τους γείτονες και τους πρώην μαθητές τους. Στην ταινία αυτή έχουμε ένα ζευγάρι που λειτουργεί ως απόλυτα ενωμένο και αγαπημένο, έχοντας μια κοινή πορεία αγάπης, σεβασμού και εμπιστοσύνης. Η κόρη τους φαίνεται αδιάφορη, βυθισμένη στα δικά της προβλήματα, συναισθηματικά απόμακρη και εστιασμένη σε οικονομικά θέματα. Το ζευγάρι δεν έχει κάποιο σταθερό υποστηρικτικό περιβάλλον, ζει απομακρυσμένο από τη γειτονιά του και δεν φαίνεται να υπάρχει ευρύτερο οικογενειακό ή συγγενικό πλαίσιο. Υπάρχει ένα γειτονικό ζευγάρι που τους φροντίζει και τους ψωνίζει τα απαραίτητα όταν χρειάζονται μια εξωτερική βοήθεια, αλλά μέσα στο σπίτι ο πόνος και η δυστυχία είναι κάτι που μοιράζονται οι δυο τους.

Όταν το άτομο βιώνει μια ακραία κατάσταση έχει ανάγκη από την ύπαρξη υποστήριξης από το ευρύτερο πλαίσιο. Καθοριστικό ρόλο παίζουν τα δίκτυα υποστήριξης (support networks), που βρίσκονται κοντά στο άτομο και τα οποία μπορούν να το οδηγήσουν να νιώσει ασφάλεια και σιγουριά, ώστε να μπορέσει να ανοιχτεί.  Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι μπορεί να έχει τη μεταξύ του σχέση, να ζει απομονωμένο από εξωτερικές παρεμβάσεις και να δυσκολεύεται να συμβιβαστεί με την παροχή βοήθειας από τρίτους. Μπορεί να έχουν μάθει να φροντίζουν ο ένας τον άλλο, να περιποιούνται ο ένας τον άλλο, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να αφεθούν στην ψυχρή και αδιάφορη φροντίδα από ξένους.

Ο Erikson μελέτησε την εξελικτική πορεία της ζωής του ατόμου, το οποίο περνά από οκτώ βασικές αναπτυξιακές κρίσεις του Εγώ. Η κάθε κρίση του Εγώ αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη περίοδο, ενώ η κάθε αναπτυξιακή κρίση χαρακτηρίζεται από ένα διπολικό σχήμα, το οποίο αποτελείται από μια θετική και μια αρνητική κατεύθυνση της κρίσης. Το όγδοο και τελευταίο στάδιο της ζωής του ατόμου αναφέρεται στην τρίτη ηλικία και το δίπολο σχήμα περιλαμβάνει την καταξίωση και την απόγνωση. Στο στάδιο αυτό, το άτομο έχοντας πια λύσει τις προηγούμενες κρίσεις και ελεύθερο από οικογενειακές και επαγγελματικές υποχρεώσεις μπορεί να ανατρέξει στο παρελθόν του, να αξιολογήσει την πορεία του και το έργο που επιτέλεσε στη ζωή του. Αν το άτομο νιώσει ότι έχει επιτύχει τους στόχους του, τότε θα νιώσει το συναίσθημα της καταξίωσης, αντλώντας ικανοποίηση από την προσωπική του αξία και το νόημα που δίνει στη ζωή του, με αποτέλεσμα το άτομο να συμφιλιωθεί με τη φθορά και να αντιμετωπίσει τον θάνατο με αξιοπρέπεια. Σε περίπτωση που το άτομο αξιολογήσει τη ζωή του και το έργο του ως αποτυχημένα και νιώσει ότι δεν έχει πραγματοποιήσει τους στόχους του και τις επιθυμίες του, τότε θα νιώσει το συναίσθημα της απόγνωσης (Agren, 1998. Erikson, 1975).


Το ζευγάρι μπορεί να είναι αρκετά ήρεμο και συμφιλιωμένο με την ηλικία του, να έχει βρει ένα σύνολο από δραστηριότητες μέσα στο σπίτι και να περνά χρόνο κάνοντας παρέα ο ένας στον άλλο και συνεχίζοντας να ασχολούνται με τα αγαπημένα τους χόμπι. Η κοινωνική τάξη, η μόρφωση και το lifestyle που αρχικά είχαν δε συμβαδίζει με την τωρινή τους κατάσταση, που νιώθουν ότι έχουν χάσει την αξιοπρέπειά τους και ότι η ζωή τους πρέπει να φτάσει στο τέλος, μακριά από τη ζωή.

Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, το άτομο ωριμάζοντας εμφανίζει μια αύξηση ως προς τον έλεγχο που ασκεί στο Εγώ και το Εκείνο. Άμεση συνέπεια είναι η εμφάνιση μεγαλύτερης αυτονομίας, που δε διατηρείται κατά τη διάρκειας της τρίτης ηλικίας, καθώς συχνά εκδηλώνονται παλινδρομήσεις που σχετίζονται με τη διαδικασία του γήρατος, όπως αδυναμία διάκρισης εξωτερικών εμπειριών και αντιλήψεων από τις εσωτερικές φαντασιώσεις. Το άτομο προσαρμόζεται στην κατάσταση του γήρατος μέσα από την αλλαγή των μηχανισμών άμυνας, χρησιμοποιώντας πιο ώριμες άμυνες, που αποτελούν φυσιολογικούς προσαρμοστικούς μηχανισμούς που διαθέτουν τα άτομα που είναι υγιή σε ψυχολογικό και σωματικό επίπεδο (Fees, Martin & Poon, 1999. Findlay, 2003).


Ένας ακόμη θεωρητικός στο χώρο της ψυχολογίας που ασχολήθηκε με την προσέγγιση της τρίτης ηλικίας ήταν ο Jung, ο οποίος υποστήριξε ότι κατά τη μέση ηλικία το άτομο προετοιμάζεται ψυχολογικά, ώστε να περάσει στην τρίτη ηλικία και την αντιμετώπιση του θανάτου, ο οποίος αποτελεί το αποκορύφωμα της ζωής και όχι το σημείο της τελικής πτώσης. Ο Jung θεωρεί ότι στην τρίτη ηλικία το άτομο μπορεί να δεχτεί με γαλήνη και ετοιμότητα το γεγονός του θανάτου, τονίζοντας με αυτό τον τρόπο την εσωτερική αξία που επικρατεί στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας σε σύγκριση με τους νεότερους ανθρώπους  (Fees, Martin & Poon, 1999. Kaplan et al., 1996).

Το ζευγάρι θα μπορούσε να διανύσει μια περίοδο μεγαλύτερης αυτονομίας και πνευματικής ολοκλήρωσης, περνώντας μια φάση ωρίμανσης και εσωτερικής ηρεμίας, έχοντας ολοκληρώσει όλα όσα ονειρευόταν. Η οικογένεια πλέον θα μπορούσε να είναι οι δυο τους που περνούν πολύ χρόνο ο ένας με τον άλλο και προσαρμόζονται σταδιακά στις απαιτήσεις της τρίτης ηλικίας. Ωστόσο, όταν εμφανίζεται η ασθένεια, οι ισορροπίες στο σπίτι και ανάμεσα στο ζευγάρι αλλάζουν ολοκληρωτικά. Η αγάπη και ο σεβασμός συνεχίζουν να υπάρχουν, όμως, το φορτίο γίνεται όλο και πιο μεγάλο και νιώθουν ότι ο ένας έχει δώσει έναν όρκο στον άλλο, να φροντίζουν ο ένας τον άλλο, αλλά και να μη χάσουν την αξιοπρέπειά τους. 


Η θεωρία του Levinson (1978) υποστήριξε ότι οι ψυχολογικές ανάγκες του ανθρώπου αναζητούν διαρκώς ικανοποίηση. Βασικές ψυχολογικές ανάγκες είναι ο ενθουσιασμός για τις δραστηριότητες στις οποίες εμπλέκεται το άτομο, η αίσθηση ότι ασκεί έλεγχο στη ζωή του και το αίσθημα ότι οι άλλοι νοιάζονται για αυτόν. Στην ηλικία των 60-65 χρόνων το άτομο περνά από ένα μεταβατικό στάδιο, στο οποίο θα πρέπει να βρει τρόπους για να ικανοποιεί τις ψυχολογικές του ανάγκες, ενώ στο στάδιο αυτό περιλαμβάνονται και οι ψυχολογικές διεργασίες με τις οποίες το άτομο αποκτά νέες στάσεις, πεποιθήσεις και νέους κοινωνικούς ρόλους. Είναι σημαντικό για το ηλικιωμένο άτομο να περνά το στάδιο αυτό με αξιοπρέπεια και σωφροσύνη. Βασικός στόχος για το άτομο είναι να κατανοήσει τι είναι η ζωή και ποιο είναι το νόημά της, ενώ είναι η κατάλληλη στιγμή, ώστε το άτομο να δώσει νέο νόημα στη ζωή και στο θάνατο και πιο συγκεκριμένα στη δική του ζωή και στο δικό του θάνατο (De Jong Gierveld & Dykstra, 2008).

Το ζευγάρι βρίσκεται μέσα σε μια κοινωνία, που είναι αφιλόξενη στην τρίτη ηλικία. Το ζευγάρι μπορεί να έχει κλειστεί αρκετά στο σπίτι, να έχει επικεντρωθεί στις δικές του ανάγκες και να ζει μια ζωή με αυτάρκεια, αλληλοβοήθεια και αλληλοϋποστήριξη. Ενδέχεται να μην επιτρέπουν παρεμβάσεις από τρίτα πρόσωπα, ούτε καν από τα παιδιά τους, που είναι εγκλωβισμένα στα δικά τους προβλήματα και στις δικές τους ανησυχίες. Φαίνεται πως ο ένας μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του άλλου και στόχος τους είναι να ζήσουν μέχρι τέλους μια ζωή με αξιοπρέπεια και σωφροσύνη. Μέσα από τις δυσκολίες που πέρασαν κατά την ενήλικη ζωή και τις επιτυχίες που κατέκτησαν έφτασαν στο τελευταίο στάδιο της ζωής τους, με ηρεμία και συντροφικότητα, αλλά και με μια ανησυχία για την ανημπόρια του σώματος, για την αβεβαιότητα των δυνάμεών τους και για την έκβαση του μέλλοντος.

 


Βιβλιογραφία

Agren, M. (1998). Life at 85 and 92: A qualitative longitudinal study of how the oldest old experience and adjust to the increasing uncertainty of existence. The International Journal of Aging and Human Development, 47, 105-117.

De Jong Gierveld, J. & Dykstra, P.A. (2008). Virtue is its own reward? Support- giving in the family and loneliness in middle and old age. Ageing & Society, 28, 271-287.

Dziechciaz, M. & Filip, R. (2014). Biological psychological and social determinants of old age: Bio-psycho-social aspects of human aging. Annals of Agricultural and Environmental Medicine, 21 (4), 835-838.

Erikson, E.H. (1959). Identity and the life cycle: selected papers. International Universities Press.

Fees, B.S., Martin, P., & Poon, L.W. (1999). A model of loneliness in older adults. Journal of Gerontology: Psychological Sciences, 54B (4), P231-P239.

Findlay, R.A. (2003). Interventions to reduce social isolation amongst older people: Where is the evidence? Ageing & Society, 23, 647- 658.

Kail, R.V. & Cavanaugh, J.C. (2016). Human development. A life- span view. USA: Cengage Learning.

Kaplan, H.I., Sadock, B.J., & Grebb, J.A. (1996). Kaplan and Sadock's synopsis of psychiatry: Behavioral sciences, clinical psychiatry, 7th ed. Williams & Wilkins Co.

Levinson, D. (1978). The Season of a Man’s Life. NY: Ballantine.