Η μουσική κατείχε δεσπόζουσα θέση
στη ζωή των Αρχαίων Ελλήνων. Καίριος ήταν ο ρόλος της μουσικής στις θλιβερές
στιγμές της ζωής, αλλά και στις στιγμές της χαράς και του γλεντιού, στα
συμπόσια, στις συγκεντρώσεις και φυσικά στους γάμους. Δηλαδή, η μουσική, το
άσμα και η όρχηση αποτελούσαν τις χαρακτηριστικότερες εκφάνσεις της
πολιτισμένης κοινωνίας και παράγοντες, αλλά και δείκτες ευζωίας. Η μουσική
έχοντας θεϊκό χαρακτήρα ήδη από τους Αρχαϊκούς χρόνους άρχισε να αποκτά έναν
όλο και πιο σύνθετο ρόλο με αποκορύφωμα τις δύο μεγάλες εορτές της πόλης, τα
Μεγάλα Παναθήναια και τα Μεγάλα Διονύσια. Αξιοπρόσεκτη είναι επίσης η δημιουργία
μουσικών αγώνων σε πολλές πόλεις, π.χ. τα «Κάρνεια» στην αρχαία Σπάρτη. Επιπλέον, οι μεγάλοι αθλητικοί αγώνες
περιελάμβαναν και μουσικούς διαγωνισμούς, διότι οι αθλητές χρειάζονταν τον
ρυθμό του μουσικού να τους παρακινεί και να τους εμψυχώνει. Σημαντικό ήταν επίσης ένα νέο τότε είδος
κτηρίων, προορισμένων για μουσικές εκδηλώσεις, τα λεγόμενα «ωδεία» (Κ.
Παπαοικονόμου – Κηπουργού, 2003).
Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι ο
πρώτος που έκανε μαθηματικούς υπολογισμούς πάνω στους μουσικούς τόνους και
απέκτησε θεμελιώδεις γνώσεις γύρω από τις σχέσεις των τονικών διαστημάτων ήταν
ο Πυθαγόρας. Μία από τις βασικές του
διδασκαλίες ήταν ότι ο κόσμος είναι αρμονία και αριθμοί (Neubecher, 1986). Σύμφωνα με τον
Πυθαγόρα «η πιο τέλεια και απόλυτη υλική και σύγχρονη άυλη έκφραση του αριθμού
εντοπίζεται στη Μουσική, η οποία, με τον τρόπο αυτό, περιβάλλεται την αίγλη του
πιο καθαρού και αφηρημένου αριθμητικού εκδηλώματος». Ο Πυθαγόρας, θεωρούσε πως η μουσική ως τέχνη
χαρακτηρίζεται από θεμελιώδη αιτήματα όπως η αισθητική, η ηθική και η
παιδευτική της αξία. Επίσης, ο Πυθαγόρας
θεωρούσε πως η μουσική επιδρά θετικά στην ηθική διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανθρώπου
και αναγνώριζε στη μουσική θεραπευτικές ιδιότητες (Λέκκας κ.α., 2003).
Ο Δάμων ο Αθηναίος (5ος
αι. π. Χ.) υπήρξε δάσκαλος του Περικλή και του Σωκράτη και θεωρείται ο κατ’ εξοχήν
θεωρητικός του ρυθμού (Λέκκας κ.α., 2003).
Ο δεσμός με τους Πυθαγόρειους φιλοσόφους φαίνεται από το γεγονός ότι ο
ίδιος υποστήριζε την συνετή χρήση της μουσικής ως μορφοποιητικού στοιχείου στην
ανατροφή των νέων, πίστευε δηλαδή, στην στενή σχέση μουσικής – ψυχής (Neubecker, 1986).
Και ο Πλάτων (428 – 347 π.Χ.) ο
οποίος ήταν ο σπουδαιότερος μαθητής του Σωκράτη, συμφωνούσε ότι η μουσική έχει
διαπαιδαγωγική σημασία και ότι η επίδρασή της είναι εξαιρετικά σημαντική στη
διάπλαση της ψυχής και του χαρακτήρα των νέων (Λέκκας κ.α., 2003). Ο Πλάτων αποδοκίμαζε τη μουσική που επιδιώκει
μόνο στην ακουστική τέρψη με αριστοτεχνικά «εφέ», ενώ θεωρούσε ως ωραίο, τις
λιτές ή μετρημένες μελωδίες που βελτιώνουν το χαρακτήρα. Παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον οι απόψεις
του Πλάτωνα στον «Τίμαιο». Εκεί
περιγράφεται η δημιουργία της ψυχής του κόσμου, ώστε να δείχνει πώς πρέπει να
προχωρεί κανείς καθαρά με την σκέψη. Ο
δημιουργός της ψυχής την πλάθει ταξινομώντας μια σειρά μαθηματικών
αναλογιών. Το αποτέλεσμα είναι μια
κατασκευή που οι αναλογίες της αντιστοιχούν σε τόνους μιας κλίμακας. Φαίνεται δηλαδή, ότι ο Πλάτων αποδέχεται
στοιχεία της Πυθαγόρειας διδασκαλίας (Neubecker, 1986).
Μια άλλη σημαντική προσωπικότητα
που σχετίζεται με τον Πλάτωνα είναι ο μαθητής του ο Αριστοτέλης (384 – 322 π.Χ.). Στο έργο του «Πολιτικά» και πιο συγκεκριμένα
στο 8ο βιβλίο του, αναλύει διεξοδικά τις δυνατότητες χρήσης της
μουσικής στη δημόσια και στην ιδιωτική ζωή, διότι πίστευε στην επίδραση της
μουσικής πάνω στην ψυχή (Neubecker, 1986). Θεωρούσε ότι οι μουσικοί τόνοι επηρεάζουν την
ψυχική διάθεση και ότι ο μουσικός τόνος που προκαλεί κατά βάση μια μέση,
ισορροπημένη διάθεση, ανήκει σε ένα είδος, σε εκείνο του «δωρικού τρόπου» (Shaboutin, 2005). Επιπλέον, ασχολήθηκε με τη θεωρία της μουσικής πιο
εκτεταμένα και λιγότερο θεωρητικά από τον Πλάτωνα (Neubecker, 1986).
Τόσο ο Πυθαγόρας, όσο ο Πλάτων
και ο Αριστοτέλης πίστευαν πως η μουσική καθώς και τα επιμέρους στοιχεία της,
εμπεριέχουν «ήθος». Επιπροσθέτως,
θεωρούσαν ότι η μουσική είναι ικανή να διαπλάθει τον χαρακτήρα του ανθρώπου και
κυρίως των παιδιών (Λέκκας κ.α., 2003).
Συνοψίζοντας, διαπιστώνουμε ότι ο
ρόλος της μουσικής είναι μοναδικός κι ότι συμπεριλαμβάνει πολιτισμικές,
κοινωνικές αλλά και ψυχολογικές διαστάσεις όπως είδαμε επιχειρώντας να
διερευνήσουμε κάποια ζητήματα φιλοσοφικής διαλεκτικής.
Μας δόθηκε η ευκαιρία να
εντρυφήσουμε στη μουσική, σε μια τέχνη δηλαδή που χαρακτηρίζεται από την
μαθηματική θεωρία και την καλλιτεχνική της πράξη. Συνειδητοποιήσαμε ότι τα συστατικά στοιχεία
της μουσικής που μοιάζουν δεδομένα σε εμάς και κατ’ επέκταση δευτερευούσης
σημασίας, όπως λόγου χάρη τα όργανα μουσικής, κρύβουν από πίσω τους ένα
απίστευτο βάθος χρόνου κι ότι δίχως υπερβολή αποτελούν δυναμική πολιτισμού.
Η μουσική αλλά και ο χορός
αναμφισβήτητα αποτελούν αξιόλογες τέχνες που επηρεάζουν την ψυχική μας
ισορροπία κι αυτό διαφαίνεται από την συμπαγή και ατελείωτη ποικιλία τεχνικών,
πρακτικών, σχολών, ειδών και υφών που συναντάμε σε όλους τους πολιτισμούς του
κόσμου.
Βιβλιογραφία:
Βιρβιδάκης, Στ., Λέκκας, Δ. , Παπαοικονόμου – Κηπουργού, Κ. , κ.
α. , 2003,Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, Διαλεκτικοί
Συσχετισμοί – Θεωρία της Ελληνικής Μουσικής, Τόμος Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα.
Βιρβιδάκης, Στ., Λέκκας, Δ. , Παπαοικονόμου – Κηπουργού, Κ. ,
κ. α. , 2003,Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, Διαλεκτικοί
Συσχετισμοί – Θεωρία της Ελληνικής Μουσικής, Τόμος Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα.
Neubecker, A., J., 1986, Η Μουσική Στην Αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Σιμωτά – Φιδετζή,
Μ., Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα.
Shaboutin, S., 2005, Ιατρικές Δυνάμεις της Μουσικής, Εκδόσεις PLS, Αθήνα.
Κουραβάνας Νικόλαος, Πολιτισμιολόγος, MSc.
kouravanasnikos@gmail.com